Further tags

Ο Μαρινάκης. Η απόλυτη προσωποποίηση (ποιος Κόκκαλης, ποιος Κοσκωτάς, αυτοί ήσαντε κύριοι) των υπανθρώπων που προσκολλώνται στον νικητή για να ξεχνάνε το ότι οι ίδιοι είναι ναυάγια της ζωής.

- Ότι κερδίσαμε καθαρά το είδανε όλοι όσοι ήταν παρών!

(Ευάγγελος Πόλντο Mαριδάκης)

Ο ορισμός αυτός απηχεί αποκλειστικά τις απόψεις του λημματοδότη του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι κάτι σαν το μουνόκωλο. Μόνο που, αντί για το μουνί και κώλο, αναφέρεται στην ψωλή και τα λαμπούρια.

Μπορείς να το πεις με πολλούς τρόπους, μιας και υπάρχουν εκατοντάδες ονομασίες για το πέος και για τους όρχεις. Π.χ. ψωλάρχιδο, καυλάρχιδο, τσουτσουνάρχιδο, πουτσάρχιδο, ψωλάμπουρο, καυλάμπουρο, τσουτσουνολάμπουρο κ.α.

- Έι, κορίτσια, δεν θα πιστέψετε τι έγινε χθες το βράδυ.
- Τι;
- Έκανα καυλόχρηστο με το πιο τρελό ψωλάρχιδο που 'χει δει ποτέ κανείς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χρησιμοποίηση του καυλιού, δηλαδή, το σεξ (εκτός φυσικά αν γίνεται λεσβιακά). Οτιδήποτε εμπεριέχει καυλί.

- Καλά, ρε. Η Χριστίνα είναι τέλεια στο καυλόχρηστο. Μάλλον γι' αυτό την λένε όλοι «καυλοχρηστίνα».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τον γνωστό ήχο «κρακ» (άρα ηχομιμητικό), αλλά μας προέκυψε από το γαλλικό craqueler: διασπώ –ώμαι / ραγίζω / πυρορραγίζω / διακοσμώ κεραμικό (κυρίως πορσελάνη) με ψηφίδες ή βερνίκι με ραγισμένη όψη.

Παίζουν και τα κρακελέ (κάργα), κρακλέ, κρακελάζ, κρακελάρισμα, κρακελαριστός.

Αποτελεί τεχνικό όρο - αθησαύριστο (ακόμη) απ’ τον Τριαντάφυλλο - των σιναφιών που ασχολούνται με βερνίκια, βαφές και γενικά επιστρώσεις υλικών πάνω σε άλλα είτε για να τα προστατέψουν είτε για να τα διακοσμήσουν.

Κυριολεκτικά, αναφέρεται στο φαινόμενο της εμφάνισης τριχοειδών ρωγμών / σπασιμάτων / ραγάδων / χαραγμάτων (ενίοτε πυκνών) στην επιφάνεια του βερνικιού ή της βαφής είτε λόγω επιλογής λανθασμένων, ελαττωματικών υλικών είτε λόγω σκιτζοδουλειάς, είτε λόγω φθοράς που επιφέρει ο πανδαμάτωρ χρόνος τόσο του ίδιου του επιστρώματος όσο και του υλικού που αυτό καλύπτει.

Αν τώρα το γουστάρει η ψυχούλα μας το αντικέ στυλάκι, υπάρχουν τα αντίστοιχα βερνίκια / βαφές, αλλά και τεχνικές, για να το πετύχουμε μέσω κρακελαρίσματος. Διάθεση για τέχνη, διακόσμηση ή και δηθενιά να υπάρχει.

Δεν νομίζω να παραξενεύει κανέναν που η χρήση του επεκτάθηκε και στο φαινόμενο του ραγίσματος γενικότερα κάποιου υλικού, άσχετα αν είναι ή όχι βαμμένο ή βερνικωμένο.

Χρησιμοποιείται και μεταφορικά - σλαγνκικά(;), όταν θέλουμε να δείξουμε πως κάτι / κάποιος έφτασε στα όριά του / είναι τσαλακωμένος / έτοιμος να ραγίσει / καταρρεύσει.

(Aπ’ το ΔΠ κατόπιν προσφοράς vicar)

  1. Όλα τα υαλώματά μας είναι ασφαλή για χρήση, τελείως αμόλυβδα και χωρίς κάδμιο, βάριο. Είναι επίσης πολύ ανθεκτικά καθώς δεν ξεφλουδίζουν ούτε κρακελάρουν ακόμη και μετά από πολυετή χρήση.

  2. ...την άλλη φορά που θα θέλεις το μπολ να μοιάζει με παλιό με χαρακιές και άλλα πάρε βερνίκι κρακελέ διάβασε τις οδηγίες στο μπουκαλάκι και έτοιμο το κρακελάρισμα!!!

3i. Οι ασφαλτοστρωμένοι λειτουργικοί αεροδιάδρομοι του παρελθόντος έχουν γίνει «κρακελέ», έχουν αφήσει ανεμπόδιστα την αέναη κίνηση της φύσης να επιβληθεί, το χορτάριασμα επεκτείνεται παντού και στην τελευταία κρυμμένη γωνιά, το σκουπίδι κυριαρχεί σε κάθε σου βήμα, διαλυμένα κάγκελα, συρματοπλέγματα -ζωντανοί μάρτυρες, καθρέπτης των χιλιάδων χωματερών της χώρας, των σπασμένων πεζοδρομίων, των αυθαιρέτων, των μολυσμένων ποταμών, των οραμάτων και σχεδίων διαδοχικών κυβερνήσεων.

3ii. ...σχετικά με το βάρος του καινούριου ενυδρείου των 180λ ή 220λ και των βάσεων του (δηλ. μαζί με ράφια ντουλαπάκια σετ γνωστής εταιρίας): Θα έχει επίπτωση στο ξύλινο δάπεδο; μήπως κρακελάρει /στραβώσει το ξύλινο δάπεδο;

4i. ...υπερκουφάθηκα. Ακούω παραπάνω απ’ όσο πρέπει και δεν ανέχομαι το θόρυβο. Παλιά, στα κλαμπ, στεκόμουν όρθιος μπροστά στα ηχεία, νταγκλάροντας, και ένιωθα το γούφερ να μου τριμάρει τη μούρη. Δεν το έκανα γιατί μου άρεσε η μουσική, I don’t care about music anyway. Ήθελα απλώς να νιώθω τον αέρα να τρεμουλιάζει κατά κύματα, με ρυθμό, επάνω μου και το γδούπο να κρακελάρει το ρινικό μου διάφραγμα.

4ii. Ένας κόκκος σκόνης μπορούσε να φέρει την καταστροφή! Τα μάτια του πετάγονταν έξω από τις κόγχες τους, οι φλεβίτσες τινάζονταν και πάλλονταν και το κιτρινιασμένο του δέρμα έδειχνε έτοιμο να ραγίσει. Ήθελα να του πω να μην φωνάζει γιατί κινδύνευε να κρακελάρει αλλά σιγά μην ήξερε τη λέξη αυτή. Αυτός δεν ήξερε τίποτα άλλο πέρα από ισοζύγια, λογιστικά ταυ και κέρδη.

(όλα τα’ ανωτέρω απ’ το δίχτυ)

  1. - Και πόσο το μαλλί γιατρέ μου;
    - Έννοια σου βρε Φορεμάνε. Θα τα βρούμε χαλαρά.
    - Για ξηγήσου.
    - Να σου φέρω την κυρά να μου τη σενιάρεις λίγο;
    - Χρειάζεται κάτι;
    - Μπαα κάνα ψιλομερεμέτι να φύγει το κρακελάρισμα απ’ τη μάπα!
    - Χμμ…
    - Άντε να γλιτώσω τη γεύση απ’ αστάρι όταν τη μπαλαμουτιάζω.
    - Εμένα λες; Δε βγάζει κι ο Φάκτορ τίποτε σε μπίο, το φελέκι μου! Το λοιπόν! Μέσα και πατσίσαμε!
    - Τόκα αδερφέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο διαχειριστής ενός δικτύου (από το ρούτερ + άρχων, κατά το πτέραρχος)· υποκατηγορία του μπόφη, όπως είναι και ο ντάτα μπέης.

Συνήθως φωτοφοβικός τύπος που χρησιμοποιεί σωρηδόν όρους όπως βιλάν, 801, γουίφι (αυτό τυπικά με αηδία), και συναντάται σε περιβάλλοντα με πολλά καλώδια.

– Να φωνάξουμε κανέναν από τα δίκτυα να μας δώσει IP;
– Δεν θα φτιάξουμε καλώδιο για να φωνάξουμε όποιον να 'ναι. Για IP πάμε απευθείας στον ρουτέραρχο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιγράφει στυλ ανθρώπου, το οποίο κυρίως δεσπόζει στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, και χαρακτηρίζεται από τεχνητό και επιτηδευμένο σκανδαλισμό για φριχτά πράγματα που ανακαλύπτει όψιμα ενώ τα ήξερε και αυτός και όλοι. Είναι, δηλαδή, ό,τι και ο τσιαμτσίκας, με τον κλασσικό αποδομένο από τον Μητσικώστα διάλογο:

- Πέφτω από τα σύννεφα, Νίκο Τσιαμτσίκα!
- Έτσι όπως τα λες, Νίκο Ευαγγελάτο...

Δεν ξέρω αν θα έπρεπε να καταχωρισθεί, δεδομένου ότι υπάρχουν μόλις τρία διαδικτυακά ευρήματα (όλα στον Πληθυντικό), και τα εις -ακιας εγείρουν ζήτημα ως προς την καταχωρισιμότητά τους, πάντως περιγράφει πολύ υπαρκτό φαινόμενο.

  1. ΟΙ ΠΕΦΤΟΣΥΝΝΕΦΑΚΗΔΕΣ
    Ακούω αυτές τις ηχηρές εκπλήξεις – απορίες στον περίγυρο για την κατάσταση και απορώ. ΄Ολοι πέφτουν από τα σύννεφα για ό,τι πληροφορούνται. Εκπλήσσονται για τη θέση της ελληνικής εκπαίδευσης, για τη Δημόσια Υγεία, για τις φωτιές, για το ξήλωμα του Ζορμπά, για την έλλειψη νερού, (40 φράγματα εμείς έναντι 300 της Αλβανίας), για το σκουπιδαριό, τις ελληνικές χωματερές (όλα τα άλλα κράτη εφαρμόζουν την ανακύκλωση) για το ελλειμματικό ισοζύγιο (όμως εισάγουμε από την Κίνα μέχρι και σκόρδα), για την κατάσταση της οικονομίας (χρωστάμε 242 δισεκατομμύρια όταν ο προϋπολογισμός κλείνει με 80 δις και τα έσοδα του Δημοσίου είναι μόλις 50 δις. (Εδώ).

  2. Τα τερατωδη λογια της λειτουργησαν σαν ερεθισμα που περασε το κατωφλι της μεροληψιας με αλλα λογια. Και γινατε ολοι πεφτοσυννεφακηδες. Παρ\' ολα αυτα δεν λειτουργησε σαν εναυσμα για αναδρομη σε συμπεριφορες του παρελθοντος. (Εδώ).

  3. - Ένα από τα μεγαλύτερα κυκλώματα σωματεμπορίας εξάρθρωσε η Αστυνομία που συνέλαβε 8 άτομα που έφερναν από τη Ρουμανία ανήλικες κοπέλες και τις έβαζαν να δουλεύουν διπλοβάρδιες σε οίκους ανοχής. ''Θέλω από την καθεμία από εσάς χίλια ευρώ την ημέρα'' ήταν η απαίτηση του προαγωγού αλλά και οι μοναδικές ελληνικές λέξεις που με ξύλο και βιασμούς έμαθαν οι ανήλικες Ρουμάνες που έρχονταν στην Ελλάδα να δουν λίγο φως και συνήθισαν στο ημίφως του οίκου ανοχής που ήταν κλειδωμένες.
    - Τι ακριβώς σου έκανε εντύπωση;[...] Όλοι πεφτοσυννεφάκηκες είναι τελικά. (Εδώ).

(από Khan, 16/02/11) Ο πεφτοσυννεφάκιας Φαέθων, έργο του Rubens. (από Khan, 16/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ύβρις προς τον Μαλάκα, ο οποίος τυγχάνει και καραφλός. Είναι που είναι μαλάκας δηλαδή, είναι και σαν ξυρισμένο μουνί (κι ας αρέσει αυτό).

- Τι είπε τώρα το καραφλόμουνο;

Got a better definition? Add it!

Published

Το κατά τους αγγλόφωνους «white lie». Το ψέμα που δε θέλει να πληγώσει τον συνάνθρωπο. Το λέμε για να αποφύγουμε μία ενοχλητική γνωριμία, έναν πέφτουλα βρε αδερφέ.

- Πήρα χαμπάρι δύο μάτια να με καρφώνουν. Διψασμένη! Είπαμε να βρεθούμε την άλλη μέρα αλλά της είπα ημιψέματα για να μην μπλέξω με το ψυχοπαθές!
(ανώνυμο θύμα)

(από manitsa, 11/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φίλη μου που τρώμε μαζί μέχρι σκασμού στα Μακγκούτις πριν να ρίξουμε τα κορμιά μας στην πισίνα κι όποιον πάρει η πλημμυρίδα.

- Πού είσαι φαλενάδα; Σ' ακούω μα δε σε βλέπω.
- Προσπαθώ να πάρω τη στροφή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δημοτομπατσοβανάκι είναι το όχημα της δημοτικής αστυνομίας που έχει μέσα κάτι χασομέρηδες με μπερέδες που τα ξύνουν, ενίοτε σου καρφώνουν και καμιά κλήση.

Πριν λίγη ώρα, μια ομάδα Δελτάδων μαζί με Φασίστες επιτέθηκαν στους μετανάστες έξω από την ΑΣΟΕΕ. Ένα δημοτομπατσοβανάκι σπάστηκε ελαφρώς από τους μετανάστες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified