Further tags

Ή «μπει δε μπει» ή, αγγλιστί, bee the bee.

Πρόκειται για την πρώτη βολή (σουτ) σε μονό παιχνίδι στο μπάσκετ, μετά από πρόταση, η κατάληξη του οποίο ορίζει ποια θα είναι η ομάδα που θα έχει στην αρχή την κατοχή της σπυριάρας. Πολλές φορές αποτελεί και τη Σολομώντεια λύση σε διάφορες διαφωνίες των αντιπάλων.

Άλλες διαφωνίες που δεν λύνονται με μπίδεμπί, επιλύονται δια της παραδοσιακής μεθόδου.

Παραλλαγή του μπίδεμπί είναι το μπει μπει στο οποίο σουτάρουν και οι δυο μεριές.

- Ποιος έβγαλε;
- Αυτός.
- Αυτός.
- Θα βαρέσουμε μπίδεμπί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πρώτος στίχος από γνωστό παιδικό ποίημα το οποίο αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για μια σειρά αντιστοίχων δύστιχων ποιημάτων προς απάντηση του.

Χρησιμοποιείται για να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στο γνωστό «στα αρχίδια μας»

Στ' αρχίδια μας και εμάς
Κωστής Παλαμάς

Μας τα πιάνεις, μας τα ξύνεις
Γεώργιος Δροσίνης

Ήταν πούστης και αυτός
Διονύσιος Σολωμός

(από Khan, 17/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρομαι στο πρόθεμα, δι αυτόν το λόγο λείπουν οι τόνοι. Το πρόθεμα αυτό μπαίνει πριν απο οποιοδήποτε μπινελίκι, και του δίνει στόμφο και ένταση, με αποτέλεσμα την ευφορία του ατόμου που το εκστομεί. Βεβαίως η ευφορία αυτή προέρχεται από την παρήχηση του «α», που γεμίζει το στόμα.

Το παραπάνω πρόθεμα αποτελείται από τα εξής δύο υποπροθέματα:

  • καρά-, από την τουρκική, που σημαίνει μαύρο (εξ ου και όλα τα επίθετα που έχουν το καρα-: Καραγιάννης, Καραγιώργης, Καραπαναγής, ή και καραγκιόζης που σημαίνει μαυρομάτης, καρα-μαύρος, γκιοζ τα μάτια). Και στην ελληνική ο μαύρος, εμπεριέχει και την έννοια του κακομοίρη.
  • -κατά-, το οποίο έχει πολλές σημασίες, αλλά όταν ακολουθείται από μπινελίκιον, παρατίθεται με την έννοια από πάνω μέχρι κάτω, σε όλο του το φάσμα.

Συντάσσεται ως επί το πλείστον με το «κερατάς», αλλά και το μαλάκας, λεσβία, γαμημένη, πουτάνα, πουσταριό του πάνε αρκετά.

  1. - Ήταν και η Ιφιγένεια χθες για καφέ. Την έφερε η Ρούλα. Ρώταγε για σένα και τον αδελφό σου.
    -Άσε με ρε με την καρακαταπουτάνα. Τα είχε με τον αδελφό μου, και την έπεφτε και σε φίλους του την ίδια ώρα...

  2. - Έτσι και πετύχω τον καρακατακερατά τον Λάκη πουθενά, θα τον σκίσω το μπούστη.

  3. - Τι ωραίο μουνί η Λίτσα και να είναι λεσβία, κρίμα.
    -Δεν είναι λεσβία, είναι καρακαταλεσβία. Μου έχει πει, ότι δεν έχει ακουμπήσει ποτέ στη ζωή της μαγιόξυλο.

(από electron, 02/09/09)(από electron, 02/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρωτογενώς: υποκοριστικό του ονόματος Καλυψώ. Καλυψώ => Καλυψωλίτσα => Λίτσα.

Δευτερογενώς χρησιμοποιείται καταδεικτικά για γυναίκα, μικρής κυρίως ηλικίας, η οποία:

α. Είναι άξια αναφοράς λόγω της προκαλούμενης αυξήσεως της θερμοκρασίας της βουβωνικής χώρας των θεατών της.

β. Πιθανολογείται εκ του θεάμονος αυτής κοινού, ότι έχει επιδόσεις στη συνουσιαστική τέχνη κατά πολύ άνω του μετρίου.

γ. Παρ’ όλο το φαινομενικά σεμνό και χαριτωμένο παρουσιαστικό της, γνωρίζει περισσότερα από όσα δείχνει και χρειάζεται κανείς «μεγάλο καλάθι για να μαζέψει αυτήν την κερασιά».

Σημείωση του συντάκτου: Η Λίτσα σε μεγαλύτερη ηλικία μετονομάζεται σε Λάρα.

α. - Την βλέπεις τη Καιτούλα, βρε πως έγινε έτσι. - Ποια αυτή τη Λίτσα; Πω πω!

β. Φίλε, αυτή η Λίτσα θα σε ξεζουμίσει

γ. Μην την βλέπεις έτσι, ξέρεις τί Λίτσα είναι αυτή;

Μεγάλη λίτσα. (από Galadriel, 03/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρκάρω κάποιον = αφήνω κάποιον (τα παππουλούκια μου ή τα παιδιά μου ή το σκυλί μου ή το γατί μου) σε κάποιον άλλον για να τον/την φροντίζουν όσο λείπω για βραδινή έξοδο, διακοπές, καφεδάκι, ψώνια, κλπ.

Η έκφραση είναι υποτιμητική για το υποκείμενο. Λέγεται είτε όταν δεν θέλουμε να δείξουμε συναίσθημα κι ας το νιώθουμε, ή όταν πράγματι δεν το νιώθουμε και αντιμετωπίζουμε όλα αυτά τα πλάσματα σαν να ήταν αυτοκίνητο για παρκάρισμα όπου, αρκεί να το παρκάρουμε και να τελειώνουμε.

Ρε συ Κάτια, δεν παρκάρουμε τα μικρά σήμερα στους δικούς σου γονείς; Σειρά τους είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά μαργαριτάρι του στρατού, ο «εφοδεύων», που ελέγχει τον σκοπό αν κάνει καλά την σκοπιά του, ειπώθηκε «αφοδεύων», δηλαδή «χέζων» στα καθαρευουσιάνικα. Από το αρχικό μαργαριτάρι του άγνωστου στρατιώτη, η έκφραση έχει εξελιχθεί γενικά σε σλανγκιά για τον εφοδεύοντα.

Ασίστ: allivegp, HODJAS

- Αλτ! Τις ει;
- Αφοδεύων!
- Ε, χέσε μας τότε!

(Κόπιράιτ: Χότζας).

Δήθεν ανέκδοτο:
Ο Σάκης όντας καινούριος στο στρατό παρατηρεί κάτι πολύ παράξενο κάθε βράδυ που κάνει την σκοπιά του.Είναι ένας αξιωματικός ο οποίος γυρνάει από σκοπιά σε σκοπιά και χέζει και μετά βάζει και μια υπογραφή στο τετράδιο της σκοπιάς.
«Ρε συ»,ρωτάει τον Τάκη που είναι παλιός και θα ξέρει κάτι παραπάνω,«τι είναι αυτός ο τύπος που ξεκωλώνεται στο χέσιμο κάθε βράδυ στις σκοπιές;»
«Τη δουλειά του κάνει και μάλιστα πολύ ευσυνείδητα.»
«Ποια δουλειά ρε με δουλεύεις;«
«Είναι αφοδεύων.»

Βλ. και περνάω περιοδεύον

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κασέρι μπορεί να σημαίνει:

  1. Τα μετρητά χρήματα εκ του αγγλικού cash, βλέπε τον άλλο ορισμό και κασερόπιττα.

  2. Το χασίς.

  3. Την ουρδική ουσία που σχηματίζεται στον πέοντα λόγω απλυσιάς και η οποία μοιάζει με τυρί, είτε κασέρι είτε φέτα, είτε κεφαλοτύρι.

  4. Παραπλησίως λέμε χύνω κασέρια όταν φεύγουν τα χοντράδια, δηλαδή όταν υπάρχει εκσπερμάτιση μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα. Αλλά και γενικότερα όταν χύνεται μεγάλη ποσότητα σπέρματος, ή και μεταφορικά για πολλαπλούς οργασμούς.

Η λέξη είναι τουρκική.

  1. Υπερήλικας Σλάνγκος από αυτούς που αποτελούν την πλειοψηφία του σάιτ:
    Καλά μιλάμε κάναμε σεξ χτες με την Λυσισλάνγκη μετά από χρόνια, και μιλάμε έχυνα Έμενταλ! Φίλος: Έμενταλ; Μιλάς με γρίφους, γέροντα.
    Σ.: Τώρα δεν είμαι και σίγουρος... Έμενταλ ήταν; Γραβιέρα, ροκφόρ; Γιατί έχω και μια ασθένεια που λέγεται κασέρι.

  2. Ό,τι κασέρι έχει το τρώει σε κασέρι.

(από GATZMAN, 25/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτοαναφορικώς, είναι τα λήμματα νέας κοπής του σάιτ, που το αποδομούν το νόημα, κάνοντας ευρεία χρήση μετα(σο)δομιστικών κατηγοριών για να προσεγγίσουν το γεγονός του slanguage. Το αποτέλεσμα είναι συχνά κάτι ανάμεσα σε αποδόμηση του Jacques Derrida και σε ανατολίτικους ρυθμούς ντιριντάχτα ή ντιριντάχ τσουτσού. Άλλωστε, όπως κατεδείχθη από τον θεράποντα του είδους John Black, ο μετα(σο)δομισμός έχει ανδρωθεί (pun intended) στο αραβικό Μαγκρέμπ, όθεν κατάγονται οι Ντεριντά, Αλτουσέρ, Σιξούς και όπου δίδαξε ο Φουκώ. Οπότε το «ντεριντάχντα» για την σάτιρα παρομοίων λημμάτων είναι κάτι πολύ πιο βαθύ από ένα απλό λογοπαίγνιο του Βράσταμαν, υιοθετημένο από κουλτουροφοβικούς Σλάνγκους παλαιάς κοπής. Χρήζει περαιτέρω ανάλυσης η σχέση ανάμεσα στην ποστίλα και την ντιριντάχτα αισθητική και είναι συναφές το ερώτημα αν πρόκειται για τον νέο τιραμισουρεαλισμό.

Διάλογοι Σλάνγκων:

- Καλά, τι γυρεύει ο Μισέλ Φουκώ σε ένα λήμμα του σλανγκρ;
- Τίποτα, άρχισαν τα όργανα!
να το βάλει να χορέψει και μπουζούκι να τού παίξει
Ντεριντάχτα, ντερι-ντεριντάχτα...

- Μα καλά πώς είναι δυνατόν 7 Σλάνγκοι να μου βάζουν 10άστερα και μετά να πέφτει η βαθμολογία στα 4;
- Μάλλον πέρασε κάποιος Σλάνγκος παλαιών αρχών, που δεν του αρέσει η ντεριντάχτα αισθητική.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το (μη αγροτικό) 4Χ4 μεγάλου κυβισμού, όχημα που έχει κατακλύσει την Αθήνα τα τελευταία χρόνια, τεκμήριο νεοπλουτισμού και βλαχιάς -εξού και η παρομοίωση με αγροτικό. Νομίζω το πρωτο-είπε ο Λαζό, δεν είμαι σίγουρη.

Εδώ που τα λέμε βέβαια, πιο χρήσιμο είναι αυτό το αυτοκίνητο στους αθηναϊκούς δρόμους με τους τάφους τους, παρά στους επαρχιακούς χωματόδρομους, στους οποίους πας μια χαρά και με ένα απλό ψηλολάβαλο αμαξάκι.

- Πάμε για ψώνια στην Κολωνάκα;
- Τι, πάλι με το αγροτικό θα με πας ρε ψώνιο;

βλ. και αγρότης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο ανάμεσα στον πληθυντικό της στρίγκλας και στο αγγλ. stringless, δηλαδή αυτή που δεν φορά (ούτε) string.

Αν και ηχητικά οι δυο λέξεις δεν διαφέρουν καθόλου, η εννοιολογική διαφορά που τις χωρίζει είναι χαώδης, αφού όλοι θα ήθελαν να περάσουν μια νύχτα συντροφιά με stringless, αλλά κανείς με στρίγκλες.

— Και γιατί επιμένεις να πάμε στο μπαράκι που σερβίρουν τα ποτά στρίγκλες; Αν ήταν, καθόμουν σπίτι.
— Α, καλά, τόση ώρα μιλάμε κι ακόμη να καταλάβει το πίκπα. Στα Λιντλ σε ψωνίσαμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified