Τρακαδόρος τσιγάρων.
Πάλι τρακαστράτο καπνίζεις;
Τρακαδόρος τσιγάρων.
Πάλι τρακαστράτο καπνίζεις;
Got a better definition? Add it!
Πακέτο - στοίβα χαρτονομισμάτων οποιασδήποτε αξίας και με οποιαδήποτε σειρά, τα οποία για να χωρέσουν στην τσέπη του παντελονιού διπλώνονται στα δύο. Και γίνεται φανερή η παρουσία τους στην τσέπη γιατί καταλαμβάνουν αρκετό χώρο.
Σίγουρα δεν χωρούν στο πορτοφόλι, το οποίο συνήθως δεν κουβαλάει μαζί του όποιος έχει παστάλι ή παστάλια. Ο τρόπος που τα βγάζει κανείς από την τσέπη είναι και ένα είδος επίδειξης. Αν τα χαρτονομίσματα είναι είναι λιγότερα σε ποσότητα και τα διπλώνει κάποιος όλα μαζί, έτσι ώστε να παίρνουν κυλινδρικό σχήμα, τότε λέμε πως τα έκανε μασούρι.
Παστάλι είναι μια στίβα από αποξηραμένα καπνόφυλλα περίπου ίδιου μεγέθους την οποία φτιάχνουν οι καπνοπαραγωγοί κατά τη διαλογή των καπνόφυλλων, ώστε όταν συγκεντρωθούν πολλά παστάλια να τοποτεθητούν όλα μαζί σε καπνοδέματα για να τα παραλάβει αργότερα ο καπνέμπορας.
Δεδομένου ότι κανένα φύλλο καπνού δεν έχει ολόιδιο σχήμα και μέγεθος με τα υπόλοιπα, ένα παστάλι καπνόφυλλων έφτασε να χαρακτηρίζει και τα χρήματα που στοιβάζονται με τον ίδιο τρόπο.
Κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για τούρκικη λέξη.
- Τι έγινε μεγάλε χθες το βράδυ, έβγαλες τίποτε γούστα;
- Με τι λεφτά ρε παιδιά; Τραβάω ζόρια τώρα τελευταία...
- Πλάκα μας κάνεις ρε κόπανε, αφού οι τσέπες σου είναι γεμάτες παστάλια.
Got a better definition? Add it!
Μετά την συγκομιδή των καπνών ακολουθεί μια ειδική επεξεργασία τους που ονομάζεται παστάλιασμα. Τα φύλλα του καπνού, ένα προς ένα ξεχωρίζονται και τοποθετούνται πάνω σε ντάνες, συνήθως αφού τρυπηθούν από μια βέργα. Η λέξη χρησιμοποιείται για τους ανθρώπους που μαζεύουν μετά μανίας φράγκα, χωρίς να τα ξοδεύουν, με άλλα λόγια είναι τσιγκούνηδες
- Πόσα λεφτά βγάζει αυτός ρε;
- Πάρα πολλά, αλλά ζει σαν καρμίρης, δεν ξοδεύει τίποτα. Μόνο να τα πασταλιάζει ξέρει.
Got a better definition? Add it!
Η τζούρα του τσιγάρου (που έχει φτάσει σχεδόν μέχρι το φίλτρο), κατά την οποία το βάζουμε ανάμεσα στις αρχές του δείκτη και του μέσου, κλείνουμε τη χούφτα σφιχτά και ρουφάμε από την τρύπα που δημιουργήθηκε ανάμεσα στον αντίχειρα και τον δείκτη. Τέτοιες τζούρες παίρνουν συνήθως όσοι κάνουν οικονομία στα τσιγάρα.
Προφάνουσλυ η ονομασία έρχεται από την κούφια γροθιά που σχηματίζει ο χρήστης. Αρκετά θανατηφόρα τζούρα, οπότε με μέτρο.
Got a better definition? Add it!
Επίσης «μπριζόλα», «μπριτζόλα» ή «μπριζολίδιο» σημαίνει η μπριζολοειδής, αλλά δυσάρεστη μυρωδιά που αναδύεται κατά τη καύση τιγρέ σπορακίων κάναβης, που έχουν παραπέσει στο «γάρο» ή «μπάφο» ή «κανόνια» κατά το στρίψιμο κάτω από δυσμενείς συνθήκες (βροχές, πάρκα, σκοτάδι, σε εξωτερικούς χώρους κ.λ.π.)
Got a better definition? Add it!
Στα ασύρματα φορητά μικρόφωνα, ταμπακιέρα είναι ο πομπός του μικροφώνου ο οποίος «φοριέται» στη ζώνη του χρήστη, κάπου που να μην φαίνεται ιδιαίτερα, για παράδειγμα κρυμμένος κάτω από το σακάκι, στους άνδρες. Είναι σχήματος παραλληλεπίπεδου, σε διαστάσεις που προσομοιάζουν σε πραγματική ταμπακιέρα. Από αυτήν ξεκινά το καλώδιο του μικροφώνου που καταλήγει συνήθως σε ψείρα στο πέτο. Αν πρέπει να χρησιμοποιηθεί και ακουστικό, π.χ. για τον παρουσιαστή μιας εκπομπής, η ταμπακιέρα είναι πομποδέκτης, δηλαδή στέλνει ήχο από το μικρόφωνο στην κονσόλα αλλά και λαμβάνει ήχο από αυτήν (τις οδηγίες του σκηνοθέτη και του ηχολήπτη). Λειτουργεί με μπαταρίες.
Χρησιμοποιείται στις τηλεοπτικές εκπομπές, στις συναυλίες (εφόσον ο χρήστης χρειάζεται να χορεύει ενώ τραγουδά) κλπ.
UHF ασύρματο σετ (μικρόφωνο πέτου, πομπός ταμπακιέρα + δέκτης), πυκνωτική κάψα καρδιοειδής, diversity, φίλτρο anti-pop, εμβέλεια 50m, frequency response 40Hz-15KHz, ισχύς πομπού: 10mW, 16 διαθέσιμες συχνότητες, xlr έξοδος.
Οι τεχνικοί της εκπομπής ξεκαθαρίζουν, σχετικά με την πληροφορία ότι ο Κασιδιάρης οπλοφορούσε, πως αυτό που φαίνεται στο βίντεο είναι η «ταμπακέρα» [σ.σ. sic] του μικροφώνου του.
Got a better definition? Add it!
Πίνω βαθιές ρουφηξιές ναρκωτικής ουσίας (τσιγαριλίκι, κρακ, κρίσταλ μεθ, κ.ταλ.) και φτιάχνομαι.
Χασισλάνγκ αβέβαιης ετυμολογίας με καταβολές από τα καλιαρντά.
1.
Ανάλω νταμίρα
η ντάνα η μοίρα
τα μπουτ μου αβέλει κουλά
Αβέλω μια φούμα
βινάρω την ντούμα
κι αρχίζω σερσέ για τουλά
Got a better definition? Add it!
Άλλη λέξη για τον μπάφο, τσιγάρο το οποίο καπνίζεται και ανήκει στα ελαφριά ναρκωτικά. Αποτελείται από κανονικό καπνό για στρίψιμο ενός απλού καθημερινού τσιγάρου και κάνναβη.
Μαλάκα μου ο Μαυρακάκης ήταν τέρμα κλασμένος στην πενταήμερη... Είχα μπει στο δωμάτιο του και πρέπει να 'χε πιει καμιά 10αριά μπίτσια...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το απομεινάρι ενός μπάφου (μπάφος) αρκετά μικρό έτσι ώστε να έχει μείνει μόνο η τζιβάνα (τζιβάνα) και μαξ δύο εκατοστά από το περιεχόμενο του τσιγάρου.
Ανάψαμε και την ήπιαμε χθες, και μου έχει μείνει ένας κώλος για σήμερα το βράδυ να χαλαρώσω.
Got a better definition? Add it!