Selected tags

Further tags

Φράση που χρησιμοποιείται για να δηλώσει δύσκολη κατάσταση την οποία καλείται κάποιος να αντιμετωπίσει ή εξευτελιστική ήττα/ταπείνωση από άλλον (σύνταξη: συνήθως με το ρήμα «πάω»).

Συναντάται και ως εξής για να τονιστεί το υπερθετικό της δυσκολίας:
1. πούτσα σούβλα και ξύλο
2. πούτσα σούβλα και ανηφόρα
3. πούτσα σούβλα και εμπλοκή

  1. Είδες πόσα γκολ έβαλε ο θρύλος στην κούλα; Πούτσα σούβλα την πήγε.

  2. Αύριο έχουμε διαγώνισμα στην ιστορία. Πούτσα σούβλα πάλι.

  3. Τράκαρα το αμάξι και το μαστόρι μου ζητά δύο χιλιάρικα. Πούτσα σούβλα και ξύλο μαλάκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σχήμα του σπέρματος πάνω στην πλάτη του θηλυκού μέρους στο πισωκολλητό ή παρά φύσιν έρωτα το οποίο λόγω της ερωτικής έξαψης και της άρνησης της κοπέλας να τελειώσει ο αρσενικός μέσα της τον παρακαλεί να τελειώσει με αυτό τον τρόπο. Πρόκειται για ευθεία (ή ευθείες, αναλόγως της έντασης) μικρού μήκους (5-15 εκατοστά) που αποτίθενται από το κάτω μέρος του γλουτού ή του ιερού οστού και φτάνουν μέχρι τον άνω γλουτό ή μέχρι και τους μεσαίους σπονδύλους. Συνήθως είναι ζεστές, λόγω της θερμαντικής - συντηρητικής λειτουργίας του οσχέου.

Εναλλακτικά: Ή λωρίδα, λουριδιά και λουρίδι (σπν).

- Καλά, φίλε, τέτοιο σεξ δεν έχω ξανακάνει στη ζωή μου. Αφού ξεκινήσαμε έτσι, φαινόταν ότι δεν θα τελείωνε με αγκαλίτσες το σκηνικό. Και όντως, την κέρασα καυτές λουρίδες στην πλάτη της...

- Μην κωλώνεις ρε μαλάκα, κέρασε την καυτές λωρίδες. Αυτές τις πρέπουν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ή φλυγάρι. Το άκρο μέρος του πέους, το οποίο είναι το δέρμα που λειτουργεί ως κάλυμμα για τον φαλλό, η λεγόμενη πέτσα. Το μέρος αυτό αποτελεί το αντικείμενο που αφαιρείται κατά την περιτομή της Εβραϊκής θρησκείας. Η λέξη προέρχεται από ντόπιους πληθυσμούς της Στερεάς Ελλάδος και της Ευβοίας.

Όταν δεν έχω όρεξη, μου κρέμεται το πουτσοφλύγαρο σα μύξα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στον ενικό το λαλάρι. Οι γλουτοί, τα κωλομέρια, τα βάρδουλα.

Ρήμα: λαλαρίζω= χαϊδεύω, παίζω, νταχταρίζω, θωπεύω τους γλουτούς κάποιου, συνήθως ακούγεται μεταξύ φίλων ως προτροπή από έναν προς τον άλλον για το τι θα κάνει στον σύντροφό του.

  1. Με πόνεσαν τα λαλάρια μου από τη γυμναστική εχτές...

  2. Ωραία κοπελίτσα η Τζένυ, θέλει να της λαλαρίσεις τα λαλάρια, λαλάρισέ της τα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ανπιστεύταμπλ, ανπιστέφταμπλ

Απίστευτο. Λέξη ανάμικτη ελληνική και αγγλική δηλ. un- (αν-) και πιστεύω. Από το unbelievable.

Το έργο που είδαμε χτες με το Μήτσο ήταν ανπιστέφταμπλ

βλ. και ανπιστεύαμπλ, unpisteftable, unpisteutable, απιστεύταμπολ και το συγγενές καταπληκτικμάν. Δες και ανπιστεύταπολ στο cySlang.com.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εισπνεόμενες ναρκωτικές ουσίες, σκόνες, ηρωίνη και κοκό.

- Θα τρομάξεις να το γνωρίσεις το Λάκη. Έμπλεξε εδώ και κάνα χρόνο με κάτι πλουσιόπαιδα και έχει εξελιχθεί σε καλλιτέχνη των μυριστικών.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κακόγουστη βίλα ή πολυκατοικία (υπάρχει και ο όρος «πολυκατοικία-τούρτα»), που έχει, στις βεράντες και στα υπέρθυρα, στοιχεία που θυμίζουν την διακόσμηση από σαντιγί πάνω σε μια τούρτα.

Τα κτίρια του αισχίστου αυτού νεοπλουτισμού ήρθαν κατά την δεύτερη χρυσή εποχήτης ελλάδας, τα ένδοξα ενενήνταζ, την χρυσή εποχή των πλάνων πακτωλών τρελού χρημάτου και διαδέχθηκαν τα αμιγώς χουντικά, στις μεγάλες πόλεις αλλά και στην επαρχία. Στην Αθήνα δεν έχετε παρά να πάτε στη γωνία Ειρήνης και Σιώκου στην Αγ. Παρασκευή και να θαυμάσετε.

Επί τη ευκαιρία να σας πω ότι στη Ρουμανίαυπάρχει μια λεωφόρος όπου είναι χτισμένες άπειρες τέτοιες τούρτες. Ανήκουν σε γύφτους που, αφού πούλησαν τα παιδιά τους στην ξενιτειά, επέστρεψαν και έχτισαν τη χλίδα τους πάνω στα πρώην παραπήγματα. Εκεί πέρα μάλιστα υπάρχει και Μουσείο Κλοπής, όπου περηφανεύονται για τις επιδόσεις τους στο εξωτερικό. Δυστυχώς δεν μπόρεσα να βρω το λινκ, το είδα προ μηνών σε ρεπορτάζ του μπιμπισί.

Οπότε, για να επανέλθω στο θέμα της τούρτας και του κιτς που συνεπάγεται, μπορούμε να πούμε ότι όταν λέμε «κοίταξε τι έχτισαν οι γύφτοι!» δεν πέφτουμε και πολύ έξω, ούτε ως προς το ποιόν του χρήματος που κρύβεται πίσω από μια τέτοια αρχιτεκτονική τάση, ούτε ως προς την κακογουστιά της.

  1. ΥΠΑΡΧΕΙ αρχιτεκτονικός ολοκληρωτισμός: είναι των Ελλήνων Ταλιμπάν του μοντερνισμού, που ο.τι δεν είναι μπετόν και γυαλί το λένε «κακόγουστο». ΗΘΕΛΗΜΕΝΑ πιστεύω δεν κάνουν τη διάκριση ανάμεσα στην πιστή και πειστική εφαρμογή ενός ιστορισμού και στα κτήρια -τούρτες. ...
    Ξέρω όμως και το έργο του Βανδ..., που έχει κατακοσμήσει την θεσσαλονίκη με τις τούρτες που περιγράφεις.
    ...
    πάντως η αισθητική τούρτας είναι απερίγραπτη. ειδικά επειδή φαίνεται να συνοδεύεται από το δίδυμο άφθονο χρήμα/έλλειψη γούστου.

  2. Στη χώρα μας οι νεότεροι δεν έχουν κάτι συλλογικό να επαναπροσδιορίσουν πέρα από μερικές αναμνήσεις ευημερίας, γιατί οι μίζες έχουν γίνει καπνός και οι πολυκατοικίες τούρτες είναι άσχημες

  3. Αντιθέτως, στην Αθήνα βλέπουμε μόνο πολυκατοικίες τούρτες απο την μία και οπισθοδρομικό μοντερνισμό από την άλλη με ελάχιστες εξαιρέσεις πραγματικά όμορφης και σύγχρονης αρχιτεκτονικής και με ακόμα λιγότερες (μηδέν ίσως) προσπάθειες να ξανακτιστούν αυθεντικά νεοκλασσικά εκεί που έχει λογική για την γειτονιά και την χρήση τους.

  4. Κάθομαι μόνη μου σε μια γωνία με τα ακουστικά στ' αυτιά: Κοιτάω σομόν πολυκατοικίες-τούρτες που μπλέκονται με χαμηλά σπιτάκια και λεύκες, τα πεζοδρόμια έχουν ασπρίσει απ' τα μπαμπάκια.

  5. Το πρόσφατο κύμα αντιπαροχών τροποποίησε κι άλλο τις τυπικές αθηναϊκές γειτονιές, βάζοντας στη θέση ερειπίων πολυκατοικίες-τούρτες με καμπυλόγραμμες βεράντες και μεταμοντέρνες κιτσαρίες.

απαξάπαντα εκ του νετίου

(από ironick, 22/10/11)Τουρκομπαρόκ (από nikolaosvlas, 22/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καταχωρίζω κάποιον στη μαύρη λίστα του ΤΕΙΡΕΣΙΑ, δηλ. της τράπεζας πληροφοριών των ελληνικών τραπεζών, όπου καταχωρίζεται σειρά οικονομικών δεδομένων όλων όσων συναλλάσσονται μ’ αυτές. Ειδικότερα στα «δυσμενή», που είναι η μαύρη λίστα, καταχωρίζονται οι ακάλυπτες επιταγές, απλήρωτες συναλλαγματικές, διαταγές πληρωμής, κατασχέσεις και πάσης φύσεως δάνεια που δεν εξυπηρετούνται. Ως συνέπεια, όποιος γράφεται στη μαύρη λίστα δεν μπορεί να πάρει μπλοκ επιταγών, ούτε δάνειο. Εκφέρεται στο τρίτο πληθυντικό «τον μαυρίσανε, θα τον μαυρίσουνε, είναι μαυρισμένος», όπου ως υποκείμενο νοούνται οι τράπεζες συλλογικά. Αντίστοιχο του “blacklist” ως ρήματος (they blacklisted him).

  1. Έχωσε ένα φέσι γύρω στα δυο εκατομμύρια στις τράπεζες, άνοιξε ύστερα καινούργια επιχείρηση στο όνομα του γιου του, τον μαυρίσανε κι αυτόν, τώρα άνοιξε στο όνομα της κόρης του, μόλις ενηλικιώθηκε η μικρή, θα δει προκοπή κι αυτή με τον μπαμπά της.

  2. Μπήκα αφανής εταίρος στο σουβλατζίδικο γιατί ήμουν μαυρισμένος. Τους έστησα την επιχείρηση, έγινε το πρώτο μαγαζί σ’ όλο τον Εύοσμο και τώρα με πέταξαν έξω και ψάχνομαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μισό - μηδέν χρησιμοποιείται κυρίως για ποδόσφαιρο, όταν θέλουμε να δείξουμε ότι μία ομάδα νικάει 1-0 με τα χίλια ζόρια σε τραγικό παιχνίδι.

Αυτός ο Άρης με το ζόρι κρατιέται στη μάχη των Play Off. Όλο μισό - μηδέν νικάει μέσα.

Got a better definition? Add it!

Published

Μπόνος (αγγλιστί Boner): ο ερεθισμός του πέους καθώς και της κλειτορίδας.

Συνηθέστερα χρησιμοποιείται στους άνδρες για τον ερεθισμό ή στην θέα μιας θεογκόμενας που μόλις πέρασε από μπροστά τους.

Πωωωω μουνάρα, φίλε μου 'ρθε μπόνος.

Επίσης μπορεί να αντικατασταθεί με τη λέξη «πόνος» στην γνωστή φράση: δώσε πόνο! ('Δώσε μπόνο'').

(από allivegp, 14/10/11)Χιμπατζήδες Bonobo, οι πιο σεξουαλικά δραστήριοι στο ζωικό βασίλειο (από Vrastaman, 17/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified