Further tags

Μάγκικος αναγραμματισμός της φράσης «γελάς, μουνάκι».

Δεν αποτελεί υποχρεωτικά μέρος διαλόγου. Απαντάται και σε ρητορικούς μονολόγους όπου ο ευρισκόμενος σε κλητική πτώση εν τη αγνοία του γελά ανέμελος προ κάποιας επικείμενης ενέδρας. Ο δε τονισμός της φράσης κλιμακώνεται όπως ακριβώς και στην επική φράση του ταξίαρχου Θεοχάρη «...σκουλήκι...», διατυπωμένη από αμφότερους τους δύο τρισμέγιστους διδάσκαλους Βασιλείου και Σεφερλή.

Ο αναγραμματισμός ακολουθεί την πεπατημένη του δήθεν εξευγενισμού γνωστών παλιοκουβεντών του τύπου τσαπού, λακαμάς κλπ.

  1. (Σουρρεαλιστική προσθήκη σε ιστορικό διάλογο)

- Με θυμάσαι ρε πούστη;;
- Όχι (χαμογελώντας)
- ... μουνάς, γελάκι...

(... ακολουθεί το γνωστό μακελειό)

  1. (Εκτός διαλόγου - απόσπασμα από το μονόπρακτο «Περιμένοντας τον κοντό που μου έφαγε την γκόμενα»)

... Α, ρε πουσταρά, αρχίδι του δάσους... έβγα απ'τ' αμάξι, ρε ξεκωλιάρη και θα μαζέψεις και για το σπίτι... μουνάς, γελάκι...

(από Abas, 14/01/10)

βλ. και χασίστες και φουντικοί, γλωσσεύω την μπέρδα μου, φρόας τας σένας, καθώς και τα εκάστοτε σχόλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τόνοι μελάνι, θα χυθούν αν πρέπει να γράφεται με «η» ή με «ι». Αλλά, το προσπερνάω, γιατί είναι σλανγκ, και η σλανγκ πρωτογενώς έχει να κάνει με τον προφορικό λόγο.

Γαμιστής είναι ο τόσο γαμαωδέρνουλας, που το έχει κάνει επάγγελμα, για αυτό κερδίζει και την κατάληξη σε -ης. Όπως, ταξιτζής, μπογιατζής, φορτηγατζής, μπανιστιρτζής, κομμουνιστής, καπιταλιστής (άσχετα εντελώς τα τρία τελευταία, αλλά κάνουν ρίμα). Είναι αυτός που καταφέρνει να γοητεύει κατά συρροή τα θηλυκά, και ακολούθως να τα ικανοποιεί σεξουαλικά, λες και το χρωστάει στην ανθρωπότητα.

Δευτερεύουσα σημασία του όρου, έχει να κάνει και με αυτόν που χαλάει μια κατάσταση, γαμάει τα πράγματα δηλαδή.

-Ρε εσύ, αυτός κάνει τίποτα; Ο παππούς του ήταν μεγάλος γαμιστής! -Μπα, τούτος εδώ είναι η ντροπή της οικογένειας!!! Έχει πάρει το αυτί μου ότι την τρίζει την όπισθεν

-Εντάξει το βράδυ, έκλεισε το τραπέζι;
-Έκλεισε, μόνο που... θα έλθει κι ο Μάκης, ο ξάδερφος του Μπάμπη του Σουγιά.
-Έλα ρε μαλάκα με το γαμιστή. Αυτός θα μας τα κάνει άνω κάτω πάλι.
-Μην ανησυχείς, του είπαμε κομμένες οι μαλακίες. Αν δεν συμμορφωθεί τον τζάζουμε. Ούτως ή άλλως, είμαστε έξι χωρίς αυτόν.
-Γεννηθήτω το μπλε θέλημα σου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μειωτικός και χλευαστικός χαρακτηρισμός που αναφέρεται:

  • Στον συμπαθή αλλοδαπό της γείτονος (και όχι μόνο) ώστε να τον μειώσουμε και να του υπενθυμίσουμε την ανωτερότητα του Ελληνάρα.
  • Σε αντιπαθή ημεδαπό, ο οποίος με την αισθητική και συμπεριφορά του είναι άξιος υποψήφιος για το κλειδί της πόλης των Τιράνων.

Κοίτα ρε τον αλβανιάρη ζάντα που έβαλε στο Range...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο Κούλης (Κυριάκος) που ακούει cure.

  2. Ο Κούλης (Κυριάκος) που θεραπεύει ή που χρήζει θεραπείας.

  3. Όρος παραπλανητικός που απευθύνεται, εξ απαλών ονύχων, σε χαζοχαρούμενα τσιφτετελοκοριτσάκια, βαριά μέχρι 18, προκειμένου να πειστούν να ακολουθήσουν τους γκοθάδες συμμαθητές τους στο σκοτεινό μπουντρούμι, έχοντας πιστέψει ότι θα ακούσουν ελληνάδικα, και να χάσουν το αίμα τους από δαύτους.

  4. Συνειρμός που γεννάται σε περιδιαβαίνοντες έξω από τα καφέ στην πλατεία Εξαρχείων, την πάλαι ποτέ εναλλακτικογέννα, την οποία πλέον έχουν αλώσει αλλότριοι πληθυσμοί του κολωνακιώτικου τρεντ, καθώς «εκεί που άκουγες τους Cure τώρα ακούς Κουρκούλη».

  5. Συνειρμός που γεννάται όταν βλέπεις τα παιδάκια emo να ψωνίζουν στο Κολωνάκι ή σε κλαμπ στην παραλιακή.

  6. Κοργιαλάς.

- Κορίτσα, πάμε «κρύπτη» το Σάββατο.
- Μα, Δαμιανέ, πού να πάμε, να ακούσουμε τα άγρια και τα καταθλιπτικά που ακούς εσύ;
- Ελάτε, ελάτε, θα σας αρέσει. Θα παίζει και κιουρκούλη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημείο των καιρών, παρατηρείται στη σόουμπιζ (κινηματογράφος-τηλεόραση-θέατρο).
Να μην συγχέεται με εν γένει πουστλέ εμφάνιση στα μήδια (π.χ. πρωινάδες, haute-κοπτοραπτούδες, κορδελλιάστρες κλπ) ή καφενόβιους αφορισμούς του τύπου «οι πούστηδοι κι οι οβραίοι έχουνε πιάσει τα πόστα», διότι είναι ειδικότερη έννοια. Εξ άλλου οι συνεπείς αδερφές είναι αξιότιμες.

Πρόκειται λοιπόν για σύχρονη κακέκτυπη έκδοση του πρωτότυπου στύλ του αξιολογώτατου Μαρίνου, που προβάλλει λουμπινίστικα απωθημένα, αποτυπωμένα σε χαριεντισμούς του τριπτύχου «λίγο σεξισμός, λίγο οτινανισμός και τ’ αγοριμού» δίκην χιούμορ, υποτιμώντας τη νοημοσύνη του κοινού για να τα κονομήσουμε.

Η δε πλάκα είναι οτι στη λούμπα της μίμησης-διάδοσης του πουστρομανιερίστικου ανθυποστύλ «it’s fun 2B gay» ξεπέφτουν τόσον οι γυναίκες (ας μην ξεχνάμε οτι γνωστή και ήδη εκλιπούσα παρουσιάστρια-τραγουδιάρα σημείωσε τεράστια επιτυχία ξεθάβοντας την καλιαρντή), όσο και άντρηδοι που ενσωματώνουν (απο άγνοια της αργκό) στην καθομιλουμένη τους, τα βαθειά λατινικά...

Κλασσικά παραδείγματα τα αστειάκια γνωστού αργυρώνητου τηλε-κήνσορα, η «θεατρική δουλειά» επιφανούς υπέρβαρου (ταλαντούχου ωστόσο) συνθέτη, η «φρεσκάδα» τηλεοπτικής σειράς της οποίας το σήμα έγινε ρίνγκ-τόνε λιπγκλοσσοφόρων πορτοκαλοκοκκινονύχων γκομενακίων προ ολίγων ετών, καθώς και γνωστό ζεύγος σκηνοθετών των μεγάλωνε κινηματογραφικώνε επιτυχιώνε, που διατυμπάνιζε εκδικητικά την ποσοτική υπεροχή των εισιτηρίων του έναντι της αδικομούνας της Υπολοχαγού Νατάσσας!

Αλλά κάτι τέτοιες συγκρίσεις έκανε κι ο Εθνικός μας Στάρ...

Ο Αλμοδόβαρ επεχείρησε απο τα 80’ς επισταμένως διά μέσου της (πραγματικής) ιβηρικής τρέλλας στα πλαίσια της πρωτοπορίας της λεγόμενης «Movida Madrileña», να απενοχοποιήσει την ομοσεξουαλική προτίμηση και καθημερινότητα, ενώ εν Ελλάδι μόλις και περί τα μέσα των 90’ς κατεβλήθη προσπάθεια να νομιμοποιηθεί αρπακολλατζήδικα (πουλώντας τρελλίτσα), η ετεροσεξουαλική συνεύρεση (!) λόγω της άκρατης συντήρησης της μπιρσιμόβιας-γιομπαζολίσιας τηλεόρασης των 80’ς και συν αυτή, όπως-όπως βρήκαν χώρο να ξετσουμίσουν τσόντα κι οι λούγκρες.

Ακολούθησε η λαίλαπα των φυλλάδων του γνωστού επαρχιώτη εστέτ (sic), που διαμόρφωσε «άποψη» συμμεριζόμενος το καλτ του σεξουαλικού τιραμισουρεαλισμού, κατά το δημώδες «στη μάπα πάρε τα ευθύς, που λέει και το Νίτρο - ο γιάπης δεν εμπόραγε και κάθησες στο Μήτρο».

Υπ’ αυτήν την σύγχυση, όντως η Αθήνα κατέστη η Μητρόπολη της Ελλάδας...

Καίτοι είναι συγκινητική μια κραυγή κοινωνικής αποδοχής, εν τούτοις τέτοιες μανιέρες ουσιαστικά αποτελούν το δούρειο ίππο της ψευτο-ανέμελης ταραντέλλας στην μίζερη καθημερινόπιτα της κυρα-Περμαθούλας (η οποία περιφρονείται εμμέσως αφού καταξιώνεται το μοντέλο του σταρχιδιστικού «να περνάμε καλά»).

Η δε «παρεΐστικη» ατμόσφαιρα καθηλώνει τον θεατή σε ρόλο οφθαλμοπόρνου, αφού οι πύλες του χαβαλέ παραμένουν ερμητικά κλειστές γι’ αυτόν.

Άσε που διαιωνίζουν διαδραστικά το μπανάλ πρότυπο του νεήλυδος, που εμφανίζεται ως «βασιλικότερος του βασιλέως», προκειμένου να ενταχθεί στις κοινωνικές δομές, όμοια όπως κάνουν σήμερα οι αλλοδαποί αλλά και οι κνίτες της μεταπολίτευσης, που αμιλλώντο τας κορασίδας της αστικής τάξεως, προκειμένου να ψ/πείσουν το κοινό της Αλλαγής, ότι δεν βαστούν πλέον κονσερβοκούτια, αλλά άνθη...

Κρύβουν υπεραναπληρωματικά έναν βαθύτατο συντηρητισμό, προσκομίζοντας εκπρόθεσμα πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων τύπου «δικαίωμα στον ομόφυλο γάμο» κλπ, ο οποίος αφ’ ενός είναι από μακρού παρωχημένος (δηλ. κλασμένος) θεσμός για την ίδια την «φυσιολογική κοινωνία», αφ’ ετέρου προσβάλλει τον ίδιο τον πυρήνα της κουλτούρας της διαφορετικότητας.

Είναι επίσης γνωστή η μούφα της πλαστής αυτοϋπονόμευσης (έστω και ως αυτοκριτική), η οποία σπεύδει να καλύψει όλα τα τυχόν κενά της επερχόμενης κριτικής, ώστε να την «εκμηδενίσει» a priori και να μην πληγωθεί ο ναρκισσισμός του απολογουμένου (άνευ κατηγορίας).

Τέτοια καμώματα όμως και ανέντιμα είναι και μεταβάλλουν άδικα εκόντες-άκοντες τους κοινωνούς της λοιπής ομόφυλης πραγματικότητας σε τζουτζέδες, όπως κατηγορήθηκε κι ο Ζαμπέτας για τα τερτίπια του, που κατέστησαν προσιτή στους νεόκοπους αστούς τη λαϊκή κουλτούρα για να βγάλει το ψωμάκι του, με την διαφορά ότι ο τελευταίος είχε μιαν ανεπαίσθητη ειρωνική λάμψη στο βλέμμα κι ένα κρυμμένο μαχαίρι στο λόγο...

Αφιερούται τη(ι) Χότζαινα(ι).

-Πάμε κανα θέατρο απόψε;
-Ναι αμέ! Παίζει τίποτα καλό;
-Να, έχει εδώ κοντά το «Σόι του Καστριώτη», μεγάλη επιτυχία. Τι λες;
-Πάλι στην πουστρομανιέρα θα τη βγάλουμε; Χαζογελάκια και ατάκες; Μπούχτισα μωρ’ αδερφάκι μου, τα ίδια και τα ίδια...

Αθάνατος ελληνικός κινηματογράφος! (από Khan, 08/02/10)Παράδειγμα μανιερισμοῦ (από aias.ath, 09/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστική έκφραση (κυρίως στο τάβλι), όπου ο λέγων περιπαίζει την απίστευτη κωλοφαρδία του αντιπάλου του, ο οποίος αν και βρισκόταν προ ολίγου σε δυσμενέστατη κατάσταση, βγήκε και «καβάλα» με το ζάρι που έφερε.

Η έκφραση ακολουθεί το σχήμα λιτότητας, δηλαδή πλήρως σημαίνει «είσαι τόσο τυχερός, σα να πέφτεις από το ύψος της Ακρόπολης – σαν το Μιμίκο και τη Μαίρη – και όχι μόνο να μην παθαίνεις τίποτα, αλλά να βρίσκεις και παρατημένο πορτοφόλι γεμάτο λεφτά»!

(Πλακωτό):
-Το αφήνεις διπλό;
-Όχι, άμα φέρω τις εξαιρετικές (εξάρες) μου, πώς θα τις παίξω;
-Κοίτα, σου ‘χω κλείσει με πόρτες όλο το σπίτι, έχεις δυο πούλια στη μαμά, τα’ χεις μαζέψει όλα στον άσσο, εξάρι δεν έχεις, σου το ‘χω αφήσει ανοιχτό να φέρεις εξάρι μονόβολο να πιάσω μάνα, έχεις φέρει πενήντα ζαριές κι ούτε ένα έξι, τι περιμένεις; Ούτε ο Ρωχάμης με το Σεχίδη δεν το παίζουνε!
-Εξάρια!!! Αλεού μπόιλερ! Θα μαζέψω και πρώτος που ‘μαι και ψημένος!
-Αγόρι μου, πέφτεις απ’ την Ακρόπολη και πιάνεις πορτοφόλι! Ρε, με ποιους παίζουμε και χάνουμε...

Ταβλαδόρικα και παραταβλαδόρικα: άνοιξε το τριώδιο, απλώνω τραχανά, ασσόδυο, αυτό πώς θα το παίξω;, γεννηθέντα και παθόντα και ταφέντα και πλακωθέντα, γκέλα, γκιουλ, δίνει πλάτη για τάβλι, δυόδυα, έλα στον θείο τον Ηλία πο' χει όλα τα εργαλεία, εξαίσιο, εξάπαντος, έξι δύο τα αλλότρια, έχω φέρει σήμερα;, θα σου βγάλω νεραντζάκι, θα σου πάρω την πίεση, και κουλούρι και τυρί, και σκατά, κατσίκι, κι ένας δάσκαλος αγάπησε μια φτωχιά και την πήρε, κοκορέτσι, μακαρόνι, μάνα, με ασσόδυο δε γάμησε κανείς, μπαρμπούτι, μπαρμπουτιέρα, ξίδι, ούτε στο Γεντί Κουλέ δεν το παίζουν / δεν το παίζει ούτε ο Ρωχάμης, παιδί, πάλι ντόρτια ήφερα, παραμάνα, παραπάνω από διπλό δεν πάει, πέφτεις απ’ την Ακρόπολη και πιάνεις πορτοφόλι, πλακωτό, ποδήλατο ξέρεις;, ποιος Θανάσης;, πολύ τα κουνάς, ρίχνω παχιές, ροντέο, σα δάσκαλος, σαν να τον χτύπησε η Παναγία με το τάβλι, σκακαδόρος, σουβλάκι, σπάσ' τα και ξαναρίχ' τα, σώγαμπρος, τα ζάρια στον μάστορα, ταβλαδόροι, ταβλαριέμαι, ταβλιάρης, ταβλομάχος, τέντζερης, τετράδυο, τις έχεις, τούρκοι, τριήρεις / τριήρης, τσολιάς, φουνταριστός / μπάτσος / βατσιμάνης, χασσόδυο, χατζηπετρής, χύνομαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων κοχόνας - ή κοχόνια (πλήρης εξελληνισμός της κατάληξης). Τα κοχόνας (cojones) είναι οι όρχεις ισπανιστί. Ως εκ τούτου, η λέξη αποτελεί δάνειο από τα Ισπανικά και χρησιμοποιείται ευρέως στην καθομιλουμένη της χώρας μας τα τελευταία χρόνια, με τη σημασία «ορχειδάτος».

Πιθανότατα εισάχθηκε κατά την περίοδο των πρώτων 2-3 ετών της τρέχουσας δεκαετίας, όταν και η κουτσή Μαρία ενεγράφετο σε παρακολουθήσεις μαθημάτων της Ισπανικής, μήπως καταφέρει ποτέ να βιώσει το αρχιτεκτονικό θαύμα της Βαρκελώνης από τις αγκάλες κάποιου καλλιτέχνη τύπου Χαβιέ Μπαρτέμ. Κοινώς, απ' όταν τα Ισπανικά γίναν τρέντι.

  1. Σέντερ μπακ κοχονάτο.

  2. Ναυαγοσώστης με κοχόνια - κοχονάτος.

  3. Επιστήμων με κοχόνια και ουχί κοχόνια επιστήμων.

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το safe mode είναι ένας απλουστευμένος τρόπος εκκίνησης του λειτουργικού συστήματος όταν υπάρχει πρόβλημα στην κανονική λειτουργία ενός υπολογιστή. Ευρισκόμενος σε safe mode ο υπολογιστής λειτουργεί υποτυπωδώς, καθώς δεν έχουν φορτωθεί drivers, κάρτες γραφικών κ.ο.κ., επιτρέποντας τουλάστιχον στον πληροφορικάριο να τρέξει τα διαγνωστικά του κιέτσ'.

Σλανγκιστί, κάποιος λειτουργεί σε σέηφ μοντ όταν λόγω κούρασης, καταχρήσεων ή άλλων κακουχιών βρίσκεται αλλού γι' αλλού, είναι καμένος, ή / και έχει χτυπήσει ο σκληρός του με αποτέλεσμα να άγεται άκομψα και να εκφράζεται συγκεχυμένα.

- Κουκλίνι, μην με παρεξηγείς που σε προσπέρασα, τώρα είδα το σχόλιό σου. Τέτοιες ώρες λειτουργώ σε safe mode!
(εδώ)

- Δεν είμαι συγκεντρωμένος αρκετά ώστε να σκεφτώ να αναλύσω και να απαντήσω, λειτουργώ σε «safe mode»
(εκεί)

- Μη γελάς ρεεεεεεεεε Αγουροξυπνημένος και άρρωστος. Λειτουργώ σε safe mode...
(παραπέρα)

(από Vrastaman, 11/02/10)(από Vrastaman, 11/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά, ειναι μια ευφάνταστη καρναβαλική αμφίεση (δες φωτό) που σκέφτηκε κάποιο τσικλίκι και κατάφερε πολυ πετυχημένα να συνδυάσει τον Νίκο Γκάλη με τον 'Αλις Κούπερ.

Μεταφορικά, γκάλης κούπερ μπορεί να χαρακτηριστεί κάποιος απο αυτούς τους σαρανταπεντάρηδες που εξακολουθούν να παίζουν ακόμα μπάσκετ και να πιάνουν για ώρες το γηπεδάκι της γειτονιάς κάνοντας ολντ φάσιον φιγούρες εμπνευσμενες απο τον Γκάλη (σπάσιμο όχι στον αέρα αλλα στο έδαφος), κηρύττοντας το ήθος στους νέους συμπαίκτες (μη βρίζετε παιδιά μου, εμείς είχαμε ήθος στα νιάτα μας), και έχοντας στυλιστικό ντρες κόουντ εμπνευσμένο από τα '80ς (παπούτσια στράικ, σταράκια, κορδέλες στα μαλλιά, μάλλινες φανέλες του Μίλωνα ή του Σπόρτινγκ για να ψαρώνουν οι νιούφηδες)

Πας όλο αγωνία στο γηπεδάκι για μπάσκετ και πάλι το γήπεδο είναι πιασμένο απο ΑΥΤΟΥΣ.

- Ψηλέ, πα' να φύγουμε.
- Κάτσε ρε να τους δούμε, έχουν χαβαλέ.
- Ωχ τι κάνει, ρε μαλάκα, αυτός με τα στράικ, σπάσιμο στο έδαφος;
- Θεός ρε, γκάλης κούπερ...

(από kapetank, 24/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος ελλημπάν (ή helleban) χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Ελληνοαμερικανικό τύπο για να περιγράψει μερίδα της Ελληνικής ιντελιγκέντσιας που δεν έχυσε και πολλά δάκρυα την επομένη της 11ης Σεπτεμβρίου.

Στην Ελλάδα δημοσιοποιήθηκε από το βιβλίο του δημοσιογράφου Μανώλη Βασιλάκη «Καλά να Πάθουν» το οποίο απανθίζει τις ενθουσιώδεις αντιδράσεις πληθώρας ελλημπάν στην πτώση των Δίδυμων Πύργων, συμπεριλαμβανομένων των Χρ. Γιανναρά, Κ. Ζουράρι, Ν. Μπογιόπουλου, Β. Μουλόπουλου, Λ. Κανέλλη, Στάθη Σταυρόπουλου, Λ. Παπαδόπουλου, μαρκαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου, κ.α.

Χρησιμοποιείται με ζήλο από αυτό-μισούμενους φωταδιστές ανθελληνάρες εις βάρος κάθε αυτάρεσκου συνομοσιολάγνου ελ-ληναρά. Προσφιλής νεολογισμός όσων ανήκουν στον φιλελεύθερο χώρο (όπως αυτός εκφράζεται από τους Σ. Μάνο, Α. Ανδριανόπουλο, Ν. Δήμου, κ.α.).

Εκ των ελληνάρας και ταλιμπάν.

- (η) «τζάμπα μαγκιά» που είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα των Helleban.
(εδώ)

- ΓΡΗΓΟΡΕΙΤΕ ΕΛΛΗΜΠΑΝ! Ο ΜΠΙΛΝΤΕΜΠΕΡΓΚ ΣΤΗΝ ΕΛ ΛΑΔΑ!!
(εδώ)

- Οσο πιστευεις οτι εισαι ο μοναδικος κατοχος της αληθειας, οσο πιστευεις οτι μονο εσυ τα ξερεις και οτι οι αλλοι ειναι απλοϊκα κοροϊδα, θα παραμενεις ελλημπαν.
(εδώ)

- Τον τελευταίο καιρό κάποιοι θερμοκέφαλοι Ελλημπάν κατόρθωσαν να προκαλέσουν και να ξεσηκώσουν τους μουσουλμάνους στην Αθήνα, ανθρώπους που διαχρονικά είχαν πολύ φιλική σχέση με τους Έλληνες. Μετά από αυτό δεν θα με εξέπληττε αν αύριο οι ίδιοι άνθρωποι κατάφερναν να δυναμιτίσουν τις ισορροπίες στην Θράκη ή τη Μακεδονία με ολέθριες συνέπειες.
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified