Η ερωτική συνεύρεση ανδρών με γυναίκες μεγάλης ηλικίας, βλ. πουρό.
- Πού είναι ο Μιχάλης;
- Είναι με την Βίκη, σπίτι της.
- Κατάλαβα, πάλι πουρολαγνεία έχει το πρόγραμμα.
Η ερωτική συνεύρεση ανδρών με γυναίκες μεγάλης ηλικίας, βλ. πουρό.
- Πού είναι ο Μιχάλης;
- Είναι με την Βίκη, σπίτι της.
- Κατάλαβα, πάλι πουρολαγνεία έχει το πρόγραμμα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
(Επίθετο)
Φιλική επευφημία, ευρέως αναφερόμενη εντός νωχελικών παρεών επιδιδόμενων εις το αρχαιότατον πάρεργον «τάβλι», που αναφέρεται όταν στον έναν εκ των παιχτών έχει ανοίξει ο κώλος και τους έχει πάρει όλους σερί...
Χρησιμοποιείται επειδή συνδέει το τάβλι με την επευφημία καυλιάρης.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το γνωστό εν τη πολυτεχνειούπολη των Αθηνώνε Κτήριο Αντοχής Υλικών, το οποίο επιβάλλεται, όταν αναφέρεται, να προφερθεί ως «καυλί», ειδικά όταν το επισκεπτόμαστε για να δούμε αποτελέσματα μαθημάτων μηχανικής στα οποία έχουμε εξεταστεί.
- Πού' σαι ρε Ακίνδυνε, τί κάνεις; όλα καλά;
- Καλά, μια χαρά. Εσύ;
- Καύλα! Πού πας;
- Άσε, έδωσα παραμορφώσιμο και πάω στο Κ.Α.ΥΛΙ. να δω τα αποτέλεσματα...
- Κουράγιο, φίλε μου, κουράγιο.
Got a better definition? Add it!
Το μεξικάνικο έδεσμα γουακαμόλε (μεσογειοποιημένη παραλλαγή: αβοκάντο, φουλ σκόρδο, ντομάτα, ελαιόλαδο, αλατοπίπερο, όλα νιανιά), ιδανικό για ντιπ ή για παρέα σε άλλο έδεσμα (πχ. κοτόπουλο) ή για ορεκτικόνε.
Σλανγκιά των ογδόνταζ, εποχή κατά την οποία πρωτοεμφανίστηκε το γουακαμόλι στο ελλάντα. Τότε όμως ακόμα προηγούνταν το σλανγκίζειν της απόλαυσης όποιας νέας γεύσης.
Πέραν της ηχητικής ομοιότητας με τον γαμιόλη ή την κατάληξη - όλι γενικά, η σλανγκιά παρέμεινε σε επίπεδο λειψού λογοπαιγνίου, όχι ιδιαίτερα επιτυχημένου και πάντως μη διαχρονικού. Έτσι λοιπόν εξέλιπε σχεδόν εντελώς τελείως.
Η υποφαινομένη έχει την εντύπωσις ότι το πρωτοέφερε εδώτο μπαρ-εστιατόριο Μετς (μην το ψάξετε, έχει κλείσει προ Κρίσης).
- Είστε έτοιμοι να παραγγείλετε;
- Μάλιστα, φέρτε μας ένα ριζότο με γαρίδες και σαφράν, ένα σουφλέ μελιτζάνας και μία αραβική πίτα με κοτόπουλο και σως γουαγαμιόλι...
- Εεεχμμ, μμμάλιστα...
- ΡΕ ΜΠΑΜΠΑ! Πάψε να λες κάθε φορά την ίδια μαλακία! Πάλι ρεζίλι μας έκανες!
(ο μπαμπάς παρεξηγημένος:)
- Στα χρόνια μου το λέγαμε και γελάγαμε και έτσι μου αρέσει να το λέω.
Got a better definition? Add it!
Διεθνούς φήμης και ευρείας αποδοχής Έλληνας ποιητής με κλίση εις την κομμωτικήν και δη στις ανταύγειες. Στην σλανγκική χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον ειρωνικά για να σαρκάσει αποτυχημένες απόπειρες ποίησης ή και συνθημάτων, από άνοιωθους Ελύτηδες του κώλου, ενώ από ξανθιές Λίλιαν χρησιμοποιείται απλά ως ανορθόγραφη ερώτηση για το χρώμα των μαλλιώνε χωρίς ίχνος σύνδεσης με τον μεγάλο ποιητή. Το γεγονός ότι τα ποιήματά του σπάνια εμπεριείχαν ομοιοκαταληξία, συνήθως παραλείπεται λόγω άγνοιας.
- Ρε Μήτσο, άσε κάτω την τσαπού, δε μακραίνει άλλο αφού!
- Ωωωω... Ταβάφης;;
- Όχι φυσικά είναι.
- Ρε τι χρώμα μαλάκας είναι αυτός...
- Ακαζού.
- Αφακγιου μλκ.
- Κρύο, κρύο, άντε γαμήσου κρύοοο (σύνθημα στην Τούμπα σε χειμερινό αγώνα Παοκ-Ολυμπιακός)
Ριερα: - Γουατ ιζ δις καπτεν;
Νικοπολίδης: - Ταβάφης φορσούρ.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μπορεί, και μπορέλι, λέγεται με ανάλογο ύφος βαριεστιμάρας.
- Σε παρακαλώ, αγάπη μου, θα πλύνεις τα πιάτα;
- Μπόρα...
Got a better definition? Add it!
Η λέσχη της απάτης. Η 11η πληγή του Φαραώ. Ο Αρμαγεδδών της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Η σάρα, η μάρα και το κακό συναπάντημα. Το βαθύτερο νόημα της αρπαχτής. Η εκδίκηση της γυφτιάς. Η απόλυτη καταπίεση με προοδευτικό προσωπείο. Η κατάρα των Θεών.
Προέρχεται από τις λέξεις πλαστός + στοκ. Μιλάμε για ολική αστοχία υλικού/παραγγελίας.
Όπως λέει και το τραγούδι:
«παίζω και χιπ παίζω και ρόκ
μεσ' στο σαλόνι το μπαρόκ
την έχω κάτσει απ' το σόκ
γιατί όλο το στόκ ήταν πλαστόκ»
Τα μέλη του αποκαλούνται πλαστόκοι (<πλαστόκος, ο). Καμία σχέση με τον απλό και φερέγγυο στόκο με τον οποίο κάνεις τη δουλειά σου. Ο πλαστόκος θα σε ρίξει σίγουρα. Όταν τον έχουν διορίσει στον ΟΤΕ ή στην ΕΥΠ λέγεται και πλαστοκοριός.
Κάθε ομοιότητα με γνωστά κόμματα είναι απολύτως συμπτωματική. Βέβαια υπάρχουν και άλλες εκδοχές του, όπως θασόκ, μπατσόκ, σκατόκ, κ.α.
«...Το “λασπολόγησε και κυβέρνα” του Πλαστόκ πάει γαμημένα καλά...»
(Από πού αλλού; ...Μαύρη Φατρία)
Μπατσόκ... τρεχάτε ποδαράκια μου (από Marco De Sade, 30/09/10)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Με -υ- σημαίνει: ο παλιόπουστας που έχει αποτύχει στο να τον χύσουν οι γαμιάδες του στη μάπα.
«...Εκτός από καραφλόπουστας σαπιοκοιλιάς, είσαι και αποτυχυμένος...»
(από την Μαύρη Φατρία)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Παράφραση της λέξεως Ιλλουμινάτι («πεφωτισμένοι», βλ. γνωστή νουβέλα του Dan Brown) σε συνδυασμό με το γνωστό Κυπριακό τυρί χαλούμι.
Χαλουμινάτι αποκαλούνται τα κλειστά λόμπι που σχηματίζουν (τρεντόπουστες συνήθως) Κύπριοι φοιτητές οι οποίοι ερχόμενοι στην Ελλάδα για κάποιον ακατανόητο λόγο κάνουν παρέα μόνο μεταξύ τους, πίνουν καφέ μόνο μεταξύ τους, συζητάνε μόνο μεταξύ τους και γενικώς πραγματοποιούν την οποιαδήποτε κοινωνική τους δραστηριότητα αποκλειστικά με ομοεθνείς τους, θυμίζοντας έντονα μασονική στοά.
Αυτό που επίσης προκαλεί εντύπωση είναι ότι όλες αυτές τις δραστηριότητες τις κάνουν δημόσια με τρόπο μάλιστα συχνά παρεξηγήσιμο μιας και δίνουν την εντύπωση ότι δεν υπάρχει κανένας άλλος τριγύρω τους. Κοινώς γράφουν τον περίγυρο στα αρχίδια τους τα μαλλιαρά. Αυτή η ενέργεια βέβαια, συμβαίνει σαφώς και αμφίδρομα από τον περίγυρο προς τους χαλουμινάτι.
Η γλώσσα που χρησιμοποιούν οι χαλουμινάτι (και όχι χαλουμινάτοι) αποτελείται από ένα εκρηκτικό μείγμα ακατανόητων Κυπριακών με ολίγη από βλαχο-Αγγλικά. Οι διάλογοι πραγματοποιούνται σχεδόν πάντα σε αυξημένη ένταση, πολύ πάνω από το κανονικό (ο κάθε χαλουμινάτoυς συνήθως γκαρίζει σε μια τάξη των 20-30dB παραπάνω από έναν μέσο άνθρωπο). Τα δυο παραπάνω χαρακτηριστικά συμβαίνουν ταυτόχρονα και ως εκ τούτου το αποτέλεσμα είναι να καθίσταται αδύνατη η συνύπαρξη με κάποιον άτυχο που δεν ανήκει στο εν λόγω λόμπι.
Τα συμπτώματα που έχουν καταγραφεί από προσπάθεια παρακολούθησης συνεστίασης χαλουμινάτι σε κάποιο δημόσιο η μη χώρο από έναν μη-μυημένο με ρεκόρ αντοχής τα 8 λεπτά είναι:
1-2': Παράξενο βλέμμα, οι παλμοί της καρδιάς αυξάνονται ελαφρώς,
2-4': Ελαφρύ χαμόγελο, παλμοί σταθεροί,
4-5': Στιγμιαίο έντονο γέλιο, η αρτηριακή πίεση αυξάνεται, ο μη-μυημένος αρχίζει να νιώθει μια ψεύτικη ευεξία,
5-6': Σημάδια εκνευρισμού, οι παλμοί αυξάνονται,
6-7': Ο εκνευρισμός τείνει να οδηγήσει ραγδαία σε εγκεφαλικό επεισόδιο, οι παλμοί αυξάνονται πλέον επικίνδυνα,
7-8': Τάση για εμετό, έντονος πονοκέφαλος, συνήθως το θύμα εγκαταλείπει άρον-άρον το χώρο προκειμένου να βρεθεί σε απόσταση ασφαλείας από τη συνεστίαση των χαλουμινάτι.
-Τι έγινε ρε Σταύρο;
- Άσε ρε συ έπεσα σε παρέα χαλουμινάτι μέσα στο μετρό, και μετά είχα πονοκέφαλο για το επόμενο δίωρο.
Got a better definition? Add it!
Ο ενοχλητικός τροβαδούρος που συνηθίζει να ζαλίζει μετά μουσικής τα αυτιά των τριγύρω ανυποψίαστων συνανθρώπων του. Συνοδεύοντας τον εαυτό του με κιθάρα (φοριέται σπανιότερα και το ακορντεόν) και τραγουδώντας ακάλεστος ατελείωτα playlists, είναι σκέτος πειρασμός για ένα καλό μπουγέλωμα (αν τραγουδάει και παίζει άσχημα, τόσο το χειρότερο)!
Συχνότατη κατηγορία τρομπαδούρων είναι οι νεαροί με τις ακουστικές κιθάρες που πολλαπλασιάζονται ραγδαία σε περιόδους διακοπών. Τραγουδούν σε πλοία, τρένα, λιμάνια, πεζούλια, σοκάκια και γενικά σε οποιοδήποτε μέρος βρίσκουν κατά τη διάρκεια των διακοπών τους, με απώτερο σκοπό πάντα να βρουν κάποια Σοφία την οποία θα ρίξουν με την τέχνη τους. Άλλη κάστα τρομπαδούρων είναι τα πλανόδια συγκροτήματα ακαθορίστου εθνικότητος που σκάνε αιφνιδιαστικά σε καφετέριες συνήθως και ζητούν μετά μουσικής τον οβολό των πελατών.
Η λέξη προέρχεται από τον γνωστό λεξιπλάστη και αστειάτορα Μάρκο Σεφερλή (βλέπε και πισωγλέντης, σπασοκλαμπάνιας).
(στο στρατιωτικό νοσοκομείο 401, διάλογος μεταξύ φαντάρων)
- Τι έχεις ρε σειρά; Χάλια φαίνεσαι!
- Τι να έχω, γάμησέ τα! Από Λήμνο έρχομαι, βάρεσα υπηρεσία 3-6, μετά έφυγα το μεσημέρι για το λιμάνι φορτωμένος με τα πράγματα, ταξίδευα και 14 ώρες χωρίς καμπίνα με ένα σαπιοκάραβο, προσπαθούσα να κοιμηθώ σε μια ακρούλα που βρήκα στο πάτωμα και είχα και κάτι τρομπαδούρους εκεί που έπαιζαν κιθάρα και με ξυπνούσαν συνέχεια!
- Πώωω, πίπα κώλο εμπλοκή! Ζήτα αναρρωτική!
(από το «Πλαθολόγιο» του Λύο Καλοβυρνά)
«Τρομπαδούρος, ο: τραγουδιστής (κατά φαντασίαν) ασύλληπτα κακόφωνος, παντελώς ατάλαντος και εντελώς ανάξιος, που ωστόσο όλο ακκίζεται, κομπάζει και – χωρίς ίχνος συναίσθησης του πόσο γελοίος είναι – ταλαιπωρεί τους πάντες ασκώντας την «τέχνη» του. Π.χ. «- Ρε συ, δεν αντέχω άλλο! Θα τον κρεμάσω άμα συνεχίσει να γκαρίζει, όπως τον Κακοφωνίξ στον Αστερίξ.», «- Μα για ποιόν μιλάς», «- Γι αυτόν τον άχρηστο, τον τρομπαδούρο!». »
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified