Further tags

Λεξιπλασία που προκύπτει από το ελληνικό ρήμα «έρπω» και την απαρεμφατική κατάληξη («γερούνδιο») της αγγλικής «-ing».

Υποδηλώνει το mode κίνησης «ένα-με-το-χώμα», όπου το υποκείμενο προχωρά μπρούμυτα έχοντας πλήρη επαφή με το έδαφος.

Συναντάται κατά κόρον στον ένδοξο Ε.Σ.

- Ε, εσείς οι τέσσερεις, φέρτε μου ένα Μάλμπουρο από το Κ.Ψ.Μ. Και που 'στε, να το κρατάτε από μια γωνία ο καθένας να μη σας πέσει.. Τι; Εννοείται με έρπινγκ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λάτρης του αγοραίου έρωτα που επιλέγει διαρκώς να συνουσιάζεται με ιερόδουλες καταγόμενες από χώρες του ανατολικού μπλοκ και δη τη Ρωσία, λόγω της ανικανότητάς του να βρει ερωτική σύντροφο - μια ανικανότητα αντίστοιχη με αυτή του ομώνυμου διεθνή δεξιού μπακ του Ολυμπιακού (Βασίλη Τοροσίδη) να βγάλει μια σέντρα της προκοπής.

Η λέξη αναλύεται ετυμολογικά ως εξής «Το-Ρωσίδι-ης».

-Βρήκε καμιά γκόμενα ο Αργύρης ρε;
-Τι να βρει μωρέ... Ο τύπος είναι Τοροσίδης. Έχει πήξει στην πουτάνα!!!

Τρέχα Βασίλη - Ο Τοροσίδης και η θεία του (από allivegp, 09/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για ένα πολύ χρήσιμο αξεσουάρ. Το φέρουν κατά την διάρκεια της ημέρας όλες οι γυναίκες, ανεξαρτήτως ηλικίας, όχι μόνο για να προστατευθούν από τις βλαβερές ακτίνες του ηλίου, αλλά για να μας εμποδίσουν να ξεχωρίσουμε την φύρα απο το σιτάρι. Κατά Παπαζέκα, μπαζοκρύφτης είναι τα μεγάλα γυαλιά που κρύβουν το πρόσωπο σάπιας γκόμενας.

Ρε συ, ωραίο γκομενάκι αυτό εε;
– Ναι, κάτσε μη βγάλει τον μπαζοκρύφτη και τρομάξουμε.

Τι έχει να πει ο Παπαζέκας;  (από poniroskylo, 01/08/09)

Από το μπάζο και κρύβω.

βλ. και μυγόφτυμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Kάτι ανάμεσα στo «μου ήρθε απορία» και στο «ανατρίχιασα».

Η έκφραση ανήκει στην ιδιόλεκτο της Μαρίας της Όμορφης.

Είναι σαραντάρα η Μαρία η Όμορφη; Αναποριάστηκα! Μήπως ο ασιγματισμόσ είναι παρώ; Αλλά απ' την άλλη, μπορεί οι παρέες της μεγαλομαρίας (μεγαλόχαρης) να είναι δεκαοχτάχρονα τζόβενα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αποκαλείται το συμπαγές σμήγμα, αναμεμειγμένο με ιδρώτα, το οποίο εμφανίζεται γύρω της κωλοτρυπίδας κατά τους καλοκαιρινούς μήνες κατά την διάρκεια του καθισιού.

Ο όρος δεν πρέπει να συγχέεται με την κρούστα. το σμίγμα ιδρώτα και σκατού που εμφανίζεται πάνω στην κωλοτρυπίδα. Η κωλέτζα αντιθέτως εμφανίζεται παραπλεύρως του πεδίου δράσης της κωλοτρυπίδας, στα κωλομάγουλα που επαφίενται.

Λεξιπλασία του Γιώργου Παναγάκου.

- Πω-πω μαλάκα τι βρωμιάρης είναι αυτός.

- Είναι γεμάτος μπίχλα.

- Και ο κώλος του έχει πιάσει κωλέτζα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προπονητής των οπισθίων!

Πήρε έναν προπονητή η Έβερτον, Χοσέ Μουνίνιο μάς βγήκε!

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Ο τύπος που κάνει πάρτι με κάθε ευκαιρία, παρτομανιακός.

  2. Ο τρελός γαμιάς, γαμίκουλας.

