Further tags

Στην Ελληνοαμερικανική διάλεκτο το κοράκι αναφέρεται στο νόμισμα των 25 σεντς (quarter = 1/4 τού δολαρίου). Επειδή είναι σχετικά νόμισμα μικρής αξίας, πήρε μορφή στα Ελληνικά ως «κουωρτεράκι» και συντομεύθηκε ως «κοράκι».

Ρε Χρήστο, για δες αν σου περισσεύει κανένα κοράκι να το βάλω στο παρκόμετρο για να μη μας γράψουν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εργάτης του μουνιού.
Λογοπαίγνιο με τον «μιναδόρο», εργάτη ορυχείου.

ιδιο με τον ορισμο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που μιλάει αργά, χωρίς να κουνάει τα χείλια του.

Καλός ο showman, αλλά τόσο αργά που μιλάει, μου κάνει για αργαστρίμυθος.

από το αργά + εγγαστρίμυθος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που καταδεικνύει την αρκετά όμορφη γυναίκα, η οποία στη δεδομένη χρονική περίοδο είναι χωρίς συνοδό, αλλά δεν θέλει κανέναν.

Διαθέτει πολύ τουπέ και ύφος (ύφος χιλίων καρδιναλίων και βάλε).

Γενικά είναι απρόσιτη και υπεράνω (εξ ου και το -ντίβα).

Γύρω της οι άντρες την θαυμάζουν, αυτή όμως τους κοιτά σαν κουνούπια.

Άσε ρε φίλε, δνε παλεύεται με τίποτα σου λέω... είναι σολοντίβα.

από τα solo + diva

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμπόριο μούνων (λογοπαίγνιο με το δουλεμπόριο).

Διάλογος μεταξύ εφήβων:
- Τον είδες ρε, αυτός έχει τόσα μουνιά... για πάρτη του!!
- Σώπα ρε τι κάνει, μουνεμπόριο;
- Όχι ρε μαλάκα, έχει τα μπικικίνια!!

Ο μαχαραγιάς (από GATZMAN, 25/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οπαδός του Βασίλη και όχι του βασιλιά. Και όταν λέμε Βασίλη, εννοούμε τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Μπορεί να γέρασε, να βάφει το μαλλί και να κάνει δάνειο από τους κροτάφους, αλλά, όπως και νά 'χει, κατέχει μια τιμητική θέση στην καρδιά όλων των 30+, είτε είναι, ή υπήρξαν στο παρελθόν τους, ροκάδες, σκυλάδες, κουλτουριάρηδες ή λεσβίες.

Γνωστές ρήσεις βασιλοφρόνων:

  1. Σαν πεθάνω στον τάφο μου,
    μην βάλετε καντήλι,
    βάλτε ένα ραδιόφωνο
    ν' ακούω τον Βασίλη.

  2. Βασίλη / ζούμε / για να σε ακούμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τριτούζα είναι η ελληνική απάντηση στο γαλλικό Ménage à trois.

Πρόκειται για λεξιπλασία του αρχικού τρι-, όπως λέμε τριήρης, τρίαινα, τριγλυκερίδια, τριζόνι, και του γαλλικού του partouze. Αντί λοιπόν να πούμε τρι-παρτούζα ή να γράφουμε ολόκληρη γαλλική νουβέλα (Μαντάμ Μποβαρύ) και να πούμε partouze à trois, λέμε ένα τριτούζα και καθαρίζουμε.

Σε μία τριτούζα τέταρτος δε χωρεί. Έχουμε λοιπόν τις εξής δυνατότητες.

  1. Τρεις γυναίκες κάνουνε λεσβιακό. Αφήστε τη φαντασία σας ελεύθερη.

  2. Ένας άντρας και δύο γυναίκες. Πρόκειται για την απόλυτη φαντασίωση κάθε αρσενικού όντος σ' αυτόν τον πλανήτη. Γιατί να είναι δύο και όχι παραπάνω;... Εδώ χωράει πολύ ψυχανάλυση. Μάλλον οι τρεις απαιτούνε υπεράνθρωπες αντοχές, ενώ οι δύο βολεύονται.

  3. Δύο άντρες και μια γυναίκα. Δεν πρόκειται, επαναλαμβάνω, δεν πρόκειται για την απόλυτη φαντασίωση κάθε θηλυκού όντος σ αυτόν τον πλανήτη, είτε γιατί οι δύο είναι πολλοί, είτε γιατί είναι λίγοι...

  4. Τρεις αδερφές.

- Είσαι για τριτούζα;
- Μέσα. Θα φέρεις τη δικιά σου;
- Εγώ δεν έχω καμία. Εσύ;
- Τι μαλάκας που είσαι;! ...Ούτε εγώ έχω.
- Τότε ας παίξουμε ένα τάβλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενώ το πίξελ ή εικονοστοιχείο (<PICture ELement = στοιχείο εικόνας) είναι ένα «σημείο» μιας εικόνας που εμφανίζεται στην οθόνη ενός υπολογιστικού συστήματος, δηλαδή, για το υπολογιστικό σύστημα, ένα δείγμα πληροφορίας, το πήξελ με ήτα είναι μονάδα μέτρησης του πηξίματος. Εφαρμόζεται σε μούνες και συνήθως μετριέται σε μέγκα-πήξελ ή γκίγκα-πήξελ.

Άσ' τα να πάνε, 5-1 με παίζει, μιλάμε για τρελά γκίγκα-πήξελ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η «Αποστολή» μηνύματος, χεσεμές, μέιλ, κλπ ηλεκτρονικών ντεβίτσιων. Χαριτολογώντας πάντα.

- Και πώς το στέλνω;
- Πατάς Αποστόλη κι έφυγε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φαινόμενο αυτό εμφανίζεται ανάμεσα στους άνδρες, ως επί το πλείστον, χωρίς βέβαια αυτό να αποκλείει και ορισμένες περιπτώσεις γυναικών.

Ως μεγυφτάνα λοιπόν χαρακτηρίζουμε τον τύπο του ανθρώπου που, στην απεγνωσμένη προσπάθεια του να ξεχωρίσει στο πλήθος και να εντυπωσιάσει τους πάντες γύρω του, ντύνεται τόσο εκκεντρικά που κάνει το Μιλάνο να πενθεί και φέρεται τόσο εξεζητημένα που θυμίζει έντονα τον Βασιλιά Ταμτάκο! Χαρακτηριστικά γνωρίσματα είναι τα άπειρα καράτια χρυσού πάνω του, το αυτοκίνητο που θυμίζει έντονα το Enterprise, το Dolce & Banana ντύσιμο, το βλαρχοντικό του στυλ και γενικότερα η πλήρης απώλεια αίσθησης της υπερβολής.

- Το είδες το καινούριο Rolex του Κώστα; Φυσάει!
- Μπα, μου θέλει και Rolex ο μεγυφτάνας;! Φόλεξ είναι, ρε χαζέ, σε λίγο θα βγάλει ουρά και θα σκαρφαλώσει στο δέντρο!

Χαρακτηριστικό παράδειγμα μεγυφτάνα, τώρα και σε οικογενειακή συσκευασία για μεγαλύτερη οικονομία! (από Tsatsaras the Pimp, 09/04/11)το κλασικό βίδεο με το νιπσλίπ της Αννούλας (από johnblack, 09/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified