Ψηφίζω Γιάννη Μπουτάρη, για Δήμαρχο Θεσσαλονίκης, στις εκλογές της 7ης Νοεμβρίου 2010.
Να μη συγχέεται με το γίνε Άρης να μπουτάρεις.
- Ποιός Γκιουλέκας και γαλαζοπράσιν' άλογα, μπουτάρισε παιδάκι μου.
Ψηφίζω Γιάννη Μπουτάρη, για Δήμαρχο Θεσσαλονίκης, στις εκλογές της 7ης Νοεμβρίου 2010.
Να μη συγχέεται με το γίνε Άρης να μπουτάρεις.
- Ποιός Γκιουλέκας και γαλαζοπράσιν' άλογα, μπουτάρισε παιδάκι μου.
Got a better definition? Add it!
Φουμισμένη πόλη της Μακεδονίας. Απόδειξη η φωτό. Καμία άμεση σχέση με τις εκφράσεις:
Δράμα δε βλέπω.
Πού 'ν' η Δράμα;
Έχασα τη Δράμα.
Όλες είναι λογοπαίγνιο από μεταφορά του αμερικανοεγγλέζικου «where is the drama;»
Αυτό λέγεται για να δείξουμε:
α) πως άρχισαν να μας πρήζονται από τις άσκοπες και χωρίς ενδιαφέρον παρλαπίπες που μας πετούν στη μούρη (δλδ ακόμη μια γείωση).
β) δεν παίρνουμε κάβο πού το πάει ο συνομιλητής - ομιλητής.
Μια ώρα κελαηδάει κι ακόμη Δράμα δε βλέπω.
-.......
-Καλά όλ' αυτά αλλά πού 'ν ' η Δράμα;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Από το αγγλικό loop που σημαίνει βρόχος, θηλιά.
Όρος που χρησιμοποιούν οι προγραμματιστές Η/Υ. Είναι μια επαναλαμβανόμενη σειρά από εντολές (ένας βρόχος επανάληψης) που εκτελείται όσο ισχύει μια λογική συνθήκη. Μόλις η συνθήκη πάψει να ισχύει, το πρόγραμμα συνεχίζει παρακάτω στις επόμενες εντολές. Αν ο κουμπιουτεράκιας έχει κάνει κάποιο λάθος στον κώδικα, τότε το πρόγραμμα δεν μπορεί να βγει από τον βρόχο επανάληψης εκτελώντας τις ίδιες εντολές ξανά και ξανά (κάνοντας δλδ συνέχεια τα ίδια και τα ίδια)ν μ΄αποτέλεσμα κάποια στιγμή να κολλήσει.
Η κατάσταση λειτουργίας μιας οποιασδήποτε συσκευής που παίζει μουσική ή κάποια ταινία ή κάποια βίντεο όπου μόλις τελειώσει η σειρά π.χ. των τραγουδιών ξαναξεκινά αυτόματα να τα παίζει πάλι με την ίδια σειρά.
Ανάποδη λούπα. Δύσκολος ελιγμός μαχητικών αεροπλάνων όπου διαγράφεται στον αέρα μια θηλιά. Το αεροπλάνο μοιάζει να κάνει ανάποδη τούμπα.
Έπεσα σε λούπα. Σκατοκατάσταση από την οποία δεν μπορώ να ξεφύγω με τίποτα.
Ρίξτε και ένα βλέφαρο στην καλούτσικη ταινία Λούπα αυτοκτονίας.
Γαμώ τα κοντρολομπρέκια μου γαμώ, ούτε μια λούπα δε μπορώ να στήσω σήμερα. Μήπως να με ξεματιάξεις;
Ρε παίδες!! Ποιος έβαλε σε λούπα το κωλοσιντί; Τρίτη φορά ακούω τα άπαντα της Θώδη. Έλεος!! Υπάρχουν και πράγματα που πρήζονται εδώ χάμω.
- Πωωω ρε πούστη μου πρήξιμο ο νέος. Αμάν μ' αυτήν την ανάποδη λούπα!! Ούτε ο Κρουζ στο Τοπ Γκαν να ήτανε.
- Δε θυμάσαι τα δικά σου; Σαν νά 'χες πρωτογαμήσει έκανες.
- Ψυχοσάββατο έχει ο Λάκης ή μου φαίνεται; - Σκάσε και κέρνα αβέρτα. Κάτι με τη δικιά του. Δε ξέρω λεπτομέρειες, αλλά μεγάλη λούπα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Παλιό μονόβολο τουφέκι, Ελληνοποίηση του Γαλλικού τουφεκιού Gras (Fusil Gras Modèle 1874 M80). Σε χρήση έως και τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο από βοηθητικές μονάδες του στρατού. Σημαίνει και το άχρηστο, παλιό και μακρύ τουφέκι.
Τότε με κάτι γκράδες μονόβολες πολεμούσαμε. Κι οι Ιταλοί είχαν μανλιχέρια και αυτόματα!
Χρησιμοποιείται και ο (λανθασμένος) τύπος η γκράδα.
Got a better definition? Add it!
Από τα γνωστότατα ξάπλα + Αρντάν.
Ο υπερθετικός της κατάστασης στην οποία θέλει να βρεθεί κάθε ευσυνείδητος φαντάρος και βρίσκονται πλείστοι ασυνείδητοι δημόσιοι υπάλληλοι. Η πλήρης χαύνωση. Η νιρβάνα. Το ζεν. Η μαστούρα σε οριζοντιωμένη στάση.
- Τι νομίζει ότι κάνει έτσι ξαπλαρντάν;
- Κοιλιακούς.
- Μα καλά ρε μαλάκα, στην Πύλη;
- Μη το ψάχνεις: τσάτσαρος.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ασφαλώς και είναι η «διακόσμηση» στα ελληνικά από το γαλλικό décor - όμως, παρέα με ρήματα όπως:
κάνω: κάνω (κάποιον) ντεκόρ σημαίνει ό,τι και τα: τον γείωσα, του το βούλωσα, κι από 'κει και πέρα (το 'παιξε) γλάστρα, τον έσβησα (και έλαμψα) - κι όλα τα παρεμφερή κι ομοειδή.
βγαίνω: βγαίνω απ΄το ντεκόρ σημαίνει παίρνω θέση (πάνω σε κάποιο ζήτημα), πήραν επιτέλους χαμπάρι πως υπάρχω, επανενεργοποιούμαι, κ.ο.κ.
έχω: έχω για ντεκόρ σημαίνει έχω για μόστρα, έχω για γλάστρα κ.ο.κ.
... είμαι: δεν είμαι (για) ντεκόρ (εγώ), το γνωστό παράπονο παραμελημένης γκόμενας.
- Μας πέθανε στην παρλαπίπα, μέχρι που ο Άρης του φρεσκάρισε τη μνήμη και τον έκανε ντεκόρ.
- Γιαδέ ρε συ ποια κελαηδάει!!
- Έχασες επεισόδια ε; Μετά την πλαστική βγήκε απ' το ντεκόρ.
- Τι κάνει δω πέρα η μικρή;
- Τίποτα, μόνο για ντεκόρ.
- Ακούς; Τα μαζεύω και φεύγω. Δεν είμαι ντεκόρ εγώ. Ακούς βρε; Φεύγω σου λέω.
- Α! ναι; Πού πας;
- Όπου θέλω!!
- Δώσε χαιρετισμούς.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η τσιμπουκλού που πολύ το γουστάρει. Προφανώς από το καβλί + το ηχητικό «σλουρπ» που δηλώνει λαίμαργη ευχαρίστηση.
Η άτσαλη τσιμπουκλού που από περήφανο τσολιά σου τον κάνει σκέτο λούρπακ. Εξού και καβλοσλούρπακ.
- Πώς πήγε ψες με την Πόπη;
- Γαμάτα!! Καβλοσλούρπα με τα όλα της. Με στράγγιξε σε χρόνο ντετέ. Κι εσύ με τη Φώφη;
- Γάμα τα!! Μου βγήκε καβλοσλούρπακ. Είδα κι έπαθα να τον συνεφέρω. Ξανά μόνο με βετεράνο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο τριτοκοσμικός Αφελίμ που νομίζει πως είναι πρωτοκοσμικός, είτε επειδή ό,τι λίγο έχει ανάμεσα στ' αυτιά έχει υποστεί βιολογικό καθαρισμό, είτε επειδή προσφάτως λάδωσε τ' άντερό του και νομίζει πως έπιασε τον πάπα απ' τ' αρχίδια.
Κάθε ομοιότητα με πλείστα καναλοπεριοδεύοντα τσουτσέκια δεν είναι τυχαία.
Λέγεται και για ολόκληρες χώρες και λαούς σε πικρές στιγμές αυτοκριτικής και εκλάμψεις αυτοσυνειδητοποίησης, συνήθως μετά από κάποια καταστροφή, οικολογική ή μη.
Τώρα φυρί φυρί το πάτε αλλά... (βλ. εικόνα).
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τρώω λαίμαργα, γρήγορα.
Τσαλακώνω ένα σάντουιτς (σουβλάκι, βρώμικο ή whatever) στη μούρη μου.
Άντε βρε μαλάκα, τσαλάκωσ' το να φύγουμε!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Είναι τόσο μέσα στη ζωή μας που απέκτησαν ψυχή και ωσεκτουτού κλίνονται πια...
έμμεση ασίστ: vikar.
Ρε πστ δεν παίζεται αυτή η πουτσοχώρα, πρώτα ήρθε ο Οτές και μας έσκαψε τον δρόμο, μετά ήρθε το νερό, και τώρα σκάβουν οι υπάλληλοι της Δεής, γαμώ το φελέκι μου μέσα γαμώ, σαββατιάτικα με τα κομπρεσέρ...
Got a better definition? Add it!