Further tags

Το ελάχιστο, στα όρια του εξευτελιστικού, φιλοδώρημα.

Συζήτηση μεταξύ υπαλλήλων σε ταβέρνα.
- Άφησε τίποτα η παρέα στη γωνία;
- Μπα. Χαμερτίπς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιά για να περιγραφεί η απίστευτη μπόχα όσων μπίχλερμαν (εξαιρούνται πάντα οι κυριες) δεν ασχολούνται με την σωματική τους υγιεινή. Φονικός αρωματικός συνδιασμός που περιλαμβάνει σκατίλα και ουρδεσάνς.

Χρησιμοποιείται ενίοτε και μεταφορικά για να χαρακτηρίσει άτομα (συμπεριλαμβάνονται και οι κυρίες) που δρούν χωρίς ηθικούς ή αξιακούς φραγμούς.

  1. Α! τον πούστη πως βρωμάει και ζέχνει... μας ξεπάτωσε, αρμάνι χαρμάνι δικέ μου!
  2. Παπαπαπα...πολύ βρώμα η προϊσταμένη, αρμάνι χαρμάνι σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published

Όταν παντρεύονται δύο μηχανικοί Η/Υ.

Προέρχεται από την συνένωση των "web" και "wedding".

Τον Μάιο θα πάω στο webbing του Πάνου και της Νίκης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος σκάει κάπου φορώντας άκυρους συνδιασμούς ρούχων όπως παντελόνι φόρμας με κυριλέ πουλόβερ οι οποίοι παραπέμπουν σε τροφίμους ιδρυμάτων.

Κόιτα αυτό το μπετόβλακα τι φοράει, λες και τό'σκασε απο το ίδρυμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

γαμάω τους περίεργους

"Πληρωμένη" απάντηση στην ερώτηση "τι κάνεις;" ή "τι δουλειά κάνεις;"
Λέγεται συνήθως:
1. Όταν ο άλλος έχει καταντήσει τσιμπούρι με τις ενοχλητικές και αδιάκριτες ερωτήσεις του και θέλουμε να τον ξεφορτωθούμε με όχι και πολύ... ευγενικό τρόπο.
2. Χάριν αστεϊσμού μεταξύ κολλητών.

- Και δε μου λες, εσύ από πού τα ξέρεις όλ' αυτά και ανακατεύεσαι; Τι δουλειά κάνεις;
- Γαμάω τους περίεργους!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οποιοδήποτε υλικό αγαθό αποκτά μια γυναίκα με την χρήση των φυσικών της χαρισμάτων, ιδιαίτερα δε όταν το καταφέρει ξελογιάζοντας κανέναν φραγκάτο γερομπισμπίκη.

- Φίλε είδες αμαξάρα η Μαρία η βυζού;
- Ναι είδα, της αγόρασε το χούφταλο που τραβιέται, είναι αιδοιοκτησία της.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φανταστική χώρα διαθέτουσα πύλες που οδηγούν σε άλλες διαστάσεις του χωροχρόνου. Την επισκέπτονται όσοι διαβάζουν αποκαλυπτικά - η κάμερα σε μένα - βιβλία, σε συνδυασμό με τη χρήση ευφορικών ουσιών. Κείται δε παραπλεύρως του Νταγκλαντές.

Λογοπαίγνιο με τη ντάγκλα και την έρημο Τάκλα Μακάν με την περίφημη Λευκή Πυραμίδα, για την οποία τόσο ψάξιμο έχει πέσει και τόσα ευφάνταστα έχουν γραφτεί, για ν' αποδειχτεί τελικά ότι πρόκειται για τον πολύ γνωστό αρχαιολογικό χώρο της Κίνας, το Μαυσωλείο Maoling!

-Μαλάκα είδα μια μεγάλη πυραμίδα και μόλις μπήκα μέσα...
-Τι είχες πιεί;
-Ρε τίποτα σου λέω, σπαθί.
-Νταξ' δεν έιναι τίποτα, είχα πάει κι εγώ.
-Σοβαρά ρε μαλάκα; Πού;
-Στο νταγκλαμακάν!

Όπως οι προσκυνητές των Αγίων Τόπων αποκτούν το πρόθεμα Χατζη- στο επώνυμό τους (π.χ. Χαζηγεωργίου, Χατζηδημητρίου, Χατζηπαπάρας κλπ.), έτσι και οι επισκέπτες του νταγκλαμακάν αποκτούν το ενδιάμεσο όνομα (βελανιδοφαγιστί middle name) Ντάγκλας οι άνδρες (π.χ. Ευφρόσυνος Ντάγκλας Ρουφαλάκης) ή Ντάγκλα οι γυναίκες (π.χ. Ουρανία Ντάγκλα Φευγατίδου).

Σ.Σ. Αγνοώ αν ο Αλεξάντερ Ντάγκλας Χιούμ, παλαιός βρετανός πολιτικός, ο οποίος διετέλεσε πρωθυπουργός περί τα μέσα της δεκαετίας του'60, υπήρξεν επισκέπτης του νταγκλαμακάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαιγνιώδες τρίπτυχο (του τύπου η σάρα, η μάρα και το κακό συναπάντημα, η μούχλα, η ρούχλα και η ζαρούχλα) ντεμέκ ονομασία-προμετωπίς φανταστικής εταιρείας, καταστήματος κλπ. με σαφείς (σαφέστερες δε γίνεται) σεξουαλικές αναφορές. Το έλεγε φίλος μου τη δεκαετία του '80 αναφερόμενος σε καταστάσεις καραπουτσαριό.

Μιλάμε για σοβαρό μαγαζί: Παυλής, Καυλής και Σάμψωλης!

Σχετική, αλλά με το σεξουαλικό υπονοούμενο να κρύβεται επιμελώς κάτω από "υπαρκτά" ονόματα η προμετωπίς του "κινητού" καταστήματος των ηρώων της ταινίας "Οι δοσατζήδες":

Πασπάτης-Καλαφάτης και Σία

Και ο μέν Πασπάτης απλώς πασπατεύει, ο Καλαφάτης όμως καλαφατίζει μεταφορικώς (όπως λέει το σχετικό λήμμα) αλλά και κυριολεκτικώς: βουλώνει τρύπες και χαραμάδες (του σκάφους) με το "καλαφατικό", ένα επίμηκες κυλινδρικό εργαλείο (περισσότερα στο υπό κατασκευήν λήμμα για το γλωσσάρι του καρνάγιου).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

φιλοσοφικότα, (η)

Η φοιτήτρια, ή η απόφοιτος της φιλοσοφικής. Δεν είναι υποτιμητικό, ή βρισιά.

  1. -μαλάκα μου συνεχίζεις ακάθεκτη!!
    -παντα. δεν ωρροδω προ ουδενος!
    -με ποιους κάνεις παρέα ρε κωλόπαιδο τελευταία; Τι λέξεις είναι αυτές; Δεν ντρέπεσαι λιγάκι;
    -once a φιλοσοφικοτα, always a φιλοσοφικοτα :Ρ
    -Δεν πειράζει. Σ'αγαπάμε και έτσι, να ξες. ΕΔΩ

  2. -Και ολοκληρωματα... (ελπιζω να το εκτιμησουν οι θετικαριοι)
    -λολ, το εκτιμουν κι οι φιλοσοφικοτες που συμπαθουν τα μαθηματικα παντως :Ρ (εδώ)

  3. -πες τους ρε έντυυυυυ. με βρηκαν φιλοσοφικοτα κ με δουλευουν
    -φιλοσοφικότα είναι η ψαγμένη κότα σαν να λέμε; :Ρ (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αναφερόμεθα στο γνωστό άθλημα με την μπάλα και τις κορίνες, αλλά στην ακούσια ή εκούσια παραφθορά του bullying (το μπουλίζειν) σε bowling που εσχάτως φοριέται τα μάλα.

Μερικά μαργαριταρένια τε και λολαδερά παραδείγματα...

- Ασχέτως με το αν είναι κάποιοι θύματα μπόουλινγκ θαρρώ πως σεξουαλικά έχει πέσει πολύ ανωμαλία (φόρουμ για την ενδοσχολική βία, εδώ)

- Τα γαϊδούρια να μάθουν να μην στέλνουν τα χαρτιά πίσω και να απαξιώνουν έναν εκλεγμένο βουλευτή και υπουργό εθνικής οικονομίας, τον κ. Βαρουφάκη. Να μην του κάνουν μπόουλινγκ (Ζιάννης Μισελογιαννάτσης, εδώ)

Έτερο  στράικ Μισελογιαννάτση Το τελευταίο υπουργικό τουί του Δ. Καμμένου

- Έχω πέσει κι εγώ θύμα μποουλινγκ λέει ο άλλος. Τι, έφαγε καμια κορίνα στο κεφάλι; (εδώ)

Και για όσους δεν κατάλαβαν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified