Απογοήτευση μετά από μία ήττα. Συνθετικό των δύο λέξεων: απογοήτευση + ήττα.
Πάλι τίποτα ο ΠΑΟΚ. Σκέτη απογοήττα!
Απογοήτευση μετά από μία ήττα. Συνθετικό των δύο λέξεων: απογοήτευση + ήττα.
Πάλι τίποτα ο ΠΑΟΚ. Σκέτη απογοήττα!
Got a better definition? Add it!
Πούφκα λέγεται η πορδή στη Μακεδονία, αλλά και η μπούρδα που ξεφεύγει απ' το έρκος των οδόντων, πιθανόν δε και το ψέμα. (εδώ).
Αμόλησι την πούφκα τ' κι νόμισι οτι δεν καταλάβνισκα.
Έχω την εντύπωση οτι πούφκα λένε και το μανιτάρι αλεποπορδή. Στη φάση της ωρίμανσής του, από την κορυφή του θαλλού εξέρχεται πρασινοκίτρινη σκόνη με τη μορφή σύννεφου -εικόνα που είναι και γαμώ τα οπτικοακουστικά μήδια για το πέρδεσθαι- εξ ου και το επιστημονικό όνομα Lycoperdon (της τάξης των λυκοπερδωδών, βεβαίως- βεβαίως).
Σημείωση: Το παράδειγμα απηχεί μνήμες μου και επιβεβαιώθηκε από ηλικιωμένο συγγενή.
Got a better definition? Add it!
Η ένεση, ενδοφλέβια ή ενδομυϊκή στην Β. Ελλάδα.
Στελλα φαρμακοποιέ, θελω να αρρωστήσω για να μου κανεις ενεσα! Σ'αγαπω! Εισαι θεα! (Θεολογική Σχολή) ΕΔΩ
-Ηρθα για δουλεια
-σιγα τη δλεια π κανς, τι δλεια κανς, σκαυς;; https://www.youtube.com/watch?v=TSj9_qv6dHg
-χαχχαχαχαχαχ βλαμαδι
-να σε κανω μια ενέσα να σε πω
- κατσε να σε εξετασω
-θα πονεσω γιατρε μου;
-λιγο
-τι λιγο μαρη χαζιά, μοιαζω για κοροιδο; μια εντριβη κι αμα θες, ειμαστε οικονομικα ασθενεστεροι
-σκυψε τοτενες ΕΔΩ
Ρε με αυτο που ακουο θα χτυπισο ενεσες ενδοφλεβιες η στην καροτηδα κατευθιαν μια και εξω ΕΔΩ
Got a better definition? Add it!
Έτσι αποκαλώντας το γράφημα, τη γραφική απεικόνιση μιας στατιστικής ανάλυσης, το μαγκίτικο και πολλά βαρύ στελεχό επιτυγχάνει χαρίεν σούσουρο και ευαρέσκεια κατά την παρουσίαση εταιρικής μελέτης. Αν δε η γκράφα συνδυαστεί με λέξεις μυστήριες τ. 'σάγκα', τότε το σούσουρο μεγαλώνει και ο λεγάμενος γράφει στην κάμερα και ως μαγκαϊβεράς και κούλτουρμαν. Συνήθως δε ακολουθεί λίαν καρποφόρο καμάκι, εκτός αιθούσης.
Χρησιμοποιείται μάλλον και για γκράφιτι ή σχέδιο.
Got a better definition? Add it!
Η εκμετάλλευση στα κομμέ, -δεν ξέρω αν είναι αυθεντικό κομμέ, είναι περισσότερο κάτι σαν το ψυχανάλα, θεωρείται κάπως πιο μαγκίτικο να κόψεις αυτή την κατάληξη που καθιστά τη λέξη κάπως λόγια.
Το βρίσκουμε ήδη (1954) στο άζμα σε στίχους Χρήστου Γιαννακόπουλου και μουσική Μιχάλη Σουγιούλ "Σβήστε με απ' τον χάρτη".
Σβήστε μ’ απ’ το χάρτη
μια γυναίκα αγάπησα και μου βγήκε σκάρτη
μια γυναίκα αγάπησα και μου βγήκε σκάρτη
Είμαι για κρεμάλα
για
φιγούρα μ’ ήθελε και για εκμετάλλα
για φιγούρα μ’ ήθελε και για
εκμετάλλα
Είμαι για κρεμάλα
Ασφαλώς έχει και πολιτικοοικονομική διάσταση "εκμετάλλα αθρώπου από άθρωπο" κτλ. Γενικά είναι μεν παλαιός μαγκίτικος σχηματισμός, αλλά λέγεται και σήμερα για να αποφορτίσει μια συζήτηση μαγκίτικα να μη φανεί ότι χρησιμοποιούμε υπερβολικά τεχνικούς όρους ξέρωγω.
Got a better definition? Add it!
Χλίδα: η χλιδή, πειραγμένη με το γαμοσλανγκοτέτοιο -α (κατά τα βρόχα, προσβόλα, συνάντα, κ.ταλ.)
Παρομοίως, ο χλιδάτος ο φέρων χλίδα προκύπτει με την προσθήκη του γαμοσλανγκοεπιθήματος -άτος (κατά τα γαμάτος, αρχιδάτος, γκλαμουράτος, κ.ταλ.)
Από τότε που βγήκαν οι λάσπες, η χλίδα και οι χλιδάτοι παραπέμπουν σε λούσα, πολυτέλεια και τρυφηλότητα. Πέον να σημειωθεί ότι η χλίδα είναι ομόρριζη της αγγλικάνικης gl(j)itter. Ωσεκτουτού, οι χλιδάτοι δεν μπορούν να συνευρίσκονται με τους glitterati χωρίς να διαπράττουν ετυμομιξία.
Βλ. επίσης: χλιδαίος, χλιδάμπουρας, χλιδάνεργος κ.ά.
Got a better definition? Add it!
Ο γκέι στα αρτινά. Απαντά σε θηλυκό γένος κατ'αναλογία προς την "αδελφή".Πιθανότατα από τη λέξη "γκέι" απ' όπου έχει τον ίδιο αρχικό φθόγγο και την -ουέρα, κατάληξη επιτατική - μεγεθυντική της σημασίας κατ'αναλογία προς το "μάνα - μανάρα", "πόδι - ποδάρα" και με τάσεις γιουχαΐσματος με τη χρήση του "ου".
Απευθύνεται στους άρρενες ομοφυλόφιλους που έχουν κάποια υπερβολή στην εμφάνιση και στη συμπεριφορά που τους προδίδει. Με άλλα λόγια είναι υποτιμητική εκδοχή αντίστοιχη της "κραχτής" ή "αδελφάρας ξεγυρισμένης", αυτού που φαίνεται όσο και όπως φαίνεται αλλά δεν ενδιαφέρεται για τα προσχήματα και βέβαια ούτε να το κρύψει ειδικά μεταξύ του κύκλου του που είναι εξοικειωμένος πλέον.
"Πω, ρε μάνα μ', τί'ναι φτούνη η γκουέρα; Φρύδι τσίτα, αποτρίχωση κάργα, χείλη φουσκωτά, λίγο κόκκινα, πουκάμισο λαμέ με λέλουδα, χέρι σπαστό... Κάποιος να βρεθεί να τον μαζέψει μην τον πετύχει κάνας αδερφός του..."
Got a better definition? Add it!
Ουσιαστικό - Θυληκό «Ράγισσα»
Τούρκικη καταγωγή. Προσβολή για Έλληνες, Αρμένιους και Πόντιους. Ο υποταγμένος, ο υποδουλωμένος, αυτός που πληρώνει χαράτσι.
Από το έτος 2020 άρχισε να χρησιμοποιείτε στην Πάτρα ακριβώς όπως χρησιμοποιούν οι Αφροαμερικάνοι την λέξη «nigger». (δηλαδή ένας όρος όπου επιτρέπεται να χρησιμοποιούν μόνο οι ομόφυλοι Αφροαμερικάνοι και κανένας άλλος, αλλιώς θεωρείται μεγάλη προσβολή)
1 - Γιο Ραγιά μου, τι λέει;
- Άσε ραγιά μου, έχω κόψει φλέβες με το αφεντικό μου. Απαίσιος ραγιάς!
2 - Ραγιά μου κοίτα δεξιά σου, αυτή είναι η γκόμενα που μου έβγαλε την πίστη.
- Έτσι είναι οι ράγισσες με κόκκινα μαλλιά...
Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως επίθετο (Ραγιάδικο/η)
Got a better definition? Add it!
Published
α) Παροξυσμός ή μελαγχολία που προκαλείται από την επιθυμία για ένα ανέφικτο ιδεώδες.
Άσε με ρε μάνα, διάβασα τον «Φαίδρο» και έπαθα νυμφοληψία.
β) Το πάθος που προκαλείται στους άνδρες από όμορφα, νεαρά κορίτσια. (βλ. «νυμφίδιο»)
Σκέτη νυμφοληψία είναι η κόρη σας, κυρά Μαίρη. Τυχαίνει μήπως να ψάχνετε καθηγητή φιλολογίας;
18ος αιώνας. Από «Νυμφόληπτος» — αιχμάλωτος των νύμφων.
Got a better definition? Add it!