Further tags

Ταπαιρνίδου (Δις ή Κα): Δεσποινίς ή Κυρία που «τα παίρνει» αδρά για την εκχώρηση οποιασδήποτε «υπηρεσίας» (συνοδείας, παρέας, σχέσης, συμβίωσης, γάμου) προς τον άνδρα. Ο άνδρας αυτός προκειμένου να απολαύσει οποιαδήποτε από αυτές τις υπηρεσίες αναγκάζεται να «τα δώσει» και ως εκ τούτου ονομάζεται «Ταχωνίδης».

Η Δις/Κα Ταπαιρνίδου μπορεί να εμφανιστεί και μόνη ψάχνοντας χορηγό, ενώ ως ζεύγος απαντάται μόνο με τον Κο Ταχωνίδη (ενίοτε το σκέλος Ταχωνίδης είναι κρυφό αν το επίσημο σκέλος του ζεύγους, είναι βλαξ).

-Πήγαμε χθες στο Μέγαρο. Ήταν και η Κυρία Ταπαιρνίδου…
-Η Έρση; Με τον Λέων;
-Ναι ρε, κι ο Ταχωνίδης εκεί, μην λείψει από καμιά φωτογραφία…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη που αποτελείται από τις λέξεις σκεμπές και κοιλιακοί. Παρότι ο σκεμπές είναι ένας, δεν συνηθίζεται να λέμε σκεμπεδιακός, γιατί μάλλον δεν είναι και τόσο εύηχο.

Υπάρχουν βεβαίως βεβαίως και οι μπυροκοιλιακοί ή αλλιώς μπυριακοί, αλλά αυτές οι λέξεις περιορίζονται στον χαρακτηρισμό εμπυρογνωμόνων Μπυρακλίδων μπυροκοιλιάδων.

Αντιθέτως, σκεμπεδιακούς έχουν πολλών λογιών άνθρωποι: βοθροκοίλιδες, σαπιοκοιλιάδες, αρκούδες, liposan, αβοκάντα, μπλαμούτσες, φώκιες, μπουρέκλες, ιπποπόταμοι και λοιπά κινητά χασάπικα που βαριέμαι να κάτσω να κάνω γου ταγκ (γιατί είναι και πολλά, μιας και εδώ έχουμε τιμήσει υπέρ του δέοντος όλους τους συμπαθείς εύχοντρους.

Βέβαια δεν χρειάζεται να είσαι και κρεοπωλείο η αφθονία για να έχεις σκεμπεδιακούς. Μπορεί να έχεις φυσιολογική σωματοδομή, απλά με πιο ενισχυμένη την σκεμπεδιακή χώρα. Κοινώς, αν δεν χτίζεις κοιλιακούς (με την καλή έννοια όμως) ή δεν είσαι καμιά κοκκαλοσακούλα, τότε σίγουρα είσαι ένας από εμάς (;).

Μην ξεχνάμε πως δεν είναι και λίγες οι γυναίκες που υποστηρίζουν πως αν ο άντρας δεν έχει και λίγη κοιλιά δεν λέει… (εκτός και αν αυτό είναι αστικός μύθος που έβγαλαν στην φόρα «χαρούμενα διαμορφωμένοι» άνδρες).

Αντιθέτως με τους παραπάνω χαρακτηρισμούς χρησιμοποιείται πολύ και αυτοσαρκαστικά.

- Καλά, δεν βαρέθηκες κάθε μέρα γυμναστήριο;
- Τι να κάνω ρε; Καλοκαίρι έρχεται, χτίζω κοιλιακούς για την παραλία…
- Γυμναστήρια και μαλακίες… και εγώ που είμαι κάθε μέρα στα κοψίδια μια χαρά κοιλιακούς έχω…
- Τι έχεις είπαμε;
- Εεεεε, νταξ τι κοιλιακοί ,τι σκεμπεδιακοί μωρέ… κλάιν...

(από euripidisk, 10/04/10)(από euripidisk, 10/04/10)Η θεωρία καταρρέει οι χοντροί είναι οι ωραίοι (από euripidisk, 10/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη στρατιωτική slang, η αγγαρεία που σε βάζουν να μαζεύεις τις κάμπιες (την άνοιξη) από τα πεύκα και γενικά από όλο το στρατόπεδο.

Προέρχεται από την «κάμπια» και την αγγλική κατάληξη -ing.

- Τελειώσαμε με το γόπινγκ, κύριε λοχία.
- Ωραία. Τώρα πάτε για κάμπινγκ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιοκομματικός και φανατικός οπαδός του παλαιού ΠΑΣΟΚ.

Γουστάρει Αντρέα Παπανδρέου, Βασούλα, Τσοχατζόπουλοκ' έτσ'. Φοράει και πράσινη γραβάτα άμα λάχει (να 'ουμ').

Ο Δημήτρης είναι πασοκόσαυρος ολκής. Μην τολμήσεις και του θίξεις το μακαρίτη τον Πρόεδρο, σ' έφαγε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βλάχος ο Έλλην που ζει και εργάζεται στην Γερμανία. Έχει πάρει την γερμανική κουλτούρα, και όταν επιστρέφει στην Ελλάδα το παίζει υπερόπτης με το μερσεντόνι του (γερμανικά νούμερα) και το σπίτι στη Γερμανία με δωρικούς ρυθμούς και συνήθως είναι ιδιοκτήτης γκρηκ εστιατορίων με κολώνες και ονομασίες όπως «Άρτεμις», «Αφροδίτη» κτλ κτλ.

Πόλυ λάζο (το ίδιο με βλαχοντόιτς) είναι αυτός!

Δες και λαζογερμανός, λαζοντόιτς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου βρίσκεται στην πρωτοπορία (και) στον ιατρικό τομέα. Διάσημοι Ιάπωνες γιατροί, είναι οι παρακάτω:

  • Δερματολόγος: Γιαφαγούρα
  • Πλαστικός χειρούργος: Γιαφιγούρα
  • Οφθαλμίατρος: Γιαθολούρα
  • Λογοθεραπευτής: Γιαμουρμούρα
  • Διαιτολόγος: Γιαλιγούρα
  • Γαστρεντερολόγος: Γιακαούρα
  • Ουρολόγος: Γιακατούρα
  • Ορθοπεδικός: Γιακαμπούρα

- Ρε πστ μου, οι φακοί μου χρειάζονται διόρθωση! Δεν μπορώ να δώ τον μπούτζο μου και δεν είναι η κοιλιά μου που φταίει.
- Ε, βέβαια, αφού τους φοράς 5 χρόνια! Δεν ξέρεις ότι το μάτι είναι ζωντανό όργανο και αλλάζει με το χρόνο;
- Ξέρεις κανένα καλό γιαθολούρα;

Dr. Hino Takataka gp (από Vrastaman, 06/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ελληνική βερσιόν της λέξης ταρζανέλια.

Θα αποτολμήσω και ετυμολογική προσέγγιση, όλη δικιά μου:

Κουρέμπελα από το κουρ(άδα) (το ποιόν) και (κουνια-)μπέλα (κατάσταση). Δηλαδή κουράδες που κρέμονται και κάνουν κούνια-μπέλα!!! Όπως και ο Ταρζάν στο συνώνυμο λήμμα.

Πώς ακούγεται;

«Θα σου κάψω τα κουρέμπελα.»

Τα κουρέμπελα τα έκαιγαν με αναπτήρα, για να μην πληγώνεται το εργαλείο τους (καθότι ξερά και σκληρά στις κολλημένες τρίχες).

«Άσ' τον αυτόν... του τάχουν κάψει τα κουρέμπελα» (π.χ. για τον παπούστη)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπήχτης, ο γαμιάς, ο γαμίκουλας. Συμφυρμός του γαμώ και του επιβήτορας.

Ώστε είναι τόσο καλός γαμήτορας ο Θόδωρος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεολογισμός που χαρακτηρίζει τον ψηλό, αγέρωχο, γυμνασμένο, άγριο, βορειοευρωπαϊκής κατατομής και ψυχοσύνθεσης άνδρα, που έχει φανερά και κρυφά χαρίσματα, όπως ηγετικές ικανότητες, ανεξάντλητες δυνάμεις κ.ά. Προέρχεται από την καύλα και τον Αλάριχο.

- Σήμερα έσκισα τρεις γκόμενες.
- Ποιος είσαι ρε, ο Καυλάριχος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δείκτης γαμησιμότητας μιας γυναίκας. Η έκφραση βασίζεται στην εϊτάδικη έκφραση high fidelity, εν συντομία Hi-Fi, που αναφερόταν σε στερεοφωνικά, δίσκους κ.τ.λ.

- Πώς σου φάνηκε η Δέσποινα;
- Η κοπέλα έχει / είναι χάι φακαμπίλιτι, δεν το συζητώ!

Βλ. φακάμπλ, fuckable

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified