Γυναίκα της οποίας τα θέλγητρα παραπέμπουν στην γνωστή ιέρεια του έρωτα και η οποία διανθίζει την κατά τα άλλα βαρετή αναπαραγωγική διαδικασία με διάφορες τεχνικές, αξεσουάρ και ειδικά εφέ.
Στον δρόμο που χάραξε η Τσιτσιολίνα.
Γυναίκα της οποίας τα θέλγητρα παραπέμπουν στην γνωστή ιέρεια του έρωτα και η οποία διανθίζει την κατά τα άλλα βαρετή αναπαραγωγική διαδικασία με διάφορες τεχνικές, αξεσουάρ και ειδικά εφέ.
Στον δρόμο που χάραξε η Τσιτσιολίνα.
Got a better definition? Add it!
Δεν αναφερόμαστε σε κλασικές κυριούλες αλλά ούτε και σε τσατσάδες ντέλων.
Μαντάμ αποκαλείται χαϊδευτικά από την υποκουλτούρα των ρέιβερ η μεθυλενεδιοξυμεθαμφεταμίνη (MDMA), το κύριο συστατικό του ναρκωτικού ecstasy.
- Την τελευταία φορά που έγραψα για την «μαντάμ», το mdma, μου διαμαρτυρήθηκες οτι η περιγραφή μου γύρω από το πως την ακούς με την ουσία ήταν ξερή και ελλειπής...
(εδώ)
- Οχι ρε αδερφε τι να κλάσει η μορφινη μπροστα στη «Μανταμ»;;; Το κυριο συστατικο του ecstasy ειναι και αμα το βρεις ατοφιο και καθαρο κανεις κατι trip-ακια τρομερα!!!!
(εδώ)
Got a better definition? Add it!
Δεν μιλάμε για την κοακόλα, αλλά για την κοκαΐνη, της οποίας η ομωνυμία (κόκα- Coke) με το γνωστό αναψηστικό οδηγεί στον τοιούτο μπανεύκολο συνθηματικό σλανγκισμό. Λέγεται εξάλλου και αναψυκτικό. Μην ξεχνάμε ότι, όπως παρατηρεί ο John Black, ο κοκάκιας είναι πιο φλωρατζής, έχει λόγω κοινωνικού υποβάθρου και συναφούς παιγνιώδους διάθεσης την ευχέρεια για αστεϊσμούς, αναδεικνυόμενος σε άλλον γιο του κοκακόλα, εξ ου και η κοκαΐνη είναι το ναρκωτικό για το οποίο έχουν δημιουργηθεί οι περισσότεροι σλανγκισμοί. Αντιθέτως, ο πρεζάκιας, αν και έχει δημιουργήσει μια σειρά από συνθηματικές σλανγκιές για την ιέρειά του, είναι συγκριτικά πιο σλανγκιπενής και είναι βασικά μία η λέξη που τριβελίζει το μυαλό του για την αιτία όλων του των δεινών.
Caveat: Aν ακούσετε κάποιον να φωνάζει κοκακόλα καφεδάκι σποράκι ροξάκι παιδιά, δεν είναι κατ' ανάγκη βαποράκι.
Πάσα: Χότζας encore.
Συγγνώμη που θα σε απογοητεύσω φίλε αλλά η Τζούλια των καλιστείων (προτού πλακωθεί στις κόκα κόλες) ήταν σαφώς πιο όμορφη από το σκυλί του πολέμου που πόσταρες.
Και στο λέω εγώ που προσκυνώ τις Τσέχες.
(από δώθε).
Σχετικά: κοκό, κοκορέτσι, κοκόρι, αναψυκτικό
Got a better definition? Add it!
Ως οφείλεται όταν αναφερόμαστε σε έπος, ακολουθεί σεντόνι.
Σημ: εγώ προτιμώ το πιο καλλιτεχνικό Χουλιάδα, εκ του Χούλια η παρθένα -και έτσι το παραθέτω.
Η Χουλιάδα είναι το καινούργιο ανθυποτεράστιο κακ-Ομηρικό έπος, το οποίο το τελευταίο χρονικό διάστημα απασχολεί όλη την ελληνική και όχι μόνο επικράτεια.
η μοντέλα - γλαστρίδα – τραγουδιάρα –τιβιπερσόνα – απόλυτη ελληνίδα σταρ - το πολύ οξυζενέ που έριξα στο κεφάλι μου πότισε και το μυαλό μου (λέμε τώρα) Χούλια Αλεχανδράτου.
Όσοι ομιλούν την ελληνική και όχι μόνο γλώσσα.
Παρότι το έπος αποτελείται από άπειρες ραψωδίες, που η πλήρης καταγραφή τους είναι εντελώς αδύνατη -μιας και κάθε λεπτό που περνάει προστίθεται και κάποια καινούργια- παραθέτω τις πιο επιτυχημένες (σύμφωνα με την έρευνα της Παπαριάς ρισέαρτς):
Συνέντευξη ΣΟΚ της καλλιτέχνιδος στην ελληνίδα Όπρα που της ομολογεί (άκουσον άκουσον) πως όλα έγιναν εν γνώσει της!!!! εδώ
Εντ δε ράψωουντιζ γκόου ον…
Υπάρχουν τρεις βασικές θεωρίες συνωμοσίας που αναφέρουν την Χουλιάδα και όλες έχουν σχέση με την κυκλοφορία του επίμαχου δωδ.
(και πιθανότερη κατ’ εμέ) Πίσω από όλα κρύβονται ανταγωνιστές της «Βασίλισσας της πρωινής ζώνης», που είδαν πως το διαζύγιό της πούλαγε σαν τρελό και ανέβαζε τα νούμερα της στα ύψη (εεεε κάπως έπρεπε να το σταματήσουν αυτό).
ΥΓ: Το παραπάνω αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας, ουδεμία ευθύνη φέρω για τυχόν συμπτώσεις με πραγματικά γεγονότα ή πρόσωπα (μην μας πλακώσουν και στις μηνύσεις)
ΥΓ2: το δωδ με τον υποφαινόμενο να παπαρολογεί το παρόν λήμμα από εβδομάδα στα περίπτερα (εν αγνοία μου βέβαια)
ΥΓ3: προσθήκες νέων ραψωδιών δεκτές με μεγάλη χαρά.
Ασίστ: όλοι οι βιόληδες που μου τα έκαναν τσουρέκια τόσο καιρό στην τιβί
Πλάκα με κάνετε, τι παράδειγμα; Ανοίξτε κανα μεσημεριανάδικο, έχει μπόλικα...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Προέρχεται από τις λέξεις σταφ και «φίλοι». Αναφέρεται στην ομαδική κατανάλωση ναρκωτικών ουσιών, κυρίως χασίς.
Παράγωγα: σταφυλιάζω, σταφύλιασμα, πάτημα σταφυλιών (αναφέρεται στο στρίψιμο τσιγάρου με χασίς)
- Πσιτ,Μάκη, πάμε για... σταφύλι; (κλείσιμο ματιού)
- Έλα ρε φίλεε... Πάτημα σταφυλιών κι έτσι; Το 'ψησα!
Got a better definition? Add it!
Ο τσιγκούνης. Το λήμμα παραπέμπει και σε πιγκουίνο.
Λέγεται έτσι για να γίνει εμφατικό το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό. Βέβαια, το κεχαριτωμένο πτηνό δεν έχει αποδειχθεί, από ηθολογικές μελέτες, ότι αποθηκεύει τρόφιμα (αν και θα έπρεπε, με τις συνθήκες που ζει). Συνεπώς η συσχέτιση έγινε μόνον εξαιτίας ομοήχων στοιχείων των σημαινόντων. (Τσίγκου-Πίγκου).
Got a better definition? Add it!
Είναι το άτομο που είχε πολλούς συντρόφους στην έως τώρα ζωή του, σε σημείο που να μην μπορεί -ή να είναι αδύνατο αντικειμενικά- να τους θυμάται όλους.
Προκύπτει από το υπερσύνθετο ουσιαστικό της λαϊκής λεξιπλασίας
και την τεχνική την οποία πρέπει να ακολουθήσει ο κάθε μαθητής για να έχει επιτυχία στις πανελλήνιες -και άρα και στη μετέπειτα ζωή του (χα).
- Πώς τον λέγαν τον πρώην σου ρε που έβαζε μουσική όταν πήγαινε τουαλέτα για να μην ακούγεται;
- Νικόλα; Όχι ρε, κάτσε, Θύμιο. Α, τον Θύμιο, τι μου θύμισες!
- Καλά, μέχρι αυτού το σημείου έχεις φτάσει; Άκου: όταν στην ιστορία είχα μια δύσκολη πρόταση που έπρεπε να κατανοήσω, αλλά ήταν τόσο σύνθετη και με δύσκολες και πολλές λέξεις και δε μπορούσα, έπαιρνα το αρχικό γράμμα της κάθε λέξης της πρότασης, τα έβαζα όλα μαζί, έβγαινε μια απροσδιόριστη ηχολέξη, αλλά με βοηθούσε στην κατανόηση (σ.σ: απομνημόνευση!!!) γιατί είχα μετά το αρχικό της κάθε λέξης.
- Μπάστα φιλενάδα, αν το κάνω αυτό με τους πρώην θα βγει σκουληκομυρμηγκότρυπα.
- Καλά, κλείσε τώρα. Α, μετά την ορκομωσία μου θα μείνουμε Σόλωνος για έναν καφέ, έτσι;;
- Ώπα το Βικάκι. Καλά ρε, τέτοιο πις, πώς και δεν ακούστηκε ακόμα κάτι για αυτήν;
- Καλά ρε, σωβρακολογείς;; Αυτή βγάζει σκουληκομυρμηγκότρυπα!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο ενοχλητικός τροβαδούρος που συνηθίζει να ζαλίζει μετά μουσικής τα αυτιά των τριγύρω ανυποψίαστων συνανθρώπων του. Συνοδεύοντας τον εαυτό του με κιθάρα (φοριέται σπανιότερα και το ακορντεόν) και τραγουδώντας ακάλεστος ατελείωτα playlists, είναι σκέτος πειρασμός για ένα καλό μπουγέλωμα (αν τραγουδάει και παίζει άσχημα, τόσο το χειρότερο)!
Συχνότατη κατηγορία τρομπαδούρων είναι οι νεαροί με τις ακουστικές κιθάρες που πολλαπλασιάζονται ραγδαία σε περιόδους διακοπών. Τραγουδούν σε πλοία, τρένα, λιμάνια, πεζούλια, σοκάκια και γενικά σε οποιοδήποτε μέρος βρίσκουν κατά τη διάρκεια των διακοπών τους, με απώτερο σκοπό πάντα να βρουν κάποια Σοφία την οποία θα ρίξουν με την τέχνη τους. Άλλη κάστα τρομπαδούρων είναι τα πλανόδια συγκροτήματα ακαθορίστου εθνικότητος που σκάνε αιφνιδιαστικά σε καφετέριες συνήθως και ζητούν μετά μουσικής τον οβολό των πελατών.
Η λέξη προέρχεται από τον γνωστό λεξιπλάστη και αστειάτορα Μάρκο Σεφερλή (βλέπε και πισωγλέντης, σπασοκλαμπάνιας).
(στο στρατιωτικό νοσοκομείο 401, διάλογος μεταξύ φαντάρων)
- Τι έχεις ρε σειρά; Χάλια φαίνεσαι!
- Τι να έχω, γάμησέ τα! Από Λήμνο έρχομαι, βάρεσα υπηρεσία 3-6, μετά έφυγα το μεσημέρι για το λιμάνι φορτωμένος με τα πράγματα, ταξίδευα και 14 ώρες χωρίς καμπίνα με ένα σαπιοκάραβο, προσπαθούσα να κοιμηθώ σε μια ακρούλα που βρήκα στο πάτωμα και είχα και κάτι τρομπαδούρους εκεί που έπαιζαν κιθάρα και με ξυπνούσαν συνέχεια!
- Πώωω, πίπα κώλο εμπλοκή! Ζήτα αναρρωτική!
(από το «Πλαθολόγιο» του Λύο Καλοβυρνά)
«Τρομπαδούρος, ο: τραγουδιστής (κατά φαντασίαν) ασύλληπτα κακόφωνος, παντελώς ατάλαντος και εντελώς ανάξιος, που ωστόσο όλο ακκίζεται, κομπάζει και – χωρίς ίχνος συναίσθησης του πόσο γελοίος είναι – ταλαιπωρεί τους πάντες ασκώντας την «τέχνη» του. Π.χ. «- Ρε συ, δεν αντέχω άλλο! Θα τον κρεμάσω άμα συνεχίσει να γκαρίζει, όπως τον Κακοφωνίξ στον Αστερίξ.», «- Μα για ποιόν μιλάς», «- Γι αυτόν τον άχρηστο, τον τρομπαδούρο!». »
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το μεξικάνικο έδεσμα γουακαμόλε (μεσογειοποιημένη παραλλαγή: αβοκάντο, φουλ σκόρδο, ντομάτα, ελαιόλαδο, αλατοπίπερο, όλα νιανιά), ιδανικό για ντιπ ή για παρέα σε άλλο έδεσμα (πχ. κοτόπουλο) ή για ορεκτικόνε.
Σλανγκιά των ογδόνταζ, εποχή κατά την οποία πρωτοεμφανίστηκε το γουακαμόλι στο ελλάντα. Τότε όμως ακόμα προηγούνταν το σλανγκίζειν της απόλαυσης όποιας νέας γεύσης.
Πέραν της ηχητικής ομοιότητας με τον γαμιόλη ή την κατάληξη - όλι γενικά, η σλανγκιά παρέμεινε σε επίπεδο λειψού λογοπαιγνίου, όχι ιδιαίτερα επιτυχημένου και πάντως μη διαχρονικού. Έτσι λοιπόν εξέλιπε σχεδόν εντελώς τελείως.
Η υποφαινομένη έχει την εντύπωσις ότι το πρωτοέφερε εδώτο μπαρ-εστιατόριο Μετς (μην το ψάξετε, έχει κλείσει προ Κρίσης).
- Είστε έτοιμοι να παραγγείλετε;
- Μάλιστα, φέρτε μας ένα ριζότο με γαρίδες και σαφράν, ένα σουφλέ μελιτζάνας και μία αραβική πίτα με κοτόπουλο και σως γουαγαμιόλι...
- Εεεχμμ, μμμάλιστα...
- ΡΕ ΜΠΑΜΠΑ! Πάψε να λες κάθε φορά την ίδια μαλακία! Πάλι ρεζίλι μας έκανες!
(ο μπαμπάς παρεξηγημένος:)
- Στα χρόνια μου το λέγαμε και γελάγαμε και έτσι μου αρέσει να το λέω.
Got a better definition? Add it!
Όλο σαβουριάζει τον αγλέουρα η κυρα κατίγκω η Φοφώ και έχει κάνει ένα ποπό... σαν πλατεία...
Τώρα κάνει δίαιτα... Κάνει βοδιλάιν.
Τη βλέπεις τη μουντρούχα τη χοντρή, λέει ότι κάνει βοδιλάιν...
Got a better definition? Add it!