(Διάλογος μεταξύ Θέιου Σκρουτζ και Ντόναλντ) Θ.Σ.: "Τσακίσου ανιψιέ! Τα νομισματάκια μου θέλουν γυάλισμα!" Ντ.: "Σνορτ!"
Επιφώνημα των Μικυμάου για το θυμό (χρησιμοποιείται αντί για γκρρρ, σγκρουντ).
(Διάλογος μεταξύ Θέιου Σκρουτζ και Ντόναλντ) Θ.Σ.: "Τσακίσου ανιψιέ! Τα νομισματάκια μου θέλουν γυάλισμα!" Ντ.: "Σνορτ!"
Επιφώνημα των Μικυμάου για το θυμό (χρησιμοποιείται αντί για γκρρρ, σγκρουντ).
Got a better definition? Add it!
Published
Ο ορθόδοξος παπάς (προφανώς λόγω ενδυμασίας).
Ακούστηκε από τον αποσχηματισθέντα πρώην Αρχιμανδρίτη Αργύρη Τσακαλία (θείο του Ξηρού της 17Ν).
-Κι αυτός ο Αρχι-μπάτμαν...
(ο Α. Τσακαλίας μιλώντας στην TV αναφερόμενος στον πρώην προϊστάμενό του Αρχιερέα)
Got a better definition? Add it!
Το άτομο που χαρακτηρίζεται από δύο εξαιρετικά αρνητικές ιδιότητες, όταν μία θα ήταν αρκετή για να μας γίνει αντιπαθές ή τρομακτικό.
Κάποιος που δεν θα θέλαμε να συναντήσουμε, ούτε φυσικά να σχετιστούμε μαζί του. Ενίοτε συνώνυμο του ορκ.
Από τις σειρές κόμικς, βίντεο γκέημς και ταινιών «Alien vs. Predator», όπου Predalien είναι το ανοσιούργημα που προκύπτει όταν το Alien παρασιτεί εντός κάποιου Predator. Τέρας εις το τετράγωνο.
- Και βρομά και πρεζόνι, σωστό πρεντάλιεν. Μπρρρ, Λουκία μου... μακρυά από μας...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έκφραση - ήχος που προέρχεται από τα μικιμάου.
Λιγουρεύομαι κάτι, τόσο πολύ, που μου τρέχουν τα σάλια και τα μαζεύω με αναρρόφηση: σλουρπ! Παραδείγματα 1, 2, 3.
Καταπίνω με λαχτάρα κάτι υγρό, κυρίως πηχτό, με αναρρόφηση επίσης: σλουρπ! Παραδείγματα 4, 5, 6.
Παίζει ιδιαιτέρως για λιγούρια.
Αντίστοιχες εκφράσεις - ήχοι: λυγμ, κλαψ, σνιφ, γκλουπ, σμπαρακουάκ, μούμπλε μούμπλε κ.λπ.
Ασίστ: vip από εδώ.
Παράδειγμα 1
- Μάνα μου, τι τούρτα είναι αυτή! (σλουρπ - τα σάλια).
Παράδειγμα 2
- Κάτια κοίτα τα κόκκινα λουμπούτιν στην βιτρίνα! (σλουρπ - τα σάλια).
- Χέσε με ρε, αυτά κάνουν ένα μισθό, βολέψου με μιγκάτο.
Παράδειγμα 3
- Παναΐτσα μου, κόψε ένα μωρό ρε! (σλουρπ - τα σάλια).
- Κόψε κάτι και συ μωρέ, σιγά το μωρό.
Παράδειγμα 4
Ένα μωρό πίνει λαίμαργα το γάλα από το μπιμπερό του (σλουρπ - το γάλα).
Παράδειγμα 5
Ένα κοριτσάκι ρουφάει λαίμαργα το μιλκσέικ φράουλα (σλουρπ - το μιλκσέικ).
Παράδειγμα 6
Μια ρουφοκαβλέτα ρουφάει λαίμαργα τα πάντα όλα μετά την πίπα (σλουρπ - το σπέρμα).
Got a better definition? Add it!
Ο χοντρός και δυνατός, το γομάρι. Μπορεί να το πει κανείς όμως και για κάποιον που είναι απλά πολύ χοντρός.
- Ρε κόψε λίγο τους γύρους και τις μπύρες, Οβελίξ έχεις γίνει!
Βλ. και liposan, αβοκάντο, αρκούδα, βόιδαγλας, βους, βυζόχερος, εύχοντρος, ζελές, θωρηκτό Ποτέμκιν, ιπποπόταμος, κινητό χασάπικο, κουμπαράς, κρεοπωλείο η αφθονία, Μπίλιας, μπόγος, ντουλάπα, ξίγκι, πατσοκοιλιάς, σμπόκος, τόφαλος, χοντρολίπαρος, χοντρομπαλάς
Got a better definition? Add it!
Ισπανόφωνο επιφώνημα έκπληξης (βλ. Ay, caramba).
Πολύ διαδεδομένο κατά τα εξήνταζ και εβδομήνταζ, μέσω κόμικς της εποχής: Λούκι Λουκ, Όμπραξ, κλπ.
- Καράμπα! Ξέχασα το CD!
- Καραμαλάκας είσαι! Τι κάνουμε τώρα;
- Ανοίγω το συρτάρι, και καράμπα! Ένας δονήταρος, να, με το συμπάθιο.
Got a better definition? Add it!
Άντρας ή γυναίκα με πρόσωπο όχι απαραιτήτως άσχημο, αλλά που μοιάζει με καρτούν, έχει δηλαδή κάτι το αστείο, ή που θυμίζει ζωάκι, ή που, απλά, είναι συνηθισμένο μέχρι αηδίας. Κυρίως όμως λέγεται για ασχημόπαπα.
- Τι λέει η καινούργια γειτόνισσα;
- Γαμώ τα παιδιά.
- Ωραίο μουνί;
- Συμπαθητική.
- Με άλλα λόγια: μπάζο.
- Όχι μωρέ, απλώς είναι λίγο φάτσα καρτούν.
- Μανάρα;
- Στρουμφ.
Got a better definition? Add it!
Όλα τα κόμικς και τα κινούμενα σχέδια, γνωστά και σαν «Μίκυ Μάους», αλλά ακόμα και αν δεν είναι Μίκυ Μάους.
Άσε τα μικιμάου και πιάσε κάνα βιβλίο να ξεστραβωθείς!!
Got a better definition? Add it!
Τη λέξη αυτή χρησιμοποιούν άνθρωποι των παλαιότερων γενεών (60 και άνω) όταν θέλουν να αναφερθούν συλλήβδην στα κινούμενα σχέδια, αλλά και στις φιγούρες που υπάρχουν στα ηλεκτρονικά βιντεοπαιχνίδια. Υποθέτω ότι αυτή η λέξη προέκυψε καθώς οι μόνες κινούμενες φιγούρες τις οποίες γνώριζαν οι παλιοί ήταν αυτές του θεάτρου σκιών και μόλις είδαν τα κινούμενα σχέδια, αμέσως τα συσχέτισαν με τον καραγκιόζη.
Ο όρος αυτός βέβαια έχει και μία υποτιμητική χροιά καθώς οι παλιοί πάντοτε πίστευαν ότι τα κινούμενα σχέδια ή απασχολούν συνεχώς τα παιδιά και αυτά δεν κάνουν πιο σημαντικές δουλειές (όπως το διάβασμα) ή δε βγαίνουν στις αλάνες να παίξουν όπως έκαναν αυτοί παλαιότερα...
Ο μικρός, αντί να ανοίξει κανένα βιβλίο, είναι όλη τη μέρα μπροστά στην τηλεόραση και βλέπει τα καραγκιοζάκια. Να δω τί θα κάνει αυτό το παιδί στη ζωή του...
- Βγείτε και καμία βόλτα να πάρετε λίγο αέρα. Όλη τη μέρα είστε μπροστά στο κομπιούτερ και παίζετε με τα καραγκιοζάκια. Όταν ήμασταν στην ηλικία σας, ήμασταν στις αλάνες και παίζαμε όλη τη μέρα...
- Αλλάζουν οι εποχές παππού... Αν είχατε κι εσείς τότε το WoW, δε θα ήσασταν στις αλάνες, το είπε και ο Mikeius.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χρησιμοποιείται προκειμένου να δείξει τον απόλυτο βαθμό κατά τον οποίον υπερτερεί αυτό το οποίο θέλουμε δια της φράσης να εξυψώσουμε. Η προέλευση της φράσης θα πρέπει ν' αναζητηθεί στα Λούκυ Λουκ.
- Πω ρε μαλάκα...τι μπουτάρες έχει αυτή η Ελένη...!
- Άσε φίλε! Τα πιο όμορφα μπούτια ανατολικά του Μισισιπή!
- Γιατί ρε, δυτικά του Μισισιπή παίζουν καλύτερα;
- Πού να ξέρω ρε ζωέμπορα, λέμε τώρα...
Λουκυλουκικά: είμαι ένας φτωχός και μόνος καουμπόυ, λούκυ λουκ, ο/η πιο ... ανατολικά του Μισσισσιπή, Παλούκι Λουκ, πιο χαζός κι απ' τον Άβερελ, πίσσα και πούπουλα, Ραντανπλάν.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified