Selected tags

Further tags

Η κακόγουστη βίλα ή πολυκατοικία (υπάρχει και ο όρος «πολυκατοικία-τούρτα»), που έχει, στις βεράντες και στα υπέρθυρα, στοιχεία που θυμίζουν την διακόσμηση από σαντιγί πάνω σε μια τούρτα.

Τα κτίρια του αισχίστου αυτού νεοπλουτισμού ήρθαν κατά την δεύτερη χρυσή εποχήτης ελλάδας, τα ένδοξα ενενήνταζ, την χρυσή εποχή των πλάνων πακτωλών τρελού χρημάτου και διαδέχθηκαν τα αμιγώς χουντικά, στις μεγάλες πόλεις αλλά και στην επαρχία. Στην Αθήνα δεν έχετε παρά να πάτε στη γωνία Ειρήνης και Σιώκου στην Αγ. Παρασκευή και να θαυμάσετε.

Επί τη ευκαιρία να σας πω ότι στη Ρουμανίαυπάρχει μια λεωφόρος όπου είναι χτισμένες άπειρες τέτοιες τούρτες. Ανήκουν σε γύφτους που, αφού πούλησαν τα παιδιά τους στην ξενιτειά, επέστρεψαν και έχτισαν τη χλίδα τους πάνω στα πρώην παραπήγματα. Εκεί πέρα μάλιστα υπάρχει και Μουσείο Κλοπής, όπου περηφανεύονται για τις επιδόσεις τους στο εξωτερικό. Δυστυχώς δεν μπόρεσα να βρω το λινκ, το είδα προ μηνών σε ρεπορτάζ του μπιμπισί.

Οπότε, για να επανέλθω στο θέμα της τούρτας και του κιτς που συνεπάγεται, μπορούμε να πούμε ότι όταν λέμε «κοίταξε τι έχτισαν οι γύφτοι!» δεν πέφτουμε και πολύ έξω, ούτε ως προς το ποιόν του χρήματος που κρύβεται πίσω από μια τέτοια αρχιτεκτονική τάση, ούτε ως προς την κακογουστιά της.

  1. ΥΠΑΡΧΕΙ αρχιτεκτονικός ολοκληρωτισμός: είναι των Ελλήνων Ταλιμπάν του μοντερνισμού, που ο.τι δεν είναι μπετόν και γυαλί το λένε «κακόγουστο». ΗΘΕΛΗΜΕΝΑ πιστεύω δεν κάνουν τη διάκριση ανάμεσα στην πιστή και πειστική εφαρμογή ενός ιστορισμού και στα κτήρια -τούρτες. ...
    Ξέρω όμως και το έργο του Βανδ..., που έχει κατακοσμήσει την θεσσαλονίκη με τις τούρτες που περιγράφεις.
    ...
    πάντως η αισθητική τούρτας είναι απερίγραπτη. ειδικά επειδή φαίνεται να συνοδεύεται από το δίδυμο άφθονο χρήμα/έλλειψη γούστου.

  2. Στη χώρα μας οι νεότεροι δεν έχουν κάτι συλλογικό να επαναπροσδιορίσουν πέρα από μερικές αναμνήσεις ευημερίας, γιατί οι μίζες έχουν γίνει καπνός και οι πολυκατοικίες τούρτες είναι άσχημες

  3. Αντιθέτως, στην Αθήνα βλέπουμε μόνο πολυκατοικίες τούρτες απο την μία και οπισθοδρομικό μοντερνισμό από την άλλη με ελάχιστες εξαιρέσεις πραγματικά όμορφης και σύγχρονης αρχιτεκτονικής και με ακόμα λιγότερες (μηδέν ίσως) προσπάθειες να ξανακτιστούν αυθεντικά νεοκλασσικά εκεί που έχει λογική για την γειτονιά και την χρήση τους.

  4. Κάθομαι μόνη μου σε μια γωνία με τα ακουστικά στ' αυτιά: Κοιτάω σομόν πολυκατοικίες-τούρτες που μπλέκονται με χαμηλά σπιτάκια και λεύκες, τα πεζοδρόμια έχουν ασπρίσει απ' τα μπαμπάκια.

  5. Το πρόσφατο κύμα αντιπαροχών τροποποίησε κι άλλο τις τυπικές αθηναϊκές γειτονιές, βάζοντας στη θέση ερειπίων πολυκατοικίες-τούρτες με καμπυλόγραμμες βεράντες και μεταμοντέρνες κιτσαρίες.

απαξάπαντα εκ του νετίου

(από ironick, 22/10/11)Τουρκομπαρόκ (από nikolaosvlas, 22/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εισπνεόμενες ναρκωτικές ουσίες, σκόνες, ηρωίνη και κοκό.

- Θα τρομάξεις να το γνωρίσεις το Λάκη. Έμπλεξε εδώ και κάνα χρόνο με κάτι πλουσιόπαιδα και έχει εξελιχθεί σε καλλιτέχνη των μυριστικών.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ανπιστεύταμπλ, ανπιστέφταμπλ

Απίστευτο. Λέξη ανάμικτη ελληνική και αγγλική δηλ. un- (αν-) και πιστεύω. Από το unbelievable.

Το έργο που είδαμε χτες με το Μήτσο ήταν ανπιστέφταμπλ

βλ. και ανπιστεύαμπλ, unpisteftable, unpisteutable, απιστεύταμπολ και το συγγενές καταπληκτικμάν. Δες και ανπιστεύταπολ στο cySlang.com.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στον ενικό το λαλάρι. Οι γλουτοί, τα κωλομέρια, τα βάρδουλα.

Ρήμα: λαλαρίζω= χαϊδεύω, παίζω, νταχταρίζω, θωπεύω τους γλουτούς κάποιου, συνήθως ακούγεται μεταξύ φίλων ως προτροπή από έναν προς τον άλλον για το τι θα κάνει στον σύντροφό του.

  1. Με πόνεσαν τα λαλάρια μου από τη γυμναστική εχτές...

  2. Ωραία κοπελίτσα η Τζένυ, θέλει να της λαλαρίσεις τα λαλάρια, λαλάρισέ της τα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ή φλυγάρι. Το άκρο μέρος του πέους, το οποίο είναι το δέρμα που λειτουργεί ως κάλυμμα για τον φαλλό, η λεγόμενη πέτσα. Το μέρος αυτό αποτελεί το αντικείμενο που αφαιρείται κατά την περιτομή της Εβραϊκής θρησκείας. Η λέξη προέρχεται από ντόπιους πληθυσμούς της Στερεάς Ελλάδος και της Ευβοίας.

Όταν δεν έχω όρεξη, μου κρέμεται το πουτσοφλύγαρο σα μύξα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σχήμα του σπέρματος πάνω στην πλάτη του θηλυκού μέρους στο πισωκολλητό ή παρά φύσιν έρωτα το οποίο λόγω της ερωτικής έξαψης και της άρνησης της κοπέλας να τελειώσει ο αρσενικός μέσα της τον παρακαλεί να τελειώσει με αυτό τον τρόπο. Πρόκειται για ευθεία (ή ευθείες, αναλόγως της έντασης) μικρού μήκους (5-15 εκατοστά) που αποτίθενται από το κάτω μέρος του γλουτού ή του ιερού οστού και φτάνουν μέχρι τον άνω γλουτό ή μέχρι και τους μεσαίους σπονδύλους. Συνήθως είναι ζεστές, λόγω της θερμαντικής - συντηρητικής λειτουργίας του οσχέου.

Εναλλακτικά: Ή λωρίδα, λουριδιά και λουρίδι (σπν).

- Καλά, φίλε, τέτοιο σεξ δεν έχω ξανακάνει στη ζωή μου. Αφού ξεκινήσαμε έτσι, φαινόταν ότι δεν θα τελείωνε με αγκαλίτσες το σκηνικό. Και όντως, την κέρασα καυτές λουρίδες στην πλάτη της...

- Μην κωλώνεις ρε μαλάκα, κέρασε την καυτές λωρίδες. Αυτές τις πρέπουν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται για να δηλώσει δύσκολη κατάσταση την οποία καλείται κάποιος να αντιμετωπίσει ή εξευτελιστική ήττα/ταπείνωση από άλλον (σύνταξη: συνήθως με το ρήμα «πάω»).

Συναντάται και ως εξής για να τονιστεί το υπερθετικό της δυσκολίας:
1. πούτσα σούβλα και ξύλο
2. πούτσα σούβλα και ανηφόρα
3. πούτσα σούβλα και εμπλοκή

  1. Είδες πόσα γκολ έβαλε ο θρύλος στην κούλα; Πούτσα σούβλα την πήγε.

  2. Αύριο έχουμε διαγώνισμα στην ιστορία. Πούτσα σούβλα πάλι.

  3. Τράκαρα το αμάξι και το μαστόρι μου ζητά δύο χιλιάρικα. Πούτσα σούβλα και ξύλο μαλάκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το PCK -προφέρεται πι τση κέη- είναι το γνωστό Πανεπιστήμιο τση Κρήτης. Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα πανεπιστημιακά ιδρύματα της χώρας, με παραρτήματα σε Ηράκλειο και Ρέθυμνο. Στην 1η μάλιστα περίπτωση, το Νοσοκομείο Ηρακλείου τελεί χρέη πανεπιστημιακού νοσοκομείου, πρότυπο για τα ελληνικά δεδομένα.

Η λεπτή κρητική απόχρωση στο «τση» είναι φυσικά αυτή που κάνει τη διαφορά από τα υπόλοιπα πανεπιστημιακά ιδρύματα με τα φαιδρά και άνευ αστεϊσμού ονόματα τους, ενώ ταυτόχρονα τα λατινικά P και Κ προσδίδουν μια εσάνς οξφορδικής ανωτερότητας έναντι άλλων πανεπιστημίων στης ψωροκώσταινας.

- Τι τελείωσες;
- Φιλολογία στο Πι τση Κέη.
- Στο ποιο; Αγγλία;
- Στο Πανεπιστήμιο τση Κρήτης ρε μόμολο!

(από mafie, 29/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Την εποχή που λεφτά υπήρχαν (όπως υπήρχαν) επρόκειτο για το δάνειο που έπαιρνε ένα μελλόνυμφο ζευγάρι για τα έξοδα του γάμου τους.

Μεταξύ των διαφόρων δανείων τ. δανειοδάνειο, διακοποδάνειο, μπουζουκοδάνειο, πλαγιοδάνειο, πουτανοδάνειο, στριπτητζοδάνειο, ψοφοδάνειο κ.ά. το γαμοδάνειο έχει την ιδιαιτερότητα ότι μπορεί να λεχθεί με αγανακτισμένο επιτονισμό όπως λ.χ. το γαμοχώραφο, για τα λεφτά που έπρεπε να πληρώσει κανείς για το γάμο, συχνά πάνω από 15.000 Ευρώ στην εποχή της μεγάλης φούσκας.

Κατ' επέκταση, αν θεωρηθεί το α' συστατικό της λέξης ως προερχόμενο όχι από το ουσιαστικό γάμος, αλλά από το ρήμα γαμώ με την υβριστική σημασία, μπορεί να θεωρηθεί και ως ύβρη για οποιοδήποτε δάνειο, ή συνηθέστερα ως μια επιτομή όλων των λάθος δανείων που πήρε ο Νεοέλληνας.

  1. διοτι εκτος απο το γαμοδανειο, φροντισαμε να παρουμε διακοποδανειο για να παμε ενα πλουσιο ταξιδι του μελιτος, πηραμε εορτοδανειο για να κανουμε δωρακια στα πεθερικα μας εκατερωθεν, πηραμε στεγαστικο δανειο για να στησουμε τη φωλιτσα μας και εναν διακανονισμο για μια καθωσπρεπει BMW διοτι μερικοι εκτος απο την ηλικια γαμου ερχονται και σε «Ηλικια BMW». (Εδώ).

  2. ... και ωθεί το μέσο έλληνα σε ατομική κατανάλωση χωρίς όριο...
    βάζοντάς τον να παίρνει στεγαστικά, επισκευαστικά,καταναλωτικά, διακοποδάνεια,εορτοδάνεια,γαμοδάνεια και γενικώς γαμησοΔΑΝΕΙΑ... (Εδώ).

  3. Διακοποδάνεια, γαμοδάνεια (από αυτά που ο άλλος έχει κάνει παιδί, έχει χωρίσει κι ακόμη το πληρώνει), δάνεια για αυτοκίνητο, γι' αδυνάτισμα... (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για γυναίκες οποιασδήποτε ηλικίας, αν και ταιριάζει περισσότερο στις λιιιιίγο μεγαλύτερες...

Υποδηλώνει είδος γυναίκας που της αρέσει ιδιαιτέρως το ξενύχτι, το ποτό, τα μπουζούκια, το clubbing, το χέσιμο γενικότερα και ενίοτε = συχνά, επιδίδεται ιδιαιτέρως ευχαρίστως και χωρίς δισταγμούς σε ακόλαστα one night stand.

- Έλα ρε μαλάκα, πώς πέρασες το Σάββατο;
- Πωπω μαλάκα χέσιμοοοοοοοο... Πήγα στο shark, με τραπεζάρα και βρήκα την Ζέτα και καταλήξαμε σπίτι μου!!
- Ψωλάρα;
- Ναι ρε μαλάκα και την επόμενη μέρα μ' έλεγε αγάπη μου η βρωμο-κοπράνα!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified