Selected tags

Further tags

Ο πεταχτός κώλος, ο κώλος που αψηφά την βαρύτητα, η καμπύλη του είναι ίδια με του μπουζουκιού. Συναντιέται κυρίως σε παραλίες ή σε εξόδους σε νυχτερινά κέντρα.

- Τι λε ρε παιδί μου, κοίτα τι περνάει απέναντι.
- Άσε ρε φίλε, μπουζουκόκωλος να σου βγάλει το μάτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το εν λόγω διαμάντι ήρθε να προστεθεί στην ένδοξη παράδοση της Κουτσουμπήλως, του Γκουντουμπήτρου και του Γκεραπιού, το σωτήριο έτος 1992. Πρόκειται για το «Killing in the name of» των Rage against the Machine, όπου ο διαρκώς επαναλαμβανόμενος στίχος «now you do what they told ya» μεταμορφώνεται σε «και του το 'πα του πούστη».

Παρατηρούμε, ωστόσο, ότι η φράση δεν έχει καμία σχέση με τους φθόγγους που όντως ακούγονται στο τραγούδι. Υποθέτουμε, λοιπόν, ότι δεν πρόκειται για παράκουσμα, όχι μόνο τουλάχιστον (άλλωστε, εκείνη την εποχή, τα αγγλικά ήταν πλέον λίγο-πολύ οικεία στους Έλληνες, τουλάχιστον για το target group συγκροτημάτων όπως οι RATM).

Πιθανότερο θεωρούμε να προέκυψε επειδή ταιριάζει ΑΨΟΓΑ στον ρυθμό, στο μέτρο, στο ύφος και στην εκφορά. Εξού και τραγουδήθηκε με πολύ πάθος και πολύ headbanging από ένα σωρό κόσμο που ήξερε μια χαρά να πει το «σωστό» - ΑΝ ήθελε, που ΔΕΝ ήθελε. Διότι φακ γιου, ρε, δε θα κάνει ό,τι του λες. Μαδερφάκεεεερ!

Και το υπερclassic και cult σημείο στο Killing in the name of των R.A.T.M, εκεί που λέει now you do what they told ya και αντικαταστάθηκε ως εξής: Και του το πα του πούστη. Εμείς οι βλαχοι, όπως λάχει... [από φόρουμ, σε συζήτηση για «misheard lyrics»]

(ντούρουμ-ντουμ) Και του το 'πα του πούστη. (ντούρουμ-ντουμ) Και του το 'πα του ΠΟΥΣΤΗ. (ντούρουμ-ντουμ) Και του το 'πα του ΠΟΥΣΤΗ! (ντούρουμ-ντουμ) Και του ΤΟ 'ΠΑ του ΠΟΥΣΤΗ!!! (ντούρουμ-ντουμ) ΚΑΙ ΤΟΥ ΤΟ 'ΠΑ ΤΟΥ ΠΟΥΣΤΗ!!! (ντούρουμ-ντουμ) ΚΑΙ ΤΟΥ ΤΟ 'ΠΑ ΤΟΥ ΠΟΥΣΤΗΗΗΗΗΗ!!!!!!!!! (σχιζοφρένεια)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κέντρο διασκέδασης ορθίων.

Όρος του '90 για μαγαζιά, κυρίως ελληνάδικα, με χαρακτηριστικότατη απουσία τραπεζιών και καθισμάτων και διακριτική παρουσία ελάχιστων σκαμπό στην μπάρα.

Η απουσία τον καθισμάτων αποσκοπούσε στην δραματική αύξηση της χωρητικότητας -και κατά συνέπεια του συνολικού τζίρου, ειδικά αν υπολογιστεί πως ο αριθμός των ατόμων δεν ήταν ανάλογος του χώρου, αλλά ανάλογος τις ανοχής και αντοχής των ήδη ευρισκομένων, εντός του μαγαζιού, ατόμων. Κάτι τέτοιο βέβαια παρείχε επιπλέον ασφάλεια, καθώς σε περίπτωση λιποθυμίας δεν υπήρχε φόβος πτώσης και άρα τραυματισμού.

Άλλα χαρακτηριστικά στοιχεία της αρχιτεκτονικής, της διαρρύθμισής και της γενικότερης λειτουργίας τους ήταν η έντονη μουσική και τα φωτορυθμικά σε σχέση με την επιφάνεια του μαγαζιού, η υπερυψωμένη πίστα ελάχιστων τετραγωνικών (προαιρετικά) και τέλος η απουσία κλιματισμού και εξαερισμού, κάτι που πρόσδιδε ζεστασιά στο χώρο και ατελείωτες στιγμές εφίδρωσης.

Συνώνυμα: χοροπηδάδικο, ελληνάδικο, σκυλάδικο κ.α..

- Θες ελληνική διασκέδαση;
- Θέλω.
- Πάμε σε ένα ορθάδικο!
- Έχω φλεβίτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαγαζί τύπου κλαμπ ή μπαρ που εξειδικεύεται στην διοργάνωση και πραγματοποίηση συναυλιών (live < λάιβ στο ελληνικότερο).

Η διαφορά του κατ' εξοχήν λαϊβάδικου σε σχέση με τα διάφορα μπαράκια ή κλαμπάκια που διοργανώνουν περιστασιακές εμφανίσεις μουσικών ή συγκροτημάτων, έγκειται στην ειδική διαμόρφωση του χώρου (ύπαρξη σκηνής, υπερυψωμένης ή στο επίπεδο του πατώματος) έναντι της δημιουργίας χώρου μέσω της αφαίρεσης τραπεζιών, πάγκων, καναπέδων στα δεύτερα, καθώς και στον ιδιόκτητο ηχητικό και μουσικό εξοπλισμό (π.χ. ολοκληρωμένο σετ ντραμς, ενισχυτές, κονσόλες, P.A. κλπ συναφή), αν και το δεύτερο δεν αποτελεί πάντα κανόνα. Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό είναι τ' ότι στις περισσότερες περιπτώσεις δεν έχουν στάνταρ εβδομαδιαίο πρόγραμμα εμφανίσεων, αλλά φιλοξενούν διάφορες διοργανώσεις, συχνά με συνεχή ροή διαφορετικών συναυλιών.

Τα λαϊβάδικα δεν περιορίζονται σε συναυλίες συγκεκριμένων μουσικών ιδιωμάτων, αν και στα καθ' ημάς ασχολούνται περισσότερο με ροκ / μέταλ και έντεχνη ελληνική μουσική. Πρέπει επίσης να αναφερθεί τ' ότι όσον αφορά το σκέλος της παροχής αλκοολούχων, τα λαϊβάδικα δεν διαφέρουν σχεδόν σε τίποτα απ' τα παραδοσιακά κλαμπάκια-μπαράκια-ελληνάδικα, είτε ως προς τις τιμές και την ακρίβεια, είτε ως προς την ποιότητα - η μπόμπα πάει σύννεφο και στα μεν και στα δε.

Οι ιδιοκτήτες των μαγαζιών αυτών λέγονται λαϊβάδες.

  1. Τον θυμάμαι στις αρχές τις δεκαετίας του 80 να παίζει συχνά-πυκνά σε ένα λαιβάδικο στην Μεσογείων στο ύψος της Αγ.Παρασκευής . «Ρόδα» το λέγανε το μαγαζί αν θυμάμαι καλά και μάζευε 50-100 άτομα.Όταν δεν έπαιζε ο Nick,παίζανε οι «Μουσικές Ταξιαρχίες».Τέλειο line up για τότε.Ιδανικό. (Εδώ)

  2. Το ΑΝ είναι για το πολύ 350 άτομα. Παραπάνω χωράει μεν, αλλά δεν φχαριστιέσαι συναυλία, εκτός εάν είσαι στις 5 πρώτες σειρές. Βασικά πιο πολύ κοντά σε προβάδικο πάει παρά σε λαιβάδικο. (Εκεί)

  3. Εδω θα ηθελα να αναφερω ενα μαγαζι το οποιο δεν ηταν μεταλ, αλλα αποτελουσε μια πολυ καλη προσπαθεια προς την κατευθυνση αυτου που λεω ''σωστο ροκ κλαμπ''. Τελη 90 και το μαγαζι ηταν το Bug στο Γκαζι. Αρκετα μεγαλος χωρος, industrial σκηνικο με σωληνες τεραστιους ανεμιστηρες κτλ. Η μουσικη ηταν αυστηρα ξενη και κινουνταν απο το mainstream rock της εποχης, στο ανερχομενο crossover (μετεπειτα numetal), industrial και στο τσακιρ κεφι επιλεγμενα μεταλ κομματια. Μπορει μουσικα να μην με καλυπτε 100% αλλα ηταν ενας πολυ ωραιος χωρος, προπαντως με καλο κοσμο και οχι καμμενους και πρεζακια. Σωστος ηχος και πολλες ωραιες παρουσιες χεχε, μιας και ηταν παντα τιγκα. Μετα εγινε αποτυχημενο λαιβαδικο και τελικα απ οτι εμαθα gay bar (ε ρε νηλες που θα επαιξαν τις πρωτες μερες) (Λίγο πιο πέρα)

(από Khan, 25/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομα τα οποία συναντώνται κυρίως στην επαρχία και τα οποία είναι υπεύθυνα για τη μουσική υπόκρουση σε μαγαζιά που λειτουργούν ταυτόχρονα ως καφετέριες, bar, ταβέρνες και club.

Συνήθως φοράνε ρούχα αμφιβόλου αισθητικής με αποχρώσεις και υλικά που δεν ταιριάζουν αναμεταξύ των.

Είναι πολύ δημοφιλείς σε κοινωνικές ομάδες χαμηλού πνευματικού επιπέδου και φτωχής αισθητικής. Οι μουσικές επιλογές τους είναι συνήθως ένα μείγμα ποπ και τσιφτετελιού με μικρά πεντάλεπτα διαλείμματα δημοτικής μουσικής. Μια από τις κύριες τεχνικές που χρησιμοποιούν είναι η αναπαραγωγή έτοιμων «μιξαρισμένων» δίσκων από άλλους επαγγελματίες DJ, τους οποίους υποκρίνονται ότι «μιξάρουν» επί τόπου. Συνήθως το μουσικό πρόγραμμά τους επαναλαμβάνεται πολλές φορές μέσα στη βραδιά λόγω των λίγων «προμιξαρισμένων» CD που διαθέτουν.

- Γιατί παίζει συνέχεια τα ίδια; Πρώτη φορά ακούω αυτά τα πράγματα...
- Και όμως. Είναι ο καλύτερος βλαχοντιτζέι που διαθέτουμε.

(από chrismegas, 01/03/11)(από chrismegas, 01/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποκατηγορία του λεγόμενου έντεχνου τραγουδιού, που παίρνει τ' όνομά της από το τραγούδι «Να μ' αγαπάς» του αείμνηστου Παύλου Σιδηρόπουλου.

Μουσικά, το ναμαγαπάδικο είναι ένα μπαλαντοειδές τραγούδι, συχνά σε ακουστική εκτέλεση, που πολλές φορές ταυτίζεται με τη φασολάδα, αν και υπάρχουν εξαιρέσεις όπου ο συνθέτης μπορεί να φανεί εξαιρετικά θαρραλέος, ή και ευρηματικός, ως προς την επιλογή και κατασκευή της αρμονικής δομής.

Στιχουργικά όμως, η ταύτιση με τη φασολάδα είναι κατά 99% απόλυτη: χαμένες αγάπες, διαλυμένες ή προβληματικές σχέσεις, θλίψη και μελαγχολία από τη μια μεριά, από την άλλη μεριά ψευτορομαντική και ποιητική εκδήλωση συναισθημάτων για τον / την σύντροφο, ενίοτε διανθισμένες με μία υποψία ελπίδας από την άλλη -για να μην χαρακτηριστεί ο συνθέτης ως καταθλιψάρας, αλλά και ψήγματα κοινωνικού σχολιασμού και κριτικής, προκειμένου να υπάρξει μία γέφυρα επικοινωνίας με την τρέχουσα πραγματικότητα (μη βγει προς τα έξω πως ο συνθέτης είναι στην κοσμάρα του), αλλά και για να μπορέσει να γίνει ένα άνοιγμα στην προβληματισμένη νεολαία, με σκοπό την προσέλκυση ακροατών αυτής της ηλικιακής ομάδας. Αυτό βέβαια σε καθαρά επαγγελματικό επίπεδο, σε πιο ερασιτεχνικό επίπεδο -π.χ. το γκρουπάκι της γειτονιάς- η όλη ιστορία είναι να τσιμπήσει καμιά συμμαθήτρια, συμφοιτήτρια (θολοκουλτουριάρα ή μη), καμιά παρατρεχάμενη / ασυνόδευτη στη μπάρα ή στη διπλανή παρέα κλπ.

Τέλος, η σύνδεση ή ταύτιση του ναμαγαπάδικου ως χώρου (βάσει προηγούμενου ορισμού) και ως είδους μουσικής δεν είναι κάτι καινούργιο. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με το σκυλάδικο, που μπορεί να δηλώνει είτε το ίδιο το μαγαζί, είτε απλά το μουσικό ρεπερτόριο ασχέτως χώρου.

  1. Κατεβασε το Ministry of Sound :the annual 2008,και κατι αναλογο (εαν θες τιτλους ευχαριστως να σου κανω spamming απο τονους τετοια τραγουδια) μετα τραβα ενα Τiesto ( απο τα decafeine μην τους ριξεις στην πρεζα)
    Κατοπιν ανεβαινεις προς τα χαζοχαρουμενα, με δυο τρια ακομα dance κομματια. Εαν γουσταρει η παρεα , εδω ριχνεις και κανενα Βανδη, βγανδη,Τσαλικι (ΤΟ τσαλικι, οπως λεμε το κοχυλι),και μετα βαζεις Αγγλικα ναμαγαπαδικα... (η ωρα 4, πρεπει να χαλαρωσουμε και λιγο να κοιμηθουν οι γειτονες), μετα βαζεις τις «βλακειες» που βαζουν κλασσικα: απο Scorpions μεχρι Ξυλινα σπαθια, μετα αρχιζεις να μαζευεις τους τελειωμενους μην κοιμηθουν στις καρεκλες (ωρα 5:30) και παθουν κανενα νευροπονο και πετας κανα δυο χαλαρα (The Nightwatchman ενδεικνυται) για να την πεσουν και οι υπολοιποι, και μετα αντε καληνυχτα, και καλους απογονους (Εδώ)

  2. Μπορεί τα μάτια της να διαμαρτύρονταν μετά από την υπερβολική έκθεση σ’ αυτόν, δεν συνέβαινε όμως το ίδιο και με τα αυτιά της. Όχι, δεν της τραγουδούσε “ναμαγαπάδικα” ούτε τη φλόμωνε με γλυκόλογα και κομπλιμέντα. Η φωνή του ωστόσο, χωρίς να είναι γλυκιά ή μελωδική, είχε σ’ εκείνη μια σχεδόν ναρκωτική επίδραση. (Εκεί)

(από Khan, 12/12/10)Στην παραλία κάποιοι πήραν το νόμο στα πόδια τους. vamvax.blogspot.com (από patsis, 29/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα η οποία έχει ως κύριο τρόπο διασκέδασης τα μπουζούκια. Όσο πιο σκυλέ το μπουζούκι τόσο καλύτερα! Ακούει κατά κύριο λόγο Έφη και οποιονδήποτε άλλο έχει κάνει γαργάρα με ξυλόπροκες. Συνήθως συνοδεύεται από κάποιο κάγκουρα στυλ Βαρδινογιώργο.

Τα κύρια χαρακτηριστικά της είναι:

  • Τακούνι 19 πόντων+
  • Φορεμομπλουζάκι 2 πόντους κάτω από το μουνί της αλλά τι την νοιάζει.
  • Δίχτυ.
  • Το αναγκαίο πάστωμα.

    Στο μαγαζί την πάει ο Βαρδινογιώργος της με τα της Alpha Romeo του, όπου και περνάει και το 90% της βραδιάς χορεύοντας απά στο τραπέζι με το τσιγάρο στο χέρι και το Φορεμομπλουζάκι της 2 πόντους πάνω από το μουνί της. Καμιά φορά βγάζει και τα τακούνια.

Αυτήν είδε ο βιαστής και είπε ότι δεν φταίει.

- Η μπουζουκόβια η Πετρούλα πάλι πήγε στον Καρρά;

Η Χρονοπούλου ως μπουζοκόβια παλαιάς κοπής στην ταινία: Μια κυρία στα μπουζούκια  (από GATZMAN, 09/11/10)

βλ. και μπουζουκομούνι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το μπουζούκι.

Λέγεται και ζητιανόξυλο.

Και οι δυο όροι, χρησιμοποιούνται από μεν τους χειριστές του αυτοσαρκαστικά, από δε τους επικριτές του, προσβλητικά.

- Από τότενες που πιασε στα χέρια του, ετούτο το ρημάδι το γυφτόξυλο, δε λέει να τ' αφήκει.

(από iwn, 05/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τζουράς.

Νυκτό μουσικό όργανο, οκτάχορδο ή εξάχορδο. Έχει μανίκι και κεφαλάρι μπουζουκιού αλλά μικρότερο σκάφος, περίπου διπλάσιο από τον μπαγλαμά. Κατασκευάζεται από τα ίδια υλικά και με παρόμοιες τεχνικές με το μπουζούκι.

Ο ήχος του θυμίζει μπουζούκι αλλά έχει τη δική του ιδιαίτερη χροιά, γι' αυτό ο τζουράς έχει κατακτήσει την θέση που έχει σήμερα στην ελληνική λαϊκή ορχήστρα.

-Ωραίο νταλγκά το γαμημένο το μισομπούζουκο. Άλλη φκιάξη.

μισομπουζουκο (από iwn, 05/11/10)

Ο ορισμός του τζουρά από την Βικιπαίδεια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άπαντες οι εργαζόμενοι αναμένουν με ιδιαίτερη λαχτάρα τις καλοκαιρινές διακοπές για να αντιστρέψουν τις επιπτώσεις του ετήσιου, εργασιακού ξεμπαταριάσματος (εξ ου και το γνωστό κλισέ «...να φορτίσω τις μπαταρίες μου...»). Οι εκδρομείς, είτε αδειεύονται με στόχο το πλήρες ρέκλιασμα, είτε με στόχο πολλαπλές δραστηριότητες (βλ. εκδρομές, αγροτουρισμό, άθληση) στην συντριπτική τους πλειοψηφία, μεταβάλουν τις ενδυματολογικές και συχνά κοινωνικές συνήθειες/φραγμούς που υπό Κ/Σ προσδιορίζουν την καθημερινότητα τους.

Σ’ αυτούς, προστίθενται φυσικά και οι μαθητές/φοιτητές, οι οποίοι ως τυχεροί αποδέκτες του υψηλότατου επιπέδου εκπαίδευσης που προσφέρει το φροντιστ… εχμ, το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα, αμολιούνται αλαλάζοντας στα νησιά της επικράτειας, συνήθως με στόχο την αναβίωση της Ιλιάρδας ως αντίδοτο στην Πανελληνίαση, τον πραγματικό φόρτο σχολής αλλά και τον «φόρτο» «σχολής». Εξαίρεση οι Κνίτες, οι οποίοι σπεύδουν στις κολεκτίβες της Τασκένδης, και οι προοδευτικοί που αναχωρούν για Ίφκινθο συνοδεία παρεακίου και αρχηγού.

Η από Ανοίξεως έκρηξη των ορμονών η οποία το θέρος φτάνει στο ζενίθ σε συνδυασμό με τις κλιματολογικές συνθήκες της υπερήφανης χώρας μας και το γνωστό ελληνικό ταμπεραμέντο, επιτρέπουν την μαζική υιοθέτηση μικρών ή συνολικών (+ όλο το ενδιάμεσο φάσμα) αλλαγών στο ντύσιμο και τη συμπεριφορά των παραθεριστών.

Ο προορισμός των διακοπών σαφώς και μπορεί να εντείνει (Μάϊκονος) ή να κάμψει (Καλαμπάκα) το φαινόμενο αυτό, ωστόσο σε γενικές γραμμές, οι ήρωες μας παραδίδονται στην ελευθερία που τους προσφέρει η εκτός συνήθους εργασιακού/κοινωνικού κύκλου (έστω προσωρινή) διαβίωση. Η ελευθερία αυτή φτάνει στο υπερθετικό, συνδυαζόμενη αφενός με την ανεμελιά και αφεδύο με το «ευαγγέλιο» της καλοκαιρινής αδείας: «έλα μωρέ σε διακοπές είμαστε» = «δεν θα μας δει κανείς οπότε κάνε ότι θες».

Φτάνοντας εδώ ο αναγνώστης, αναρωτιέται για το μέγεθος της προηγηθείσας εισαγωγής και το γεγονός ότι το λήμμα μας δεν έχει ακόμη εμφανιστεί. Μην απελπίζεσαι πιστέ σλανγκοφανατικέ! Η εισαγωγή θέτει το απαραίτητο κοινωνικοοικονομικοφυλετικό υπόβαθρο για να κατανοήσεις την ρίζα του κακού: τα ρέστα του καλοκαιριού

Τα ρέστα του καλοκαιριού λοιπόν, είναι η μεταφορά/συνέχεια στην «έδρα μας», των ενδυματολογικών αλλαγών ή/και συμπεριφορών που υιοθετήθηκαν κατά τη διάρκεια των διακοπών. Όπως αντιλαμβάνεται κανείς από την εισαγωγή, όσο πιο δυναμικά έχουν παίξει οι διάφορες παράμετροι, τόσο πιο κωμικοτραγικό είναι το αποτέλεσμα άμα τη επιστροφή στο κλεινόν άστυ.

Η ουσία εδώ, είναι η απόλυτη άρνηση για απεμπλοκή από την ψυχολογία των καλοκαιρινών διακοπών και αφού οι διακοπές στο νησί είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με ένα σκασμό μαλακίες που κάναμε, αυτές πρέπει να συνεχιστούν και στο σπίτι. Προσοχή, τα ρέστα δεν αφορούν σε άτομα τα οποία ντύνονται/συμπεριφέρονται μόνιμα έτσι.

Έχουμε λοιπόν:

  • Κουδουνιστά βραχιόλια αστραγάλου – μια χαρά αν είσαι φοιτητριούλα αλλά μάλλον άστοχο αν είσαι π.χ. υπάλληλος τράπεζας.
  • Τατουάζ χέννα σε εμφανή σημεία (χέρια, πόδια) – είπαμε, μόνο η Μαντάνα τα κάνει αυτά, κι αυτή μόλις έπιασε η μόδα το παράτησε (hint!).
  • Χαϊμαλιά, δαχτυλίδια flower-power, ρύζι με το όνομα σου, ονειροπαγίδες, «το όνομα σου με σύρμα» - cool, άντε και τρέντυ στην παραλία και το βράδυ στο μπαράκι. Με φόντο τσιμέντο και μαραμένο γεράνι όμως...
  • Παντόφλα 5-0 στη δουλειά – εκτός αν είσαι ταρίφας ή τελειωμένος κάγκουρας.
  • Μπικίνι λαμέ/Χρυσά/Sheena Queen of the Jungle/Τρικίνι με συνδυαστικό πάστωμα – είπαμε, αυτά στο Super Paradise όπου το drag show όχι απλώς ενδείκνυται, αλλά επιβάλλεται εκτός αν είσαι μπουρναζογκόμενα οπότε...
  • Τόπλες (συνδυαστικά με το προηγούμενο) – βρε καλή μου, καταλαβαίνω ότι μάζευες λεφτά ένα χρόνο για μια βδομάδα στην Ψαρού και έτρεχε ξωπίσω σου το Star για τα δέοντα, αλλά εδώ είναι ΕΟΤ ΒΑΡΚΙΖΑΣ!
  • Προσπάθεια εισόδου σε αστικό night club με λαχανί σαγιονάρα, πολύχρωμη βερμούδα και φανελάκι
  • Ψάθινο καπέλο καουμπόι (ειδικά αν έχει περιμετρικώς πέτσινο κορδόνι με περασμένα κοχύλια κλπ.). Στο Βάϊ και τις Μικρές Κυκλάδες σε έχουνε θεό (τι θεό, ημίθεο και βάλε). Στην παραλιακή μπορεί να σου ζητήσουν φορτιστή αυτοκινήτου ή το τελευταίο CD της Βισσοβανδή.
  • Υπερκατανάλωση καλοκαιρινών πιοτών (Mojito, Caipirinha, σφηνάκια, καρπούζα, κλπ.) και άνοδος σε τραπέζια/μπάρες αλαλάζοντας και στριφογυρίζοντας το μπλουζάκι πάνω απ’ το κεφάλι - πάει πακέτο με δήλωση στο Star: «Eδώ περνάμε suuuuper!!!!» ή κάποια αντίστοιχη τρεντουλιά και μεις ψάχνουμε διαφυγή.
  • Απεριποίητη μουσάρα ή αξύριστα πόδια/μασχάλες γιατί «ένα μήνα στο Ελαφονήσι ήμασταν σε φάση natural» (τύφλα να’χει ο Γκρίζλυ Άνταμς).

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η μαζικοποίηση των παραπάνω μοδών καθώς η γνωστή επιχειρηματικότητα του Έλληνα έχει διασπείρει τα σχετικά «προϊόντα» σε όλους πλέον τους τουριστικούς προορισμούς ανά τη νησιωτική χώρα. Επίσης ενδιαφέρον παρουσιάζει η αυταπάτη των ατόμων αυτών ότι και καλά τα σχόλια των γύρω τους (όπα μεγάλε!, για δες αλλαγές!, κλπ.) είναι δείγματα θαυμασμού και αποδοχής, ενώ το σύνολο των παραπάνω θα πρέπει να ξορκίζεται στο πυρ το εξώτερο μαζί με τα πήλινα σταμνάκια-καρδερίνες και τα μπουκάλια κουμ-κουάτ που δίνονται σε γονείς για να έχουν κάτι να θυμούνται...

Εντός λήμματος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified