Ο θρασύς αυτός βλάκας που συναντάται σε στάσεις μέσων μαζικής μεταφοράς, κυρίως λεωφορείων και μετρό, και που, με το που κάνει στάση το όχημα και ανοιγουν οι πόρτες, ενώ βλέπει ο εν λόγω βλάκας οτι το όχημα είναι φίσκα στον κόσμο, προσπαθεί να χωθεί κι αυτός και κάνει και υποδείξεις κιόλας λ.χ. "Κάντε πιο μέσα, έχει χώρο, είναι άδειο μεσα, προχωράτε..." !!

- Κάντε πιο μέσα, έχει χώρο, είναι άδειο μεσα, προχωράτε...
- Πού να πάμε ρε φισκάβλάκα, πού το βλέπεις άδειο, δεν βλέπεις οτι δεν χωράει ούτε καρφίτσα;;

Επίσης: φισκαμαλάκας, τιγκαβλάκας.

Got a better definition? Add it!

Published

Το πανούργο και ηθικά επαίσχυντο άτομο που, κατά την αναζήτηση ταξιού, πάει και στέκεται δέκα μέτρα πιο πάνω από σένα στο δρόμο, ώστε να σταματήσει πρώτος το ταξί.

Ο ......., που συνελήφθη σήμερα για τη ληστεία, είναι σεσημασμένος ταξιδύτης.

(από jesus, 28/11/10)

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ταξιτζής.

- Σανίδωσέ το ρε τάριφμαν, θα χάσω την πτήση.

Με την καλή έννοια (από Khan, 26/04/13)

Δες και ταρίφας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μετροπόντικας είναι ο ειδικός εκσκαφέας που χρησιμεύει για τη διάνοιξη σήραγγας στην κατασκευή του μετρό. Όπως λέει άλλωστε και το Σιδηρό Προσωνύμιο, η λέξη μετροπόντιικας προέρχεται από παράφραση της λέξης τυφλοπόντικας, αφού η υπόγεια κίνηση του παρομοιάζεται με την κίνηση του τυφλοπόντικα που σκαλίζει προκειμένου να κινηθεί. Εδώ λοιπόν αναδεικνύεται η ιδιότητα κλειδί για το συγκεκριμένο ορισμό που είναι η φράση «χαμηλό επίπεδο».

Στη συγκεκριμένη λοιπόν περίπτωση, η φράση του λήμματος, έχει απαξιωτικό χαρακτήρα και εκφράζει το συμπέρασμα κάποιου σχετικά με το επίπεδο κάποιου άλλου (βλ. παραδείγματα 1,2), ή κάποιας ομάδας ατόμων (βλ. παράδειγμα 3) που, κατά τη γνώμη του, είναι χαμηλό. Προκειμένου δε, να δώσει έμφαση στην άποψη του, βρίσκει και καλά... το επίπεδο του θεωρούμενου ατόμου ή της θεωρούμενης ομάδας, χαμηλότερο από το υπόγειο επίπεδο εκσκαφής του μετροπόντικα.

Σημείωση
α) Ως επίπεδο μπορούμε ανάλογα με την περίπτωση να μιλάμε: για νοητικό επίπεδο παραπέμποντας σε άτομο με άι κιού ραδικιού (βλ. παράδειγμα 1), για επίπεδο πνευματικής καλλιέργειας (βλ.παράδειγμα 2), για επίπεδο ευθύνης (βλ. παράδειγμα 3) κ.λπ.
β) Πολλές φορές, μετά τη λέξη «χαμηλότερο», ακολουθεί μικρή παύση για να προετοιμάσει τον άλλον για τη συνέχεια της φράσης (επίπεδο μετροπόντικα).
γ) Στο λήμμα η λέξη «χαμηλότερο» μπορεί να αντικατασταθεί και με τη λέξη «χειρότερο».
δ) πολλές φορές σε μια τέτοια συμπερασματική φράση μπορεί να γενικεύονται κρίσεις ατεκμηρίωτα (βλ.παράδειγμα 1)

  1. - Καλά ρε μαλάκα, πώς σφουγγαρίζεις έτσι; Αχρηστος είσαι. Σκατά! τα 'κανες. Κοίτα να μαθαίνεις (του δείχνει).
    - Α έτσι έπρεπε; Δεν ήξερα.
    - Καλά... Απ' ό,τι φαίνεται... έχεις επίπεδο χαμηλότερο κι από επίπεδο μετροπόντικα. Παραδέξου το.
    - Κάτσε ρε... Αυτό δεν το 'ξερα... Οκ. Μη γενικεύεις όμως.

  2. - Είσαι μαλάκας, είσαι μουνόπανο, είσαι αρχίδι, δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο είσαι.
    - Βρίσε, βρίσε, βρίσε. Όσο βρίζεις, τόσο θα ενισχύεις τη γνώμη μου για το επίπεδο σου.
    - Τι εννοείς;
    - Εννοώ πως έχεις επίπεδο χαμηλότερο κι από επίπεδο μετροπόντικα. Αατα

  3. - Εκεί στη δημόσια υπηρεσία που δουλεύουμε, προκειμένου να 'χουμε λούφεν_ τούφεν, στέλνουμε που και που, δουλειά που μπορούμε να την κάνουμε, σε υποκατασκευάστριες εταιρείες. Δεν υπάρχει άλλος λόγος πέρα απ' τη λούφα μας. Κάτι οι επιδοτήσεις, κάτι οι κρατικές ενισχύσεις, τη βγάζουμε κοτσάνι.
    - Και μπορείτε;
    - E... Λες να μην έχουμε βρει τρόπους;Σαράντα χρόνια...
    Του εξηγεί: μπλα... μπλα... μπλα...
    - Ε, πάει και τελείωσε. Έχετε επίπεδο χαμηλότερο... κι από επίπεδο μετροπόντικα.Νισάφι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως ταλιροφονιάς χαρακτηρίζεται ο ταξιτζής. Ο χαρακτηρισμός δημιουργήθηκε επειδή οι ταξιτζήδες στρογγυλοποιούσαν το ποσό που έγραφε το ταξίμετρο προς τα επάνω κατά 5 δρχ. Αν έγραφε π.χ. 495 δρχ σου έλεγαν 500 δρχ!!!

Άντε ρε ταλιροφονιά θα ξεκινήσεις; Πράσινο άναψε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφερόμενο σε ταξιτζή:

Αυτός που δεν είναι δικτυωμένος ώστε να παίρνει καλοπληρωμένες πριβέ κούρσες για αεροδρόμια, λιμάνια, ξενοδοχεία κ.λπ.. Για να βγάλει το μεροκάματο, πήζει όλη μέρα στο μποτιλιάρισμα των πιο πολυσύχναστων μερών της πόλης, ορμώντας να πάρει την οποιαδήποτε κούρσα, ακόμη κι αν είναι του χιλιόμετρου με αντίτιμο τη σημαία και μόνο.

Πολεμάει σε πολλά μέτωπα ταυτόχρονα:
α/ με τους συναδέλφους του, ποιος θα επικρατήσει στη διεκδίκηση της ολοένα και πιο σπάνιας κούρσας
/β με το ίδιο το traffic και τις ψυχοφθόρες - αυτοκινητοφθόρες συνέπειές του
γ/ με τον κάθε τρελαμένο πελάτη που βιάζεται να προλάβει, αγχώνεται που το ρολόι γράφει χωρίς να κινείται φύλλο στο δρόμο και πάει λέγοντας. δ/ με το μεροκάματο που δεν βγαίνει, σε πείσμα της φιλότιμης προσπάθειάς του, αφού τι να τις κάνεις τριάντα κούρσες την ημέρα για φραγκοδίφραγκα, εκεί που έχουν φτάσει τα πετρέλαια, οι ασφάλειες, το ταμείο και τα συνεργεία...

Συνήθως, πολεμιστές είναι όσοι δεν έχουν ιδιόκτητο ταξί και νοικιάζουν όχημα, καθώς για να έχεις σταθερή «πριβέ» κίνηση πρέπει να έχεις αυτοκίνητο περιωπής, άριστης κατάστασης και μικρής ηλικίας. Τέτοια ταξί σπάνια διατίθενται προς ενοικίαση, συνεπώς όποιος νοικιάζει ταξί αυτομάτως καταδικάζεται σε «Πολεμιστή» της κίτρινης φυλής.

Τιλέρε μάστορα που θα μου κρατήσεις δύο μέρες μέσα το Octavia για αλλαγή δίσκο-πλατώ; Εγώ είμαι πολεμιστής, 400 km τη μέρα κάνει το αμάξι, θες να πεινάσει το παιδί μου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ταξιτζής, από παράφραση του ονόματος, του γνωστού Αιγύπτιου ηθοποιού Ομάρ Σαρίφ. Πέραν της εύκολα κατανοητής παράφρασης, η φράση προσφέρει και το επιπλέον εφέ της ανάδειξης οπτικών συνειρμών με μεγάλο μέρος της ευγενούς τάξεως των ταριφέων, δηλαδή μαυριδερός, μουστάκι, ανατολίτικο στυλ (ειδικά για τουρίστριες Βορείων χωρών).

Δυστυχώς για τον πραγματικό Ομάρ (γενηθείς ως Michel Demitri Chalhoub), οι δικοί μας ταρίφες συνήθως δεν διαθέτουν τα προσόντα του, δηλαδή κοσμοπολίτικο αέρα, γνώση ξένων γλωσσών (μιλάει εξαιρετικά Αραβικά, Αγγλικά, Ελληνικά και Γαλλικά, ενώ λιγότερο καλά Ιταλικά και Τουρκικά) και εξαιρετικό ταλέντο στο χαρτοπαίγνιο μπριτζ.

Συγνώμη Ομάρ, οι δικοί μας είναι αμφίβολο αν μιλάνε ακόμα και Ελληνικά, αλλά σαν και εσένα, από υποκριτικό ταλέντο οι περισσότεροι σκίζουν!

- Τι ώρα πετάμε αύριο;
- Στις 10. Θα περάσει ο Ομάρ Ταρίφ να μας μαζέψει στις 8.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για τους ταξιτζήδες.
Αφορά αυτούς που χρεώνουν ό,τι θέλουν, σε αφήνουν όπου τους βολεύει, παίρνουν διπλό και τριπλό δρομολόγιο και γενικά είναι αγενείς και απότομοι.

Έψαχνα μια ώρα για να βρω ένα ταξί να με πάει στον σταθμό. Αγανάκτησα με τους κιτρινιάρηδες! Ο ένας δεν τον βόλευε το δρομολόγιο, ο άλλος ήταν άδειος και δεν σταμάταγε, τελικά μπήκα σε έναν που είχε ήδη πελάτη και με άφησε 2 τετράγωνα πιο μακριά από το σταθμό... Άσε, πίκρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως γνωστόν, ως εισπράκτωρ ορίζονταν ο εργαζόμενος εις τα λεωφορεία, ο οποίος ήτο καθήμενος εν τω μέσω του οχήματος και εισέπραττε χρηματικό αντίτιμο του εισιτηρίου, ήτοι ναύλα.

Ο εισπρώκτορ (εκ των λέξεων: εισπράκτορας + πρωκτός) δεν εισπράττει χρήματα αλλά πέη παρά τον πρωκτό, ήτοι καυλ(ι)ά.

Ενίοτε η λέξη χρησιμοποιείται αναλλοίωτη μετά της σχετικής κινήσεως (σχηματισμός κύκλου αυξομειούμενης διαμέτρου με τον αντίχειρα και τον δείκτη, δηλωτικού της κινήσεως της πρωκτικής οπής του ομοφυλόφιλου κατά την... πρωκτοδιεύρυνση!).

Ευτέρπη: «Α, κοίταξον! Ο Νικόλας! Οποίος ανδρας!» Χαρίκλεια: «Ματαιοπονείς φιλτάτη! Ούτως ανήρ, εστί... τοιούτος ανήρ! Ήτοι εισπρώκτωρας!»
Ευτέρπη: «Οϊμέ!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified