Απόβλητο από την κωλιακή κοιλότητα κατσικιού - προβάτου. Έχει σφαιρικό σχήμα. Χρώματα: μαύρο, αν το ζώο εκτρέφεται σε εγκαταστάσεις με συγκεκριμένες τροφές και μουσταρδί, αν το ζώο είναι αλανιάρικο και τρώει ό,τι βρει. Περιέχει πρωτεΐνες - κρεατίνες για τα φυτά.

- Ρε Μήτσο, τι ρίχνεις στα φυτά σου και μεγαλώνουν τόσο γρήγορα;
- Ε, απλό είναι, βγάζω βόλτα τα πρόβατα του κυρ Γιώργου στον κήπο μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα σκατά του ποντικιού.

Μίνυ: Έλα Μίκυ, αγάπη μου...
Μίκυ: Τώρα, αφήνω την ποντικοσφραγίδα μου κι έρχομαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το αποπάτημα, το σκατό, η κουράδα.

  2. Στα κρητικά το κοπάδι προβάτων.

βλέπε και:
-ξεκουραδώνω: κλέβω από κάποιον το κουράδι του, το κοπάδι με τα πρόβατά του.
-μεγαλοκουραδάρης: ο τσέλιγκας, αυτός που έχει πολλά πρόβατα.

Πολλές παρεξηγήσεις έχουν γίνει -κατά το παρεθόν κυρίως- εξαιτίας αυτής της σύγχισης. Χαρακτηριστικό περιστατικό περιγράφεται στο θεατρικό έργο του Δ. Βυζάντιου Βαβυλωνία, όπου ένας στερεοελλαδίτης πυροβολεί έναν Κρητικό επειδή ο τελευταίος τον κατηγόρησε ότι κατά την τελευταία επανάσταση οι συντοπίτες τού πρώτου κατέβηκαν στην Κρήτη και του έφαγαν τα κουράδια του (=τα πρόβατά του).

- Στον γάμο μου θα φάμε το κουράδι μου!
- Τώρα ποιο από τα δύο, για να δω αν θα έρθω ή όχι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γύρος φτιαγμένος από κρέας γάτας. Σημαίνει κακής ποιότητας γύρος (συνήθως αισθητή στη γεύση), ή σατιρικά για να διακωμωδήσουμε το ποιόν ενός άγνωστου για μας σουβλατζίδικου. Πιο σπάνια χρησιμοποιείται και ο σκυλόγυρος.

- Λοιπόν προτείνω να πάμε για σουβλάκια στο «Γύρω γύρο όλοι»
- Ωχ... τι σερβίρουν εκεί; Γατόγυρο απ' όλα;

- Χθες το βράδυ τι κάνατε αφότου έφυγα;
- Πήγαμε για σουβλάκια σε ένα άθλιο μαγαζί, σκέτος γατόγυρος. Το μισό σουβλάκι το έδωσα σε έναν σκύλο, το μύρισε και έφυγε!

Όλα καλά! (από Galadriel, 16/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που εφαρμόζει την πρακτική της αιδοιολειχίας. Επειδή τα σκυλιά έχουν μεγάλες γλώσσες και γλείφουν πολύ. Αλλά και επειδή τα σκυλιά θεωρούνται κάπως υπηρέτες μας, αλλά και «καλοί φίλοι». Λέγεται για κάποιον, ο οποίος επιμένει λίγο υπερβολικά σε αυτήν την πρακτική. Και ίσως υποτιμητικά από κάποιους φοβικούς προς την vagina dentata. Επίσης, γενικά, ο μουνόδουλος, ο μουνάκιας.

Αυτός ο Περικλής έχει καταντήσει το μουνόσκυλο της Λίλιαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεγάλο σκουλήκι, να σαν άντερο ένα πράμα!

Επίσης άτομο που ξηγιέται σκουληκιάρικα, μπαμπέσικα, άτιμα.

Στα ποδοσφαιρικά, ο πολύ φανατικός οπαδός του Άρεως Θεσσαλονίκης.

- Ρε σκουληκαντέρα, πάλι με κάρφωσες στο Λίλιαν ότι βγήκα ψες με την Αφροξυλάνθη… - …
- Καλά ρε κάπταιν Μάλαξ, ποιο είναι το πρόβλημα σου; Μήπως γουστάρεις το Λίλιαν και θέλεις να μας κάνεις να φάμε τα μουστάκια μας; - …
- Γιατί με κλείνεις το μάτι ρε συ Πέρι; Mήπως τον απλώνεις τον τραχανά;

(από BuBis, 27/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βρωμούσα, το μικρό αυτό σκαθαρέ και πλακέ λαχανί έντομο που πετά απότομα και χτυπιέται σαν τρελό στους τοίχους και τα παραθύρια, το οποίο δεν πρέπει να σκοτώνουμε αλλά απλώς να απομακρύνουμε (δεν τσιμπάει), γιατί αλλιώς βρωμάει τρελά, εξού και η λέξη βρωμούσα. Τώρα γιατί λέγεται και κλασοπαπαδιά, δεν το γνωρίζω... Μάλλον μια κλανιάρα παπαδιά είναι ό,τι χειρότερο και πιο σιχαμερό μπορεί να μας έβρει και θυμίζει τη μυρωδιά της σκοτωμένης βρωμούσας...

- ΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ!!!!!
- Αμάν ρε Φωφώ, μην κάνεις πια έτσι με κάθε τι που πετάει! Κλασοπαπαδιά είναι, να, πάει, την έβγαλα έξω, εντάξει είμαστε τώρα;

(από mafie, 04/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζωολογικός, ζωοφιλικός και κτηνοβατικός χαρακτηρισμός.

Μακρολογία του «την βάψαμε».

Χρησιμοποιείται σε απροειδοποίητο τεστ, αποτελέσματα εξεταστικής, και αγωνιώδη αναζήτηση τραπεζιού σε καφετέρια.

Τώρα που αρχίζει η εξεταστική θα φιλήσουμε τα βυζιά της χελώνας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν βλέπουμε ότι «όλοι» κάνουν κάτι το οποίο, κατά την δική μας λογική ή ένστικτο, είναι από ψιλοχοντρομαλακία έως απόλυτη καταστροφή, ή το οποίο δεν μας αφορά καθόλου και οι Άλλοι το κάνουν για άλλους λόγους... αλλά έχουμε κριτήριο μηδέν -και αυτοπεποίθηση ή θάρρος υπό το μηδέν, οπότε βασιζόμαστε στις επιταγές του συνόλου ώστε να βγάλουμε τον εαυτό μας από το δίλημμα το οποίο, αν δεν το απαντήσουμε σύμφωνα με το σύνολο, θα μας στείλει έξω από το μαντρί και μάλλον θα μας φαν οι λύκοι. Γιατί έξω από τη μάζα κάνει κρύο.

- Πού να πάω για Πρωτοχρονιά, στο Περτούλι, στην Κωνσταντινούπολη, στην Ελβετία ή στο Καϊμακτσαλάν;
- Έλα ρε μαλάκα, και συ Βρούτος, και συ με τον μπουχό;
- Μα είναι πολύ της μοδός τελευταία.
- Ζγα ρε! Χιλιάδες μύγες τρων σκατά, λες να κάνουν λάθος; Θα σιχτιρίσεις από την ταλαιπωρία και θα σου φύγουν ένα κάρο λεφτά! Πήγαινε στην Ίφκινθο καλύτερα, είναι ωραία τον χειμώνα.

(από tasurmata, 28/12/10)(από Galadriel, 29/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μειωτικά το περιστέρι, κυρίως το περιστέρι της πόλης (columba livia). Η παρομοίωση του με το ποντίκι υπογραμμίζει τα πλέον δυσάρεστα χαρακτηριστικά του, όπως την τάση του προς ρύπανση, το ρόλο τον οποίο παίζει στη διάδοση διαφόρων νοσημάτων, τον ανεξέλεγκτο ρυθμό αναπαραγωγής του και την ασχήμια του.

Ο όρος χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά για τα περιστέρια των πόλεων, διότι εκεί η παρουσία τους είναι περισσότερο ενοχλητική, καθώς οι απεκκρίσεις τους έχουν πολύ μεγαλύτερη πιθανότητα να λερώσουν ανθρώπινες κατασκευές, όπως αυτοκίνητα, βεράντες, ταράτσες, ή ακόμα και τους ίδιους τους ανθρώπους.

- Ένας κύριος στη στάση του λεωφορείου είχε την ατυχία να δεχθεί μία κουτσουλιά από ένα ποντίκι του ουρανού στο κεφάλι του.

- Κατάρα να' χουν τα ποντίκια του ουρανού. Μωρέ ας είναι καλά το δηλητηριασμένο σουσάμι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified