Selected tags

Further tags

Εκ του Α.Σ.Ε.Π. + τουρκ. κατάληξη –τζής (άρρεν) / τζού (θήλυ) + παρεμβολή ευφωνικού «α», δηλ. αντί ασεπτζού, όπως π.χ. πασοκ-α-τζής έναντι του τουρκομερίτικου: πασοκζτή / πασοκτσή.

Σκωπτικό σχόλιο έναντι κατηγορίας γαμπριζόντων τακτοποιημένων νεαρών γυναικών, που λυσσάξανε να περάσουνε Α.Σ.Ε.Π., περάσανε, διορισθήκανε, λυσσάξανε να βυσματωθούν σε καλή θέση και κοντά στο σπίτι τους και τώρα λυσσάνε να βρούνε γαμπρό (μετά θα λυσσάξουνε να κάνουνε παιδί-να πάρουνε αβέρτα άδειες και να την πέσουνε κ.ο.κ.). Πρόκειται λοιπόν, περί νεάνιδος, ήτις βγάνει τα μάτια της στο διάβασμα, ουχί όμως εμφορουμένη υπό των υψηλών ιδανικών της γνώσεως, της προσφοράς εις το κοινωνικόν σύνολον, της ευγενούς άμιλλας κτλ αλλά διά να βολευθεί εις το Δημόσιον και εις την συνέχειαν να γιομίσει τον τόπο με τον κώλον της και με τους απογόνους της, διαρκώς γκρινιάζουσα διά την παρούσαν κατάστασίν της και διαρκώς αποβλέπουσα εις καλυτέραν θέσιν εις την κοινωνίαν, το οποίον συνήθως και επιτυγχάνει είτε με τον ένα είτε με τον άλλον τρόπον.

Ο εντοπισμός του είδους είναι ευχερέστατος, δεδομένου ότι συνήθως, χάνουν προώρως το χιούμορ τους και γερνάνε γοργά, δηλαδή μετατρέπονται σε θχιά ως διά μαγείας (αντιθέτως προς τον Φάουστ), ήτοι δίνουν ψυχήν και εις αντάλλαγμα παίρνουν αντίς να χάνουν χρόνια. Αι δοσοληψίαι με τον Εωσφόρον βλάπτουν.

Η μελλοντική πορεία του είδους είναι προδιαγεγραμμένη, το οποίον γνωρίζουν και αποδέχονται ανεπιφυλάκτως, ήδη προ των εξετάσεών τους ενώπιον της ονοματοδοτούσας το είδος των, ανεξαρτήτου αρχής: Τρέπεται εις κλώσσαν, διότι μόνον τα παιδιά της την ενδιαφέρουν, τα οποία φυσικά, στερουμένη και η ιδία ηθικών αρετών, θα γίνουνε σαν τα μούτρα της. Άλλωστε, δεν θα διστάσει να μυκτηρίσει ερήμην τους ακόμα και τα ίδια της τα τέκνα, των οποίων αποκρουστικά σκίτσα συνήθως φέροντα υπότιτλον προσφιλούς προσώπου των (βλ. «η μαμά», «ο μπαμπάς», «ο θείος Νικόλας» κλπ), θα αναρτά εις τον τοίχον, θεωρούσα αυτά «ταλέντα» και εαυτόν «ήρωα», (που τα καταφέρνει να τα φέρει βόλτα με τόσο μικρό μισθό, πολλή δουλειά, υποχρεώσεις, δύστροπο αφεντικό, μπήχτη προϊστάμενο κτλ), κουσκουσουρεύοντας με τας συναδέλφους της εν ώρα εργασίας, τας οποίας με την σειράν τους θα θάπτει, ότε κάθε μια απο δαύτες υπάγουν εκεί που και ο βασιλεύς μεταβαίνει ασυνόδευτος.

Ψυχοκοινωνικαί αντενδείξεις:

  • Η εργασία, αυτή καθ' αυτή, ποσώς θα την ενδιαφέρει και θα απεχθάνεται ιδιαιτέρως τας ευθύνας και τας πρωτοβουλίας.
  • Θα εκτελεί χειρωνακτικήν εργασίαν ως επί το πλείστον, δεδομένου ότι αι αρμοδιότητές της θα περιορίζονται εις το να νίπτει τας χείρας της (αλλά και ανομήματα συναδέλφων της), όταν πρόκειται περί ανάληψιν ευθύνης αλλά και εις το λιμάρισμα των ονύχων της, μετά ζήλου αποδρώντος καγκελοφάγου βαρυποινίτου των φυλακών Σινγκ-Σίνγκ.
  • Θα καταστεί η χονδροκώλα μανδάμ εις το πρωκτόκολλον (!) η οποία θα παραλάβει μετά θυμηδίας την αίτησίν σου και κατόπιν θα βγάλει παραπεμπτικόν για Άννα-Καϊάφα-Πιλάτο-Γολγοθά κλπ.

    Ιατρικά παραφερνάλια:

Θα παρουσιάζει απότομον πτώσιν του ενζύμου της ευγενείας, ενώπιον ευγενικών, νεαρών ή διστακτικών ατόμων, με ραγδαίαν απωλείαν της αισθήσεως του πληθυντικού αριθμού και της συναισθήσεως της πραγματικής θέσεώς της (βλ. κατωτέρω).

Θρησκευτικαί παρενέργειαι:

Θα προσηλυτισθεί εις το Καθολικόν δόγμα, εμφανίζουσα παράκρουσιν ταυτίσεώς της με δυτικόν προκαθήμενον, η οποία μετράται με την κλίμακα των καρδιναλίων, ήτοι:

  • Αν έχει θέσιν κλητήρος εις δικαστήριον, φέρει ύφος τουλάχιστον Αρεοπαγίτου = 40˚ cardin.
  • Αν έχει θέσιν πολιτικού προσωπικού εις στρατιωτικήν υπηρεσίαν, φέρει ύφος τουλάχιστον Αρχιστρατήγου = 50˚ cardin.
  • Αν έχει θέσιν νοσοκόμου πάπιας εις νοσοκομείον, φέρει ύφος τουλάχιστον Αρχιάτρου = 60˚ cardin.
  • Αν έχει θέσιν γραμματέως εις υπουργείον, φέρει ύφος τουλάχιστον Υπουργού = 70˚ cardin.
  • Αν έχει θέσιν αληθούς εξουσίας = tilt

    Οι κατά πεποίθησιν εργένηδες, οφείλουσιν να τας εξορκίζωσιν με τον απήγανον και να κάνουνε και κανά ευχέλαιον (καλού-κακού).

Οι λοιποί, ας δοκιμάσωσιν την τύχην των, προκειμένου να εξασφαλίσωσιν φαΐ και σεξ μετρίου ποιότητος (άνευ φαντασίας).

Ρε σύ, να πάρω τηλέφωνο τη Χριστίνα να φέρει τις φίλες της, να κάνουμε καμιά κατάσταση;
— Άσε με ρε, με τις ασεπατζούδες ! Δεν τις βλέπεις που κάνουνε κρά για γαμπρό; Δεν έχω καμία όρεξη να ξυπνήσω αύριο με καρούμπαλο στο κεφάλι και βέρα στο χέρι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πούστης εκ του κώλος και φύρω. Το φύρω σημαίνει την ιδιάζουσα μείξη, που γίνεται με την ζύμη, το ζυμάρι κατά την ζύμωση, εξ ου και φύραμα.

Οπότε τι θέλει να πει ο σλανγκο-ποιητής; Ότι ο κωλοφύρης είναι ένας πουστρίγκος τόσο χαριτωμένος, όσο ο ζυμαρούλης της Pillsbury; Ή μήπως ότι τον ρόλο της ζύμης κατά την ζύμωση τον παίζει ο μπαργαλάτσος;

Μπορούμε να φανταστούμε μια ζύμωση με συμφυρμό πολλών υλικών, σπέρμα, αίμα, σκατό, πλαστικό καπότας (τύφλα νά 'χει η Ιρονίκ!, παρεμπίπταμπλυ ο Γκουτιέρεζ έλεγε ότι «το σεξ είναι ένα κράμα από σπέρμα, κολπικά υγρά, αίμα και σκατά»), στην οποία το ψήσιμο γίνεται λόγω των υψηλών θερμοκρασιών που προκαλεί η πράξη του φιστικώματος, μετά το πέρας της οποίας ο κωλοφύρης είναι ένας ολοκληρωμένος πούστης, όπως οι άλλοι συμφυρμοί μετατρέπονται σε άρτια ψωμιά, τσουρέκια, κουλούρια κ.ο.κ.

Ασίστ: Kondr.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκωπτικός χαρακτηρισμός παλιομοδίτικων (50'ς-60'ς) γυαλιών ηλίου ή οράσεως, με βαρύ κοκάλινο σκελετό, σκούρου χρώματος, τα οποία μέχρι πρότινος φορούσαν οι μπαρμπάδες αλλά (φεύ!) ξανάρθανε στη μόδα.

Τα φορούσαν πλείστοι κομπάρσοι του παλιού ελληνικού σινεμά, κυρίως σε ρόλους δικαστικών, πρακτόρων ή γιατρών.

Κλασσικό παράδειγμα, τα γυαλιά του στρατηγού της χούντας Φαίδωνος Γκιζίκη, που όρκισε τον Καραμανλή, όταν επέστρεψε το '74.

- Κοίτα ένα μωρό! Αμάν τσολιά μου!
- Ποιά, αυτή με το χουντικό γυαλί; Σε λίγο θα πεταχτεί από καμιά γωνιά κι ο Κούρκουλος να λύσει το μυστήριο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι ευφυείς και πολυμήχανοι κομίστες (δημιουργοί κόμιξ) θέλοντας να δείξουν τα αμύθητα πλούτη των πρωταγωνιστών δημιούργησαν μια νέα μονάδα μέτρησης των χρημάτων , το ’’φανταστικομμύριο’’.

Αυτή η λέξη λοιπόν θέλει να τονίσει την υπερβολή, ότι δηλαδή το ποσό είναι τόσο μεγάλο που δεν μπορεί να μετρηθεί με συμβατικές μονάδες μέτρησης χρημάτων, αλλά και την απουσία ρεαλισμού, αφού δεν υπάρχει τέτοια μονάδα μέτρησης. Παράλληλα τονίζει την πλεονεξία – απληστία των πρωταγωνιστών που, όσα χρήματα και να έχουν, ποτέ δεν είναι αρκετά.

Να τονιστεί ότι στα κόμιξ και γενικότερα σε κωμικά αναγνώσματα ή θεάματα η υπερβολή είναι αυτή που προκαλεί τον γέλωτα.

Κύριοι χαρακτήρες που χρησιμοποιούν την συγκεκριμένη έκφραση είναι ο Σκρούτζ και ο Ρόμπαξ.

Σκρούτζ : Χαχα. Πήγες να μου την φέρεις Ρόμπαξ αλλά την πάτησες. Η Παπιοκόλα που έβαλα στην αγορά μου απέφερε ένα φανταστικομμύριο.
Ρόμπαξ: Σκρουντ! Θα φάω το καπέλο μου!!!

(από sacilag, 07/07/09)(από sacilag, 07/07/09)(από sacilag, 07/07/09)

Βλ. και Μικυμάου, μικιμάου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος βελάζει εννούμε ότι έχει λαλήσει/κλάσει (μεταφορικά). Αυτό μπορεί να συμβαίνει από πολλά ξύδια ή γάρα ή συνδυασμό αυτών.

Συνοδεύεται συνήθως από την έκφραση «κάνε μπέεε» που υποδηλώνει εμμέσως στον άλλον ότι έχει βελάξει.

Συντομογραφία μπορεί να θεωρηθεί και τα αρχικά Ελ Βελ= Ελευθέριος Βενιζέλος, το αεροδρόμιο.

Τέλος μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σαν σύνθετη λέξη, π.χ. δρακοβελάζω, δηλαδή το υπέρτατο βέλαγμα all time ever.

- Μαλάκα, έχω κλάσει άσχημα
- Έχεις βελάξει; Κάνε μπέεεεεεε! Δεν μπορείς;;;
- Ελ βελ τελείως ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην επιχειρηματική αργκό, ντηλάκιας *αποκαλείται ο *κατά συρροή επιχειρηματίας.

Ο ντηλάκιας έχει την οξυδέρκεια να εξαγοράζει υποτιμημένες μπίζνες (πάντα με κεφάλαια τρίτων) και να υλοποιεί συμφωνίες και πράξεις που θα τις «αναπτύξουν» και τους προσδώσουν «χρηματοοικονομική αξία», όπως αναδιάρθρωση και εξορθολογισμό κόστους (σ.ς.: απολύσεις), εισαγωγή ή διαγραφή από το χρηματιστήριο, συγχώνευση με άλλες εταιρίες, απόσχιση δραστηριοτήτων σε νέες spinoff εταιρίες, αλλαγή φορολογικής έδρας, κλπ.

Ο ντηλάκιας διαφέρει από τους παλαιάς κοπής Έλληνες επιχειρηματίες:

  • Δεν ενδιαφέρεται να αναπτύσσει οργανικά και σε βάθος χρόνου βιώσιμες επιχειρήσεις: η καύλα του έγκειται στο να μοσχοπουλήσει την εταιρία σε όσο το δυνατό συντομότερο χρόνο ώστε να αδράξει την επόμενη ευκαιρία,
  • Αντίθετα με τον (ευρισκόμενο στον πάτο της διατροφικής αλυσίδας) κλασικό κομπιναδόρο, ο ντηλάκιας διαθέτει στοιχειώδη οικονομική παιδεία, κατέχει τα εργαλεία της επενδυτικής τραπεζικής, γνωρίζει καλά την εγχώρια και διεθνή νομοθεσία και δεν είναι εκ προοιμίου λαμόγιο.

Εκ το αγγλικού deal («συμφωνία») < Ο.Ε. dælan («να μοιράζεις» πχ. την τράπουλα). Ειρήσθω εν παρόδω, η πρώτη επιχειρηματική εφαρμογή του όρου καταγράφεται το 1837 ως σλάνγκ.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα εγχώριου ντηλάκια είναι ο Δημήτρης Κοντομηνάς, ο οποίος «ανέπτυξε» και μοσχοπούλησε πλειάδα εταιριών, όπως:

  • τις Ιντεραμέρικαν και Ευρωκλινική Αθηνών στην Eureko,
  • την Interbank στην Eurobank,
  • την NovaBank στην Πορτογαλική BCP,
  • το κανάλι Alpha TV στην Γερμανική RTL,

    και πάει λέγοντας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κινηματογραφογενής (ουφ!) έκφραση, που δηλώνει (και δικαιολογεί) αμηχανία, σύγχυση, παραστράτημα, ατόπημα.

Φυσικά προέρχεται, απο το νεορεαλιστικό αριστούργημα του Τζαβέλλα «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα», όπου η κουμπαρο-μπεμπέκα Δέσπω Διαμαντίδου, επιχειρεί με τη φράση αυτή, να καλύψει τις νεόκοπες τζαναμπετιές της άρτι υπανδρευμένης Μάρως Κοντού, έναντι του μέχρι πρότινος ατύπου συζύγου-λοχία Γιώργου Κωνσταντίνου.

Τέτοιου είδους εκφράσεις του παλιού σινεμά, υφίστανται και χρησιμοποιούνται ευρέως πλέον απο τη νεολαία, που έχει απομυθοποιήσει μεν τις ελληνικές ταινίες, πλην όμως τις έχει εμπεδώσει σε τέτοιο βαθμό, (αφού έχουν παιχθεί χιλιάδες φορές) ώστε να κωδικοποιηθούν οι διάλογοι και να ενσωματωθούν στην καθομιλουμένη.

Για παράδειγμα, οι ατάκες του Ζήκου (π.χ. «πας, άπας τις, εις άνδρας, οφείλει να-φροντίζει για-το μέλλον-του», «πάω στο γιατρό εγώ», «κι ένα αστραπόβροντο» κ.τ.λ.), το «του νόου ας μπέτερ» ή ασμπέτε του Χρόνη Εξαρχάκου (Ο κατεργάρης), «με είχε δώσει η μάνα μου φονντούκια» του Βουτσά (Νύχτα γάμου), «βάζω τα σπίρτα, βάζεις τα τσιγάρα;» του Ηλιόπουλου (Κυρίες της Αυλής), «πνεύμα και ηθική» του Αυλωνίτη (Η ωραία των Αθηνών) κ.α.

- Τί σου ’ρθε βρε όργιο και άνοιξες κουβέντα στον Τάσο για τη Μαίρη; Δεν το ξέρεις οτι είναι ακόμα καψούρης μαζί της;
- Ξέρω γώ; Ε, η ζέστη, τα λόγια του παπά...

Στο 2.18 η ατάκα (από Hank, 22/07/09)Ρεκόρ καπατμά: 80 χρόνια αρραβωνιασμένοι. (από Hank, 22/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ινοβατίφ γηπεδική έκφραση, που σημαίνει το γνωστό: «Γαμώ την οικογένειά σου», «το σόι σου», «το ντι-εν-έι σου», «το μουνί της οικογένειάς σου!» κ.τ.λ.

Αναφέρεται στο οικογενειακό βιβλιάριο ασφαλίσεως υγείας.

- Πέναλτυ!
- Πέτσινο δίνει ο πουλημένος στο 90, γαμώ το οικογενειακό του βιβλιάριο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

γτπ: για τον πούτσο.

Στο Youtube υπάρχει σίγουρα, μπήκε και στο slang.gr.

-Τη βλέπεις εκείνη τη γκόμενα εκεί κάτω; Τρελό καβλί.
-Κόψε κάτι ρε, γτπ είναι, πλάκα βυζί, χάλια μούρη, μην το ψάχνεις, θέλει πολύ σιλικόνη για να στρώσει

Και στο slang.gr με άλλους δύο ορισμούς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δικηγορίστικο λογοπαίγνιο, που αναφέρεται σε μυθική μακρινή χώρα, όπου οι δίκες δεν γίνονται ποτέ (βλ. του Αγίου Πούτσου ανήμερα).

Προέρχεται από την ορολογία για την ημερομηνία δικασίμου «από αναβολή», δηλαδή μετ' αναβολής ορισθείσα, κατόπιν αιτήματος των διαδίκων ή κωλύματος (π.χ. απεργίας γραμματέων, εθνικών εορτών, εκλογών, τήρησης ωραρίου, αποχής δικηγόρων, ανώνυμης κλήσης για βόμβα κτλ).

Ως γνωστόν, έτσι και πάρει αναβολή μια δίκη, (τουλάχιστον στην Αθήνα) συνήθως μετατίθεται η δικάσιμος στις ινδιάνικες καλένδες, ήτοι κάνα χρόνο πίσω οι αστικές και τουλάχιστον έξι μήνες οι ποινικές υποθέσεις, δεδομένου ότι τα πινάκια είναι γεμάτα, δεν υπάρχουν αρκετές αίθουσες, δικαστές, προσωπικό, οι νεοέλληνες αλληλομηνύονται ακατάπαυστα κτλ.

Βέβαια, αξίζει να σημειωθεί, ότι αφ’ ενός πολλοί διάδικοι -μέσω των δικηγόρων τους- παρελκύουν σκόπιμα τις δίκες, αφ’ ετέρου λόγω του παραδικαστικού (που δίνανε αβέρτα αναβολές/προτιμήσεις δικασίμων σε «ημετέρους» και παραγράφονταν ή προηγούνταν αντίστοιχα οι υποθέσεις τους κτλ) και των πειθαρχικών ποινών που έπεσαν, οι δικαστές είναι στριμωγμένοι και πλέον δε θέλουνε να δώσουν αναβολή, ακόμη και αν υφίσταται νόμιμη και εύλογη αιτία, καταντώντας σκληροί για να φανούν αδέκαστοι.

Υποτίθεται ότι δεύτερη αναβολή δίδεται με εξαιρετική φειδώ και μετά σε καμία περίπτωση, αλλά δε βαριέσαι; Όλο και κάτι θα προκύψει και η δίκη θα τραιναριστεί στο έπακρο κι ο κοσμάκης θα ταλαιπωρείται μέχρι να βρει το δίκιο του.

- Έγινε σήμερα το δικαστήριο;
- Μπάαα! Κάποιος πήρε τηλέφωνο για βόμβα πάλι, μέχρι να εκκενωθεί το κτήριο, μέχρι να ’ρθουνε οι μπάτσοι με τον Αζόρ να ψάξουνε, μέχρι να ξαναμπούμε, πήγε τρείς η ώρα, τελείωσε το ωράριο και η γραμματέας κατέβηκε απ’ την έδρα...
- Δηλαδή πήγε Άπω Αναβολή η υπόθεση;
- Κάπως έτσι. Ποιός τον ακούει τον πελάτη τώρα! Τρίτη φορά που δε γίνεται η δίκη!

Μπούχτισα πια! (από HODJAS, 30/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified