Εμπόριο μούνων (λογοπαίγνιο με το δουλεμπόριο).
Διάλογος μεταξύ εφήβων:
- Τον είδες ρε, αυτός έχει τόσα μουνιά... για πάρτη του!!
- Σώπα ρε τι κάνει, μουνεμπόριο;
- Όχι ρε μαλάκα, έχει τα μπικικίνια!!
Εμπόριο μούνων (λογοπαίγνιο με το δουλεμπόριο).
Διάλογος μεταξύ εφήβων:
- Τον είδες ρε, αυτός έχει τόσα μουνιά... για πάρτη του!!
- Σώπα ρε τι κάνει, μουνεμπόριο;
- Όχι ρε μαλάκα, έχει τα μπικικίνια!!
Got a better definition? Add it!
Έκφραση που καταδεικνύει την αρκετά όμορφη γυναίκα, η οποία στη δεδομένη χρονική περίοδο είναι χωρίς συνοδό, αλλά δεν θέλει κανέναν.
Διαθέτει πολύ τουπέ και ύφος (ύφος χιλίων καρδιναλίων και βάλε).
Γενικά είναι απρόσιτη και υπεράνω (εξ ου και το -ντίβα).
Γύρω της οι άντρες την θαυμάζουν, αυτή όμως τους κοιτά σαν κουνούπια.
Άσε ρε φίλε, δνε παλεύεται με τίποτα σου λέω... είναι σολοντίβα.
από τα solo + diva
Got a better definition? Add it!
Αυτός που μιλάει αργά, χωρίς να κουνάει τα χείλια του.
Καλός ο showman, αλλά τόσο αργά που μιλάει, μου κάνει για αργαστρίμυθος.
από το αργά + εγγαστρίμυθος.
Got a better definition? Add it!
Ο εργάτης του μουνιού.
Λογοπαίγνιο με τον «μιναδόρο», εργάτη ορυχείου.
ιδιο με τον ορισμο
Got a better definition? Add it!
Στην Ελληνοαμερικανική διάλεκτο το κοράκι αναφέρεται στο νόμισμα των 25 σεντς (quarter = 1/4 τού δολαρίου). Επειδή είναι σχετικά νόμισμα μικρής αξίας, πήρε μορφή στα Ελληνικά ως «κουωρτεράκι» και συντομεύθηκε ως «κοράκι».
Ρε Χρήστο, για δες αν σου περισσεύει κανένα κοράκι να το βάλω στο παρκόμετρο για να μη μας γράψουν.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έχει περάσει η ώρα, είναι αργά και κάτι παραπάνω...
[i]- Παλικάρι μου τι ώρα γύρισες χθες το βράδυ;
- Αργάμισι![/i]
Συνηθισμένη έκφραση, ευφυολόγημα από τα νιάτα και όχι μόνο.
Καλά ρε, τι περιμένουμε, ο Κωστής, το βλέπω να 'ρχεται αργάμισι!
βλ. και σλανγκιές διαφημιστών
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Απολιθώματα ανθρώπων, νοσταλγών ανώμαλων καταστάσεων του παρελθόντος, φορείς ξεθωριασμένων, επικίνδυνων, βρυκολακιασμένων ιδεολογιών, θιασώτες ολοκληρωτικών καθεστώτων που έχουν προ πολλού εκπέσει.
Τα πιο διαδεδομένα σταγονίδια στον ελληνικό χώρο, είναι τα αυτά της χούντας. Άλλα που συναντούμε (ευτυχώς πιο σπάνια) είναι ρατσιστικά, ναζιστικά, σταλινικά κ.λπ. Σταγονίδια μπορούν να υπάρχουν σε όλες τις αποχρώσεις του πολιτικού φάσματος.
Τα σταγονίδια που εκλύονταν με το βήχα επί φυματικών ασθενών (π.χ. ο Πασπάτης [Άρης Ρέτσος] στην Αστροφεγγιά του Ι.Μ. σε τηλεοπτική απόδοση του Διαγ. Χρονόπουλου), αποτελούσαν το μέσο μετάδοσης του μυκοβακτηρίου της φυματιώσεως (ή βάκιλλος του Κωχ) εξ ου και ο αρνητικός συνειρμός που προκαλούν.
Kι εγώ εχω παρευρεθεί σε μαζώξεις υπερήλικων σταγονιδίων του Στάλιν και έχω γίνει μάρτυρας ενος παράλογου αριστερίστικου ταλιμπανισμού.
Στα «μαλακά» τα σταγονίδια της Θεσσαλονίκης! Ποινές αργίας από έναν μέχρι έξι μήνες σε 12 αξιωματικούς και αστυφύλακες και πρόστιμο σε έναν ακόμη, επιβλήθηκαν για το χουντογλέντι.
Got a better definition? Add it!
Συνήθως λέγεται σε κάποιον που μόλις έρχεται και βρίσκει την παρέα αραχτή (για να τον πειράξεις)...
(Παρέα που κλαπαρχιδίζει και μετά από ώρα σκάει φίλος)
Ανδρεας: Kαλώς τον Τάκη! Έλα ρε, θα κάτσεις μέρες;
Τάκης: Μπααα, κανά πεντάρι μερούλες!
Got a better definition? Add it!
Εκ του λιποζάν. Τα λεπτεπίλεπτα αλλά καλλίγραμμα τσιμπουκοχειλάκια, ενίοτε συνδυαζόμενα και λιγουλάκι λιπγκλοςς.
ΠΡΟΣΟΧΗ: ΟΧΙ ΟΙ ΤΣΙΜΠΟΥΚΟΧΕΙΛΑΡΕΣ (αυτό είναι άλλο).
- Είδες φωτό κολέτσα πώς ήτανε παλιά;
- Τι να δω ρε φίλε, αφού έιναι όλο φτιαγμένο στο χέρι. Κώλος, βυζί, χειλάκι για πιποζάν και τα ρέστα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Στην δεκαετία του '90 ήταν πολύ της μοδός η έκφραση πώρωση, για κάτι που ήταν κάτσε καλά, ούμπερ, έξτρα πρίμα γκουντ. Κυκλοφορούσε και διαφήμιση της Pepsi Cola με μότο καλά ε, πώρωση!
Τότε ο όρος οστεοπόρωση χρησιμοποιήθηκε ως υπερθετικός του πώρωση με την καλή έννοια, δηλαδή ότι κάτι είναι αφασία, νιρβάνα. Ασφαλώς η σχέση με την δόκιμη οστεοπόρωση είναι πολύ μακρινή και ζητώ συγγνώμη από τον γερμανό μεταφραστή για το σαχλεπίσαχλον της έκφρασης.
Καλά ε, πώρωση
τι πώρωση ρε τεράστιε, σκέτη οστεοπόρωση (Δες).
Got a better definition? Add it!