Γνωστή και σαν μουνοθύελλα.
- Είχε καθόλου γκομενίτσες στο «La hoja»;
- Μόνο είχε; Σκέτη θεομουνία ήτανε. Όλα τα ποτά πάνω μου τα έχυσα για να κοιτάω.
Γνωστή και σαν μουνοθύελλα.
- Είχε καθόλου γκομενίτσες στο «La hoja»;
- Μόνο είχε; Σκέτη θεομουνία ήτανε. Όλα τα ποτά πάνω μου τα έχυσα για να κοιτάω.
Λέξεις για το συνωστισμό αντρών: αρχιδάλωνο, αρχιδαριό, αρχιδόκαμπος, καψιμί, λοσταρία, πουτσοπανήγυρος, πουτσοσπορά, πουτσοχώραφο, σβερκαρία, τίγκα στο αρχίδι, τσατσάρα, ψωλαρία, ψωλοχώρι.
Λέξεις για το συνωστισμό γυναικών: Αιδοίον πέλαγος, ακατάσχετη μουνορραγία, θεομουνία, μουνόβραση, μουνοθύελλα, μουνοκαλύβα, μουνόλακκος, μουνοπλαγιά, μουνοπλημμύρα, μουνώνας, μπαζοκαταιγίδα, μπουλογιόλι, του μουνιού το πανηγύρι, moon storm.
Got a better definition? Add it!
Αρχαιοπρεπής νεολογισμός ή ζουραρισμός (κατά το κλαυσαυχενίζομαι) που σημαίνει :
κλαψομουνιάζω [δες σχετικό λήμμα].
Φυσικά συνοδεύεται από τα σχετικά παράγωγα όπως:
- κλαυσαιδοιασμός (κλαψομούνιασμα) - κλαυσαιδοιακός (κλαψομούνικος) - κλαυσαιδοιαζόμενος (κλαψομούνης) κλπ.
Συνώνυμα (κατ' αντιστοιχίαν):
- αιδοιοθρηνώ - αιδοιοθρήνος - αιδοιοθρηνητικός - αιδοιοθρηνών
Αντώνυμα (κατ' αντιστοιχίαν):
- πεογράφω (γράφω στο πούτσο μου) ή ορχεοθετώ (στ'αρχίδια μου) - πεογραφία ή ορχεοθέτησις - πεογραφικός ή ορχεοθετικός - πεογράφος ή ορχεοθέτης
-Τον παράτησε η γκόμενα και έχει πέσει στα πατώματα. Όλη μέρα Αντώνη Βαρδή, αφοί Κατσιμίχα και λοιπαί κλαυσαιδοιακαί (αιδοιοθρηνητικαί) δυνάμεις.
-Τι κι αν τον παράτησε, αυτός πεογραφία!
-Την ορχεοθέτησε κανονικά.
Got a better definition? Add it!
Κοινώς, μουνοθύελλα (βλ. ελλ. ορσ). Καμία σχέση με καταιγίδα φεγγαριών ή βροχή από κομήτες κτλ.
-Ρε μαλάκα, είδες τί γινόταν στο party;; Πνίγηκα στο string!!!
-Πώς να μη δω ρε μεγάλε! Σκέτη moon storm...
Λέξεις για το συνωστισμό αντρών: αρχιδάλωνο, αρχιδαριό, αρχιδόκαμπος, καψιμί, λοσταρία, πουτσοπανήγυρος, πουτσοσπορά, πουτσοχώραφο, σβερκαρία, τίγκα στο αρχίδι, τσατσάρα, ψωλαρία, ψωλοχώρι.
Λέξεις για το συνωστισμό γυναικών: Αιδοίον πέλαγος, ακατάσχετη μουνορραγία, θεομουνία, μουνόβραση, μουνοθύελλα, μουνοκαλύβα, μουνόλακκος, μουνοπλαγιά, μουνοπλημμύρα, μουνώνας, μπαζοκαταιγίδα, μπουλογιόλι, του μουνιού το πανηγύρι, moon storm.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Οι γαλλομαθείς αντιλαμβάνονται την πρόταση αυτή ως: «Η Καλυψώ διαβάζει μέσα σε μια μαλακιά φωλιά στις όχθες των υδάτων.»
Διαβάστε το όμως δυνατά και με στόμφο την βουκολική αυτή πρόταση, και θα αποκτήσει εντελώς διαφορετική διάσταση!
(δυνατή ανάγνωση με στόμφο)
Καλή ψωλή dans un (μέσα σε ένα) μουνί au (στο) μπορντέλο...
Got a better definition? Add it!
Αθώα γαλλική φράση, που στη γώσσα μας σημαίνει άλλα ... κόλπα!
« Ο Μπορδελό καλή Ψωλή ντανζ εν Μουνί»
(Στην άκρη του νερού (ακροποταμιά) η Καλυψώ διαβάζει μέσα σε μια μαλακή φωλιά.)
Φράση που τη λέγαμε με στόμφο στη κα Γαλλικού που δεν ήξερε γρί Έλλήνικά... και γινόνταν ο χαμός!
Got a better definition? Add it!
Όταν, λένε, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ο Πρεσβύτερος γύρισε από την Γαλλία, είχε ενθουσιαστεί από την διαμονή του στο Chamonix. Τόσο, που υποσχέθηκε στους Αθηναίους:
- Θα κάνω όλη την Αθήνα Chamonix!
Μόνο που το πρόφερε με την γνωστή και μη εξαιρετέα βαριά σερραϊκή προφορά του, κι οι Αθηναίοι δεν ήξεραν τι ακριβώς εννοούσε ο μεγάλος πολιτικός. Τα επόμενα χρόνια έμελλε να καταλάβουν. Και το έργο του Πρεσβυτέρου, έμελλε να ολοκληρώσει ο ανιψιός Κώστας Καραμανλής ο Νεώτερος, που έκανε όλην την Ελλάδα σα μονή.
Συνώνυμα του Chamonix: σαν μουνί (αθηναϊκή προφορά), Μουνιόθ Καπέλο, Μουνιόθ, μουνί καπέλο κ.ο.κ.
- Έρχεται ο Κωστάκης απ' τις Βρυξέλλες και θα μας ανακοινώσει, λέει, το νέο όραμά του για την Ελλάδα.
- Ωχ, κατάλαβα! Chamonix θα μας κάνει κι αυτός!
- Μπα, με τόσες πυρκαγιές, βλέπεις εσύ κανά δέντρο, για να μοιάζουμε με Chamonix;
Got a better definition? Add it!
Κείνο που μας τρώει, κείνο που μας σώζει.
Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.
Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.
Got a better definition? Add it!