-Κάνει πάρτι αύριο ο Μάνος
-Τον βαρέθηκα το Βονα-πάρτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι ευφυείς και πολυμήχανοι κομίστες (δημιουργοί κόμιξ) θέλοντας να δείξουν τα αμύθητα πλούτη των πρωταγωνιστών δημιούργησαν μια νέα μονάδα μέτρησης των χρημάτων , το ’’φανταστικομμύριο’’.

Αυτή η λέξη λοιπόν θέλει να τονίσει την υπερβολή, ότι δηλαδή το ποσό είναι τόσο μεγάλο που δεν μπορεί να μετρηθεί με συμβατικές μονάδες μέτρησης χρημάτων, αλλά και την απουσία ρεαλισμού, αφού δεν υπάρχει τέτοια μονάδα μέτρησης. Παράλληλα τονίζει την πλεονεξία – απληστία των πρωταγωνιστών που, όσα χρήματα και να έχουν, ποτέ δεν είναι αρκετά.

Να τονιστεί ότι στα κόμιξ και γενικότερα σε κωμικά αναγνώσματα ή θεάματα η υπερβολή είναι αυτή που προκαλεί τον γέλωτα.

Κύριοι χαρακτήρες που χρησιμοποιούν την συγκεκριμένη έκφραση είναι ο Σκρούτζ και ο Ρόμπαξ.

Σκρούτζ : Χαχα. Πήγες να μου την φέρεις Ρόμπαξ αλλά την πάτησες. Η Παπιοκόλα που έβαλα στην αγορά μου απέφερε ένα φανταστικομμύριο.
Ρόμπαξ: Σκρουντ! Θα φάω το καπέλο μου!!!

(από sacilag, 07/07/09)(από sacilag, 07/07/09)(από sacilag, 07/07/09)

Βλ. και Μικυμάου, μικιμάου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ των αριστερός + αριστοκράτης.

Περιπαιχτικός χαρακτηρισμός ευπόρου τύπου με αριστερ(-ιστικ)ή ιδεολογική τοποθέτηση.

Το είδος συνήθως προέρχεται από αστική οικογένεια, της οποίας τα συμφέροντα δεν συγκρούονται με την πολιτική του δράση (;). Άλλωστε, αποφεύγει (σαν το διάολο το λιβάνι) το ιστορικό κόμμα της αριστεράς, θεωρώντας τους κοινωνούς του ακαλαίσθητους και μπανάλ. Περί άλλα τυρβάζον, αερικό της πολιτικής ζωής, διαθέτει καλές (αλλά ανώφελες) προθέσεις. Σχετικά όμως με την αξιοπιστία του, δέον να παραβληθεί η ερώτηση του Κωσταντάρα προς τον Γαβριηλίδη στο «Υπάρχει και φιλότιμο», όπου ο πρώτος ως υπουργός, ρητορικώς ζητά από τον δεύτερο επίσης υπουργό, να δεχθεί να τον εγχειρίσει καίτοι δεν είναι χειρουργός, δεδομένου ότι έχει όλη την καλή πρόθεση να το κάνει. Η απάντηση είναι η αναμενόμενη.

Καλός άνθρωπος ...

- Πήγες στο γκάζι στο φεστιβάλ ;
- Πήγα και ξενέρωσα τη ζωή μου. Όλο αλτέρνατιβ και αριστεροκράτες που χαριεντίζονταν ήτανε.

Ο αριστεροκράτης Λουκίνο Βισκόντι (από Hank, 12/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εις τους χαλεπούς καιρούς εις τους οποίους ζούμε, θα ήτο καλό να ενθυμούμεθα την γαλλικήν ίνα εκφραστούμε σλανγκικώς με στυλ και απόψεως! Τουτέστιν, μάλλον βάρβαρες εκφράσεις όπως: εις τα καπάκια, καπάκι, πώμα, φελλός κτλ παρακαλούνται όπως αντικατασταθούν με την λέξιν: καπακουάζ!

Εμπεριέχει την ευχρηστίαν της βάρβαρης λέξης «καπάκι» μετά γαλλικής φινέτσας! Très magnifique, non;

- Καυλαγόρας: «Σπεύδε Σταρχίδαμε! Το λεωφορείο αναχωρεί δι’ Ελευσίναν! Δεν θα προλάβουμε τη τελετή ενάρξεως των Ελευσίνιων Μυστηρίων!»

- Σταρχίδαμος: «Έρχομαι εν τω λόγω! Καπάκι!»

- Καυλαγόρας: «Και αργοπορημένος και βάρβαρος! Καπακουάζ λέγεται ούτη λέξη!»

- Σταρχίδαμος: «Μολών περδέ (μτφ: έλα να μας τα κλάσεις)!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified