Οπαδός της μαύρης χορευτικής μουσικής (σόουλ κλπ), από το μότο-προτροπή για χορό get up που ακουγόταν σε τραγούδια του James Brown.
- Είναι ροκάς ο φίλος σου;
- Τι ροκάς μωρέ, άσ' τα! Προέκυψε γκιράπης!
Οπαδός της μαύρης χορευτικής μουσικής (σόουλ κλπ), από το μότο-προτροπή για χορό get up που ακουγόταν σε τραγούδια του James Brown.
- Είναι ροκάς ο φίλος σου;
- Τι ροκάς μωρέ, άσ' τα! Προέκυψε γκιράπης!
Got a better definition? Add it!
Ιδιάζουσα κατηγορία γυναικών. Έχουν ύψος συνήθως 1.58-1.63. Κουρεύονται πάντα μόνες τους γιατί το μαλλί τους είναι μορφή τέχνης και οι άλλοι στα κομμωτήρια όλοι μαλάκες είναι, ή δίνουν μια μπετονιέρα λεφτά για κούρεμα σε κάποιον που είναι πιο τέχνης από αυτές, αλλά όχι πολύ. Τα ρούχα τους είναι πάντα περίεργα για τον ίδιο ακριβώς λόγο και κάτι παραπάνω. Ξέρουν τα πάντα για οποιονδήποτε καλλιτέχνη (άντρα πάντα) έχει χαρακτηριστεί ανερχόμενος, avant garde ή κάτι παραπλήσιο και όσο πιο σπάνιος είναι τόσο το καλύτερο. Διαθέτουν αναλογικό μετρητή κυκλοθυμικότητας με χρονόμετρο γιατί πρέπει να αλλάζουν συμπεριφορά όλη την ώρα. Ο λόγος δεν έχει διευκρινιστεί από κάποια επίσιμη πηγή. Οι γραφές λένε ότι μάλλον είναι απόγονοι των Ελ και γι'αυτό, ως όντα διαφορετικά από μας, ζουν σε μια δικιά τους πραγματικότητα. Συναντιούνται συνήθως σε live τύπων που παίζουν post elanteti αλλά ξέρουν αυτοί, ή στην «Αρχιτεκτονική». Χόμπυ τους το φτιάξιμο αυτοσχέδιων κοσμημάτων, το κοίταγμα της βροχής και το να παίζουν κιθάρα γυμνές (καλή φάση μεταξυ μας, μαλλον...).
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Νυχτερινά κέντρα διασκέδασης με έμφαση στη λαϊκή μουσική, των οποίων τα μουσικά σχήματα εκτείνονται από Ελληνική pop έως βαριά λαϊκά.
- Αυτή κάθε μέρα γυρνά στα μπουζουκομάγαζα...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που ακούει φανατικά cd της Heaven.
Επίσης: Χεβενικός
- Α εγώ δεν ακούω τέτοια μουσική ... είμαι πιο πολύ έτσι... χεβενίστας.
Got a better definition? Add it!
Published
Η γκόμενα χαμηλού επιπέδου. Η χαζοβιόλα.
- Άντε προχώρα μωρή τρομπέτα...
Got a better definition? Add it!
Ο εναλλακτικός, ειδικά και ορισμένα.
(Ελαφρώς) πιο πλυμένος από ΚΝίτη, ο ανήρ εντεχνindie ξεχωρίζει για το 1 ράστο που συνήθως καλλιεργεί ή το μαλλί τύπου tribal (ολούθε ξυρισμένο και όπισθεν χαιτίδιον) και το μούσι 18 ημερών.
Το θήλυ εντεχνindie σπουδάζει αρχιτεκτονική ή καλές τέχνες, έχει επίσης ράστο και φοράει παπούτσια τύπου μπαρέτας. Συνήθως δεν έχει ύψος άνω του 1.65.
Ακούει συγκροτήματα τύπου Godspeed u black emperor αλλά παραδέχεται και τον Θανάση Παπακωνσταντίνου.
Αγαπημένο bar: Άνθρωπος
- Ρε Μάκη πάμε κανα Άνθρωπο σήμερα; Ακούω ωραίο είναι.
- Πού ρε μαλάκα; Εκεί είναι τίγκα στον ούγκανο και στον εντεχνindie. Δεν πάμε booze να δούμε καμιά λεσβία καλύτερα;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο ακούων ροκάκια έχει μικρή σχέση με τη μουσική. Κατα βάση νομίζει ότι έχει μεγαλύτερη σχέση από τους άλλους διότι έχει 3 δίσκους U2 και έχει ακούσει 4 φορές το Χατζηγιάννη. Στην έννοια «ροκάκια» εμπίπτει ένα μεγαλό μουσικό φάσμα σχετιζόμενο με την ποπ και ροκ μουσική των τελευταιων δεκαετιών και περιλαμβάνει καλλιτέχνες από την Πωλίνα και τον Κώστα Χαριτοδιπλωμένο έως τους Dire Straits, τους Whitesnake και τους James.
Πιστεύει ακράδαντα πως το συγκρότημα εκ Θεσσαλονικής Ονειράμα «ροκάρει άγρια» και εν γένει «τα σπάει».
Ροκάκια δεν είναι : όσα ο ακούων ροκάκια δεν ξέρει διότι είναι κουλτουριάρικο και άρα δεν φταίει αυτός αλλά και τα μπίτια ή μπιτάκια, τα οποία ωστόσο μπορεί και αυτά να τα εκτιμά.
Αγαπημενό μαγαζί εν Αθήναις : Εν Δελφοίς
Αγαπημενο μαγαζί εν Θεσσαλονίκη : Μπελ αίρ.
Ο ακούων ροκάκια ακολουθεί το τρίπτυχο «sex and drugs and rock 'n' roll» σε όλη του τη ζωή.
- Και να σου πω μανίτσα... Τι μουσική ακούς;
- Αααα απ' όλα... Και μπίτια και ροκάκια και άμα είμαι και χαλαρωτή ακούω και καμμία μπαλλλάντα...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η ηλεκτρονική χορευτική μουσική που ακούγεται κυρίως στα νάιτ κλαμπς και στα στερεοφωνικά καγκουρεμένων αυτοκινήτων («ντουπ ντουπ ντουπ ντουπ»).
Προέρχεται απο την αγγλική λέξη beat.
- Μας έχει πάρει τ' αυτιά ο DJ μ' αυτά τα άθλια μπιτάκια που βάζει. Πάμε έξω για τσιγάρο;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Εξελληνισμένος όρος για την γνωστή τακτική του mosh pit που γίνεται στις μπροστινές σειρές κατά τη διάρκεια συναυλιών metal, punk, hardcore και τα λοιπά.
Περιλαμβάνει άνοιγμα χώρου μπροστά στη σκηνή και μετά ξύλο με αγκωνιές κυρίως.
Βλ. και σχιζοφρένεια. Σχετικά: τρώω ξύλο, πέφτει ξύλο, βρωμόξυλο, ξύλο μετά μουσικής, το, της αρκούδας, ξύλο της χρονιάς, το, ταβερνόξυλο, βαράτε, το,κλωτσομπουνίδι. Σύγκρινε και με: δεν θα μείνει κολυμπηθρόξυλο
Got a better definition? Add it!
Διασταύρωση της λέξης ίμο (αγγ. emo = emotional) και της λέξης σαλούφα. Χρησιμοποιείται απαξιωτικά για να χαρακτηρίσει άτομα που βρίσκονται στην κατηγορία ίμο (emo).
-Κοίτα το ρε το ιμοσάλουφο.
-Ναι! Η φράντζα κοντεύει να του φτάσει στα βυζιά.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified