Further tags

Διαδικασία που ισοδυναμεί με καταδίκη (κατά κάποιο τρόπο).

- Μαμά το παντελόνι μου ξηλώθηκε. Μου το ράβεις μια στιγμή;
- Πω πω βρε παιδί μου, με βάζεις σε μεγάλη καταδικασία...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ παλιά έκφραση της στρατιωτικής αργκό για την μηνιαία φυλακή. Προφ λογοπαίγνιο μεταξύ των μήνας και μιναρές (για την σλανγκική χρήση του οποίου βλ. μιναρές).

Μπαΐλντισε με τον στρατό, το πειθαρχείο, τους μηναρέδες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κακεντρεχές και σεξιστικό λογοπαίγνιο πάνω στον φεμινισμό και την φεμινίστρια.

  1. Πώς βλέπει ο φεμΟΥνισμός τον άντρα

  2. Ο ΦΕΜΟΥΝΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΜΑΣΤΙΓΑ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ

  3. Γυναικα γαρ! Η ατρομητη Αριστεα βεβαια! Τη πεταξες παλι την “ισοτητα” σου! (κυριολεκτω) Θα πιασω καμια βοϊδο@ουτσα φεμουνιστρια μου εσυ!

  4. Τζεηηηηνννν;τι επαθες αποψε καλη μου φεμουνιστρια;

(Από το διαδίκτυο)

Μερικές από τις φεμουνάρες του φεμουνιστικού ακτιβιστικού κινήματος Femen που μας έχει προσφέρει μεγάλες συγκινήσεις. (από Khan, 10/01/13)Femen-ίστριες ονείρωξη! (από Khan, 10/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που τους γράφει όλους στα παλαιότερα των υποδημάτων του. Αδιαφορεί ό,τι και να κάνεις, οπότε τζάμπα το κουράζεις.

- Μα πήγαινε ξυρίσου παιδάκι μου, πώς θα πας έτσι στον γάμο της ξαδέρφης σου; ΡΕΖΙΛΙ ΘΑ ΜΑΣ ΚΑΝΕΙΣ ΣΤΟ ΣΟΙ!!!
- Μπαχαχαχαχ καλά μαμά, νομίζεις πως σε ακούει τώρα; Δεν ξέρεις τι γραφιά γιο έχεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κακός χαρακτηρισμός για την «Αυριανή», εφημερίδα την οποία ο Μάνος Χατζιδάκις θεωρούσε χειρότερη κι από το AIDS. Η πατρότητα του λογοπαίγνιου στο όνομα του εκδότη Κουρή αποδίδεται στην γηραιά παρθενοπουτάνα «Εστία», η οποία ωστόσο λόγω μυξοπρεπισμού περιοριζόταν στο κουριάς.

Όπως επισημαίνει ο deinosavros, παίζει και «η ευρηματικότατη λέξη Κουράδιο, ο ραδιοφωνικός σταθμός της Αυριανής στα 80ζ (δια χειρός Γιάννη Ιωάννου στον Τρίτο Δρόμο)».

  1. Δεν θέλω συμπαράσταση από την φυλλάδα του Κουρή (Αυριανή ή Κουριάδα), που είναι ότι πιο συμπυκνωμένο κίτρινο κυκλοφορεί στα περίπτερα.

  2. σήμερα είχαμε τη γνωστή «Κουριάδα» και τις απειλές του, 'οτι...
    ...για δέκα ανεγκέφαλους θα κλείσει το Alter, πάμε και θα τα δούμε ένα ένα...

  3. Αντε να κλείσει να δικαιωθεί έστω και σήμερα ο Χατζιδάκις που καλούσε από το στάδιο να κλείσει η κουριάδα.

(Από το διαδίκτυο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος «πουστοπολίτης» είναι συγγενής και συχνά μπερδεύεται με τον όρος κοσμοπολίτης. Υπάρχει, όμως, διαφορά. Κοσμοπολίτης είναι γενικά αυτός που ταξιδεύει πολύ, ζει στην χλιδή και στην πολυτέλεια κλπ κλπ.

Πουστοπολίτης, όμως, είναι μια εξειδικευμένη κατηγορία κοσμοπολίτη. Είναι αυτός που απολαμβάνει όλα τα παραπάνω με κόστος... τον πάτο του. Μπορεί, επίσης, να χαρακτηριστεί πουστοπολίτης ο «κοσμοπολίτης ο τσιμπουκωτός».

- Κοσμοπολίτης ο γείτονάς σου. Με τα σέα του, τα μέα του, την αμαξάρα του και όλο καλός κόσμος σπίτι του και όλο σε ταξίδια.
- Άσε ρε, πελάτες είναι και τον έχουν τρελάνει στο τσιμπούκι. Καλύτερα εδώ ταράτσα παρά πουστοπολίτης, μακρυά απ' τον κώλο σου, σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η γυναίκα που το παίζει γκομενάρα χωρίς όμως να είναι. Επίσης, συναντάται και στο θηλυκό: η φαινομούνα.

- Ρε μαλάκα κοίτα αυτή εκεί! Ποια νομίζει ότι είναι;
- Έλα μωρέ με το φαινόμουνο... Το παίζει γκομενάρα ενώ δε βλέπεται!

(από HardcoreGR, 29/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποδηλώνει τον τόπο καταγωγής μίας πολύ βήτα γκόμενας. Προέρχεται από παράφραση του Ρίο Ντε Τζανέιρο, όπου τη θέση του Ντε Τζανέιρο παίρνει, τιμής ένεκεν, το Μπουρνάζι με την αντίστοιχη κατάληξη.

Α: - Πού πάει έτσι η γκόμενα ρε ψηλέ;
Β: - Έσκασε με charter από Ρίο Μπουρναζέιρο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλληγορική και σουρεάλ έκφραση-επιφώνημα που χρησιμοποιείται από τον μαίτρ του street theatre Κώστα Τσέκο. Η προέλευσή της μέχρι τώρα παραμένει απροσδιόριστη.

Κύριε Μαλακίου, Κύριε Μαλακίου! Τσίου-τσίου!

(από george@, 20/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναγραμματισμένος ο όρος μουνάκι μεταξύ ανδρών με την φιλική έννοια του μπαγασάκου. Μουνάικ είναι ο μπαγασάκος που κατάφερε να «καρφώσει» το πιπίνι, αλλά φόραγε νάικ και όχι στράικ (φοράει στράικ και καρφώνει, που λέγαμε οι παλιάνθρωποι παλιά).

Προήλθε από αναγραμματισμό κατά το τσάτ με το φίλο Zakk Κάλαντα.

Zakk: μουνάικ, και μου το έπαιζες ερωτευμένος και δεν κοιτάω άλλη, αλλά το κάρφωσες το μινιόν εχτές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified