Further tags

Old -time classic ατάκα που δηλώνει την ενδοπαλάμια πεοπαλινδρόμηση (βλέπε και τη χήρα με τα πέντε ορφανά).

- Ναι, αγόρι μου, ναι... Δε φτάνει που σ' έχει βάλει στην κιλότα της, δεν πηδάς κιόλας. Έχεις πάθει τενοντίτιδα να κάνεις Μαριγούλα Μαριγώ!!!

Βλ. και Μαρία, η χήρα με τα πέντε ορφανά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνικό επιφώνημα θαυμασμού, συνήθως για την εμφάνιση μίας γυναίκας.

Για να πετύχει πρέπει πρώτα το επιφώνημα να αρχίσει με ένα μακρόσυρτο «Πσσσσσσς» (όπως λέμε «Πσσσσς σκίζεις»), και μετά να ακολουθεί ένα «Ω-λα-λααά» όπως λέμε «Ω λαλααά, τη γκόμενα είσαι εσύ!!»

  1. - Σου αρέσει αυτό το φόρεμα;;
    - Πσσσσσς ω-λαλααά είναι πολύ ωραίο!

  2. - Πως σου φαίνομαι για απόψε;
    - Πσσσσσς ω-λαλααά φοβερή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίδες δε γνωρίζω αν έχει ξαναμπεί κάπως παρόμοια το θέμα. Σε μια πρόχειρη αναζήτηση δε μου βγήκε κάτι σχετικό. Λοιπόν, πάω στο θέμα κι άμα έχει ξαναμπεί με ειδοποιάτε.

Οι τραβηχτικές, λοιπόν, είναι ένα μυστήριος όρος τής Οικονομικής Επιστήμης. Παρουσιάζει το εξής παράδοξο δε: αντίθετα με όλα τα σχετικά τής Οικονομίας, που είναι πανεύκολα στη θεωρία, αλλά παπάρια στην πράξη, οι τραβηχτικές είναι πολύ δύσκολες στη θεωρητική εξήγηση, αλλά πανεύκολες στην πράξη. Τι εννοεί τώρα ο ποιητής; Λοιπόν, ως τραβηχτικές εννοούμε τα, με διάφορους τρόπους, ποσά που ρουφάνε από τα διάφορα αρσενικά τα πάσης φύσεως θηλυκά.

Φυσικά υπάρχουν κι οι τραβηχτικές των παιδιών από τούς γονείς τους, αλλά αυτές εμπίπτουν σε άλλη κατηγορία. Τα ανά τις εποχές ευκατάστατα αρσενικά αποτελούσαν κι αποτελούν μόνιμο στόχο για κάθε θηλυκό που σέβεται τον εαυτό του και πιστεύει ακράδαντα ότι το μοναδικό μουνί που υπάρχει και αξίζει στον κόσμο όλο είναι το δικό του.

Πολύ πρόσφατα κάποια... χμ...χμ... γκεχ-γκεχ... «κυρία« Τζούλια (γνωστότατη τοις πάσι, θεωρώ) έκανε την εξής συνταρακτικότατη δήλωση: «Δεν κάνω βίζιτες, επειδή δεν υπάρχει στον κόσμο άντρας που θα πληρώσει τόσο πολλά λεφτά προκειμένου να με έχει».
Μάλιστα, κι ας πάμε παρακάτω.

Εδώ στο παρακάτω είναι και το όλο θέμα. Άμα το θηλυκό αρχίσει τις τραβηχτικές του δεν έχει τελειωμό, όλο στο φέρε-φέρε και δώσε-δώσε θα είναι. Κάποιοι τής Ψυχολογίας το λένε αυτό «γυναικεία απληστία», όμως αυτά είναι θεωρίες τής επιστήμης.

Πιστεύοντας ακράδαντα ότι μέχρι και οι πέτρες κατάλαβαν το θέμα, προχωρώ πάραυτα στα παραδείγματα, μην και τυχόν ξέφυγε κάτι.

  1. - Τζουτζούκο μου πάλι τέλειωσαν τα λεφτά που μου έδωσες, λίγα ήταν.
    - Βρε Καιτούλα, την τελευταία φορά σού έδωσα αρκετά για να χτίσεις σπίτι, τι τα κάνεις τα λεφτά βρε αγάπη μου;
    - Γλυκούλη μου είσαι πολύ πίσω, κάθε μέρα οι τιμές ανεβαίνουν.
    πώς νομίζεις τα καταφέρνω κι εγώ; Πολύ στενά ζω, το ξέρεις.
    - Καλά γλυκιά μου, πάρε τώρα αυτά κι άμα τελειώσουν πες μου.
    - Είσαι ένας άγγελος τζουτζούκο μου.

  2. - Ζιζή μου, σού άνοιξα λογαριασμό στην τράπεζα για να έχεις να παίρνεις όποτε έχεις ανάγκη, αλλά κάθε τόσο με ειδοποιούν ότι ο λογαριασμός σου είναι μείον, τι γίνεται βρε καρδούλα μου;
    - Τι θες να γίνεται Ζαχαρία μου; Βάζεις πολύ λίγα και τελειώνουν γρήγορα, γυναίκα είμαι κι εγώ, τι θες να κάνω; Έχω ανάγκες.
    Αν δε με θες πες μου να φύγω απ' τη ζωή σου και να πάω να κλειστώ σε μοναστήρι.
    - Όχι βρε Ζιζίκα μου, δεν είπα αυτό, σε αγαπώ πολύ και σε θέλω αλλά κι εσύ βρε λατρεία μου κάνε και λίγο κράτει.
    - Τι εννοείς Ζαχαρία; Να πάω τώρα αμέσως στο μοναστήρι;
    - Αμάν βρε αγάπη μου, τι είσαι εσύ; Λέω μονάχα να μην παίρνεις μαζί σου τον ταμία κι όλο το χρηματοκιβώτιο κάθε φορά που πας στην τράπεζα.

(εδώ πέφτει ο μπερντές)

(από Stravon, 09/06/10)Πολιτικής εγχειρίδιον!!! (από Stravon, 09/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λολοπαίγνιο μιας κομιλφό φράσης που αυτολεξεί μεταφράζεται σε ενασχόληση με παράνομες ουσίες.

Συγκεκριμένα, χρησιμοποιούμε την έκφραση «δουλειές με φούντες» στην καθωσπρέπει εκδοχή της για να αναφερθούμε σε επιχειρήσεις (δουλειές) μεγάλου βεληνεκούς και κερδοφόρες.

Το Μείζον Ελληνικό Λεξικό (Τεγό - Φυτρά) ερμηνεύει ως «φούντα» δέσμη από κλωστές ισομεγέθεις, ελεύθερες στο ένα άκρο, ή θύσανο.

Όμως, ο όρος «φούντα» (ή νταφού) αναφέρεται και για τον ανθοφόρο θύσανο της κάνναβης (χασίς, ποτ, χόρτο, μπάφος, μαύρο, αλβανός, στριφτό, γεμιστό, γάρο, ρο ή απλά «ο».)

Στο Βυζάντιο όμως, φούνδα ή κοιλιόδεσμος ή πουγγίον λεγόταν το σακίδιο με τα χρήματα που έζωναν στη μέση τους οι Βυζαντινοί.

Η ρίζα της λέξης είναι λατινική από το fundo, που σημαίνει κυριολεκτικά βυθίζω (το καράβι ή η επιχείρηση «πήγε φούντο» λέμε σήμερα). Θυμηθείτε το Αγγλικό fund, το Γαλλικό fonds, το Ιταλικό fondo.

Μεταφορικά, fundo σημαίνει: θεμελιώνω, καθιερώνω, παγιώνω, πακτώνω και τελικά συνάπτω σύμβαση. Αυτό γιατί κατά την σύναψη μιας σύμβασης οι Ρωμαίοι συμβαλλόμενοι βύθιζαν τα ραβδιά τους στο έδαφος για να στερεώσουν συμβολικά την συμφωνία (pactun, βυζαν, πάκτον) βλ. Κ. ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΥ ΠΡΟΧΕΙΡΟΝ ΝΟΜΩΝ ή ΕΞΑΒΙΒΛΟΣ σελ. 411 και ΜΕΛ σ. 853 βλ . και την νομική ρήση «pacta sunt servanda» = τα συμφωνημένα είναι τηρητέα, πρέπει να τηρούνται. Ακόμα και τώρα λέμε «τα μιλημένα και τιμημένα» (τιμώ=τηρώ).

(μεταξύ παλαιού και νέου συγκρατουμένων)

Παλιός (με μόρτικη προφορά): - Και γιατί σε κλείσανε ελόγου σου στην ψειρού, περικαλώ;
Νέος: - Επειδή έκανα δουλειές με φούντες. Κι εσένα;
*Π*: - Εμένανε επειδή έβγαζα χοντρά λεφτά. Περίπου 2 χιλιοστά πιο χοντρά.

Δουλειές με φούντες (από Stravon, 12/06/10)Κι άλλες δουλείες με φούντες (από Stravon, 12/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ίσως γνωστό από τη γνωστή λαϊκή ρήση: «Το κοκαλάκι της νυχτερίδας».

Χρησιμοποιείται για να χαρακτηριστεί κάποιο κωλαράκι κάποιας θηλυκής ύπαρξης, εννοώντας ότι αυτό το κωλαράκι είναι πολύ μικρό.

Μερικοί το χρησιμοποιούν αρνητικά με απώτερο σκοπό να χλευάσουν έναν κώλο, ενίοτε το χρησιμοποιούν για να υποδηλώσουν τα προτερήματα ενός κώλου... Αυτό βέβαια εξαρτάται από τα γούστα του καθενός και οι απόψεις διίστανται.

- Πωωωω, μαλάκα Κώστα, κόζαρε το κωλαράκι στα δεξιά σου! Πεταχτό και τσαχπίνικο!
- Ποιο ρε; Καλά ρε μαλάκα απ' όλους τους κώλους εδώ μέσα το κωλαράκι της νυχτερίδας βρήκες να σταμπάρεις; Μίας χούφτας κώλος είναι όλος κι όλος!
- Για σένα που είσαι 2 μέτρα και με χέρια σαν κουπιά μπορεί να είναι ρε φίλε, αλλά εμένα μ' αρέσει!

Στο 0:11 (από allivegp, 13/06/10)(από Khan, 03/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο στα πλαίσια της επαγγελματικής (και όχι μόνο) σλανγκ, αναφορικά με το διαβόητο «Σχέδιο Καλλικράτης», το οποίο πλέον αποτελεί και Νόμο του Κράτους (Ν. 3852/2010, όχι παίζουμε).

Ωσεκτουτού, χρησιμοποιείται για να αποδώσει την αρνητική ενέργεια που εκπέμπεται από αυτό, πέρα από τον ευφημισμό του ορίτζιναλ ονόματος, κυρίως σε κύκλους αποτελούμενους από άμεσα εμπλεκόμενους εργαζόμενους, οι οποίοι, με μαθηματική ακρίβεια, θα κληθούν να υποστούν τις δυσάρεστες συνέπειες που θα προκύψουν (αναγκαστικές μετατάξεις, αβεβαιότητα, απολύσεις συμβασιούχων... το καυλί, ντε).

Εναλλακτικά και αρκετά πιο γενικά, το παρόν λέγεται και σε περιπτώσεις συνεχόμενης λήψης χυλόπιτας, όπου το απηυδισμένο αρσενικό τα παρατάει και αναγκαστικά καταφεύγει στο Σχέδιο Β, στην αυτοϊκανοποίηση με λίγα λόγια, για την αποφυγή περαιτέρω ψυχολογικής και βιολογικής ζημιάς (καυλικράτης όνομα και πράγμα δηλαδή).

  1. - Έαε, πώς πάει;
    - Πώς να πάει... λήγει η σύμβαση και τώρα με τον Καυλικράτη, δε μας βλέπω καλά...
    - Και τι σκας; Σ.Π.Ε. και ξερό ψωμί...

  2. - Έαε, πώς πάει;
    - Πώς να πάει... έφαγα τρεις χυλόπιτες μέσα σε μια μέρα...
    - Και τι σκας; Βάλε σε εφαρμογή το Σχέδιο Καυλικράτης να στανιάρεις και άμα 'ναι να 'ρθει θε να 'ρθεί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γνωστό σε όλους σάντουιτς, μετά από ξενύχτι και ξίδια, όταν δεν μπορεί κανείς να αρθρώσει λέξη.

Πα να φάμε κάνα σαν ντουί; Πείνασα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο πρεζάκιας που έχει μουστάκι και ντύνεται στα μαύρα γιατί παραπέμπει σε πέτσακα.

- Είδες την Ρούλα που τα έφτιαξε με τον Νίκο τον κρητικό; Μάλλον θα ξεκόψει τώρα..
- Μπα, δε νομίζω... πρέζακα θα τον κάνει και αυτόν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα «σιγαρέττα Παπαστράτος» στην νοσταλγική πρωτο-ποδανική διάλεκτο της πιτσιρικαρίας των εβδομήνταζ.

Περισσότερα παραδείγματα:

- Tὶ καλά νά φέρω, νεαρέ;
- Μία μερῖδα ψητόπουλο κοτό μέ πατατητές τιγᾶνες.
- Καὶ τὶ θὰ πιῆς;
- Μιὰ παγωμένη φῦρα Mπίξ.
(σκηνή σε μαγέρικο, circa 1973)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην καθομιλουμένη, σημαίνει ότι ψάχνομαι για καταστάσεις αι οποίαι θα με δυσκολέψουν, θα τις φάω και γενικά οδηγεί σε νταλαιπώργια.

Στην σλανγκ εκδοχή σημαίνει ότι πεινάω και ψάχνω το καλύτερο (θεωρητικά πάντα, γατί μπορεί να πέσουμε και σε γατόγυρο) γυράδικο, να κατευνάσω τη λίμα μου με κανά γυρόνι

ασίστ: το γυράδικο

- Κάνει πείνα, ή εγώ πεινάω;
- Κάνει πείνα! Είσαι για κανά πιτόγυρο;
- Πάμε γυρεύοντας;
- Τώρα αυτό για σλανγκ το είπες;
- Ουιτ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified