Selected tags

Further tags

Μπουζουκογκόμενα καλείται η συνηθισμένη γκόμενα που:

  • Νυχτοπερπατά σε όλους τους χώρους άνευ εξαίρεσης όπου κυκλοφορούν αμάξια τύπου Mercedes, αγωνιστικά και γενικά μουράτα.
  • Το μαλλί είναι σταθερά ντεκαπαρισμένο με καμένες τούφες από το πολύ πιστολάκι και τις πάρε να 'χεις βαφές ή extreme ανταύγειες.
  • Δεν κυκλοφορεί ποτέ χωρίς το make-up της ή το φρουτένιο lip της.
  • Ακόμα και το πρωί μπορεί να την πετύχεις με γόβα-πίπτω και με μαλλί που να μην έχει ξεφύγει ούτε τρίχα από το πιστολάκι.
  • Δεν ξέρει ποτέ απ' έξω τον αριθμό του κινητού της.
  • Τα μπλουζάκια της είναι σχεδόν όλα έτσι ώστε να αφήνουν ένα σημείο hot για εκείνη τουλάχιστον ακάλυπτο.

Πάντα όμως υπάρχουν και οι μπουζουκογκόμενες high-classάτες. Αυτές που:

  • θα κρατήσουν την Louis Vuitton τους αλλά το μαλλί θα παραμένει καμένο και το νύχι σταθερά επιμηκυμένο.
  • Χρησιμοποιούν φράσεις όπως: ρε μωρό, ρε συ, ρε κοίτα τι αμάξι έχει, αχ σταμάτα (ακόμα κι αν τίποτα δεν έχει αρχίσει αυτές το θεωρούν πολύ σέξυ).
  • Οι σχέσεις τους διαρκούν ένα μήνα το πολύ.
  • Κάθε Σάββατο πηγαίνουν σε club ή μπουζούκια και ακούνε γενικά Σάκη, μπουζουκοτράγουδα, ενώ αν τις ρωτήσεις τι είναι έντεχνο θα σου πουν όλες Χατζηγιάννης.
  • Τρελαίνονται για άντρες που φορούν mocassinia με φόρμες (έλεος), πουκάμισο οπωσδήποτε λίγο ανοιχτό το βράδυ και αρκετά τζελαρισμένοι.
  • Έχουν κάψει αρκετά έως πολλά εγκεφαλικά κύτταρα με το να διαβάζουν Cosmopolitan και να τα μαθαίνουν απ' έξω μέχρι να έρθει ο κατάλληλος για να τα εφαρμόσουν.

Ενώ ο όρος χρησιμοποιείται και για τα σκυλιά, η μπουζουκογκόμενα έχει μία πιο προσεγμένη εμφάνιση.

– Αχ ρε συ κοίτα ένα αμάξι!
– Λες να πηγαίνει στο club που πάμε;
– Σκέφτεσαι;
– Αχ σταμάτααα! Λες να μου την πέσει;
– Αυτός που το οδηγεί ή το αμάξι;
– Ε;!

(Διάλογος μπουζουκογκoμενών)

Βλ. και μπουζουκομούνι καθώς και -μούνα, -γκόμενα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εσείς το ξέρατε ότι η λέξη strobo-light προέρχεται από το κατασκευασμένο με ελληνικές πρώτες γλωσσικές ύλες stroboscope (αρχ. στρόβο(ς) + -scope = -σκόπιο), συσκευή φωτισμού που εκπέμπει βραχείας διάρκειας αναλαμπές ορισμένης συχνότητας; Τα strobo-lights χρησιμοποιούνται στην επιστημονική μελέτη της κίνησης (καθώς παράγουν το αντιληπτικό οπτικό φαινόμενο αργής κίνησης), αλλά και στα μπλε καρούμπαλα, το φωτισμό αεροπλάνων, και φυσικά...

...στα κλαμπψ, και τα λοιπά νυχτομάγαζα, ομού με άλλα εφέ (καπνούς, λέιζερ, βλακ λάιτς και παλαιότερα ντισκόμπαλες) προκειμένου να προκαλείται στους πελάτες sublime αίσθημα σοκ και πέους για το οποίο άλλωστε και πληρώνουν.

Όταν δούλευα (τον κόσμο) ως dj σε ροκάδικα (όχι ρΑκάδικα, ροκάδικα) στην Κρήτη είχε φέρει σε πάρτι ένα φιλαράκι ένα στρόμπο. Το είχα ξεσκίσει αυτό το υπερκίτς χαζό strobo. Τότε μια κοπελίτσα έρχεται και μου ζητάει ξανά και ξανά να το κλείσω το ρημάδι. Με ξενέρωνε, όσο μπορούσε βέβαια. Το αγαπούσα αυτό το strobo. Τελικά κάποιος μου είπε ότι η κοπέλα έχει επιληψία, και το στρόμπο μπορεί να της προκαλέσει κρίση.

Τα Ημισκούμπρια αγαπούσαν μάλλον τα στρόμπο, γι΄ αυτό και τα ονόμασαν χαϊδευτικά και αντιδανειακώς «στρομπόλια», κατά το θιαμπόλι, φαντάζομαι.

Σλανγκασίστ: Khan

Στίχος από Ημισκούμπρια απ' εδώ.

«Χορεύω Michael Jackson, με καμαρώνουν όλοι, και η άσπρη μου η κάλτσα φωσφορίζει στο στρομπόλι»

Σλανγκαρχιδιά: Δε νομίζω ότι με τα στρομπόλια φωσφορίζουν οι άσπρες κάλτσες, αυτό συμβαίνει με τα black lights, πρόκειται περί νοσταλγικού αναχρονισμού χάριν ρίμας και ποιητική αηδία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γίνεται καυγάς, πέφτει ξύλο, βρωμόξυλο, ταβερνόξυλο, γίνεται το έλα να δεις.

Ετυμολογία απροσδιόριστη. Ίσως από το σκρατς των χιπχοπάδων, ίσως απευθείας ηχοποιητικά, λόγω σκισίματος ρούχων από ράντομ τραβήγματα και αυτοσχέδιες λαβές.

Ακουσμένο στην κεντροδυτική Μακεδονία.

- Τι φωνές είναι αυτές;
- Φύγαμε μαλάκα, πάμε να τσεκάρουμε!
- Στάσου ρε, πού να πάμε; Έχουμε ποτά, κινητά, τσιγάρα!
- Πάρε ότι μπορείς, γίνεται σκρατς παρακάτω, έξω από το πατσατζίδικο!

Got a better definition? Add it!

Published

Θεμελιώδεις όροι του λεξιλογίου των ξενύχτηδων. Όχι όμως των ξενύχτηδων γενικώς και αορίστως. Αναφερόμαστε σε όσους είναι ταγμένοι μέχρις εσχάτων, δηλωμένοι τρελοί με τα «πολιτιστικά κέντρα» του αείμνηστου Ευάγγελου Γιαννόπουλου. Περισσότερο γνωστοί ως σκυλάδες ή μπουζουκάδες.

Σκουπίζω σημαίνει κάθομαι μέχρι τελικής πτώσεως, έως το απόλυτο τέλος του προγράμματος. Φεύγω τελευταίος απ' τους τελευταίους. Δε το κουνάω ρούπι μέχρις ότου ο χώρος να αδειάσει εντελώς, να έχουν ανάψει τα φώτα και οι πακιστανοί να σκουπίζουν το μαγαζί ώστε να είναι έτοιμο για την επόμενη νύχτα μπουζουκοκραιπάλης.

Ισοδύναμες εκφράσεις με το σκουπίζω είναι τα «κάθομαι μέχρι το σκούπισμα» ή «προβλέπεται σκούπισμα απόψε».

Καταχρηστικά, οι εν λόγω εκφράσεις θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και για διαφορετικού τύπου νυχτομάγαζα, π.χ. κλαμπ με μη ζωντανή μουσική, συναυλιακούς χώρους κ.ο.κ. Όμως, στα μπουζουκάδικα, το σκούπισμα στο τέλος της βραδιάς ανάγεται σε τελετουργία, καθώς με αυτό απομακρύνονται ευλαβικά οι τεράστιες ποσότητες εκτοξευμένων λελουδικών, πεμπτουσία του συγκεκριμένου είδους διασκέδασης.

Ποιοί όμως συνήθως σκουπίζουν; Σίγουρα όχι οι χαϊχλίδογλου που κάθονται πρώτο τραπέζι κάλτσα. Αυτοί την κάνουν κατά κανόνα νωρίς, διότι θεωρούν το σκούπισμα ψιλογύφτικη και φτωχομπινεδιάρικη πρακτική, για τους ταλαίπωρους που θέλουν να αποσβέσουν κάθε σεντ που έσκασαν στην είσοδο. Γι' αυτούς δηλαδή που παν να βγάλουν απ' τη μύγα ξύγκι, διότι εκτός των άλλων δεν γνωρίζουν πότε θα μπορέσουν να ξανάρθουν. Οι γκαφράδες δεν έχουν τέτοιες ανησυχίες. Και αύριο εδώ θα είναι, και μεθαύριο κι όποτε γουστάρουν.

Η παραπάνω εικόνα δεν ανταποκρίνεται απόλυτα στην πραγματικότητα. Τα λαϊκά παιδιά δεν κάθονται μέχρι το σκούπισμα μόνο επειδή έσκασαν τα λεφτουδάκια που έβγαλαν με αίμα, δάκρυα κι ιδρώτα. Θα κάτσουν γιατί πραγματικά γουστάρουν, κι ας έχουν βγάλει κιρσούς στα πόδια απ' την ορθοστασία στον εξώστη. Τα νταλκαδιάρικα άσματα τους εκφράζουν και τους θυμίζουν το βασανάκι τους. Αντίθετα, οι περισσότεροι πλούσιοι πάνε καθαρά για την μόστρα, για τη λεζάντα, για να επιβεβαιώσουν το κοινωνικό και οικονομικό τους status.

  1. - Τι θα γίνει ρε μαλάκα Ηλία, θα την κάνουμε καμιά ώρα να πάμε και σπίτια μας; Ξέρεις αύριο δουλεύουμε κιόλας, σε περίπτωση που το ξέχασες…
    - Πας καλά ρε, τώρα στο καλύτερο θα φύγουμε, τώρα που γυρίζει; Κι εγώ δουλεύω αύριο, δεν κάνω έτσι. Στην τελική, μείνε μέχρι να φύγεις...
    - Αυτά τα κουλά να μην έλεγες ρε Λια, και τί στον κόσμο... Τέσπα, έτσι στο 'πα, κάνε ότι νομίζεις.
    - Έτσι μπράβο αγόρι μου, κούλαρε λίγο, χαλάρωσε και θα δεις δε θα σε χαλάσει. Και στην τελική το 'ξερες, ο Λιας αν δε σκουπίσει δε φεύγει από μαγαζί, όλα κι όλα.

  2. - Μαλάκα Ηλία, Παρασκευή που θα πας Πετρέλη - Οικονομόπουλο θα 'ρθω μαζί σου. Θα είναι κι ένα φιλαράκι από Καλαμάτα που φιλοξενώ.
    - Κανόνισε να μου την κάνεις όπως την άλλη φορά που έφυγες στις 2.30. Και στην τελική στα παπάρια μου, κάν’ την ότι ώρα θες, μόνο μη με πρήζεις και μη μ' αρχίζεις στα κλαψομουνίστικα, του στιλ έχω δουλειά την άλλη μέρα και δεν ξέρω γω τι άλλο.
    - Όχι ρε σου λέω! Είμαστε για σκούπισμα, κανονικά! Κι ο δικός μου καυλωμένος είναι, χώρισε και με τη δικιά του και καταλαβαίνεις. Προβλέπεται σκουπισματάκι αγόρι μου! - Καλά νταξ, το εμπεδώσαμε. Έμαθες κι εσύ ο άσχετος πως μιλάν οι μπουζουκάδες και τώρα ό,τι θυμάσαι χαίρεσαι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφιερώνομαι σε μονογαμία.

Έχω ρομαντική / συναισθηματική σεξουαλική επαφή.

Μην μουνογαμιέσαι πολύ γιατί θα βαρεθεί το γκομενάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

[i]Ετυμολογία[/i]

Από το καρέκλα + την παραγωγική κατάληξη -ιά, κατά το γροθιά, μαχαιριά κλπ. (στο μεταίχμιο, ίσως, μεταξύ «κανονικής» και σλανγκέ εκδοχής της κατάληξης -ιά).

[i]Η Καρεκλιά ως Νόημα Εχθροπραξίας στο Πλαίσιο Τσαμπουκάδων[/i]

Αξίζει νομίζω ξεχωριστής αναφοράς καθώς είναι εμβληματικό και νοηματικώς έντονα φορτισμένο χτύπημα, που προσδίδει ξεχωριστό χρώμα στον αυθεντικό και αυθόρμητο τσαμπουκά όχι μόνο λόγω της σφοδρότητάς του, αλλά και του ότι δίνει περιθώρια συμμετοχής στον παθητικό θεατή, επεκτείνοντας τη σύρραξη κατά ομόκεντρους κύκλους.

Οι καρεκλιές είναι ορόσημο για τη διάκριση ανάμεσα σε βρωμόξυλο και ταβερνόξυλο - ο τσαμπουκάς ακόμα και σε ταβέρνα χωρίς καρεκλιές δύσκολα μπορεί να χαρακτηριστεί ταβερνόξυλο, αφού το τελευταίο εμπλέκει μεγάλο μέρος της πελατείας του καταστήματος και προκαλεί χάος, ακριβώς μέσω της χρήσης καρεκλών.

Να σημειωθεί, λοιπόν, αρχικά ότι ο κύριος όγκος καρεκλιών δε φέυγει από τους πρώτους εμπλεκομένους στον καυγά, καθώς αυτοί κατά κανόνα και σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά την εναρκτήρια σπρωξιά (αμπωχτέ στη δυτική Κρήτη) ή μπουκετίδι αναλώνονται σε λαβές. Η καρεκλιά είναι το κύριο πλήγμα που καταφέρνουν οι ας πούμε εφεδρείες, οι δυνάμεις που ρίχνονται τρίτες στη μάχη, μετά τους πρώτους εμπλεκομένους και εκείνους που κατά κανόνα επιχειρούν να αποσοβήσουν και καλά τον καβγά χωρίζοντας τους πρώτους εμπλεκομένους.

Ως πλήγμα, λοιπόν, η καρεκλιά είναι η χρήση καρέκλας ως αγχέμαχου όπλου σε εκ του συστάδην συρράξεις. Σπανιότερα, και σε περιπτώσεις μαζικού ξύλου μεγάλης διάρκειας, η καρεκλιά μπορεί να αφορά και στη χρήση καρέκλας ως βλήματος - από απόσταση. Η καρέκλα μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως αμυντήριο όπλο και αυτοσχέδια ασπίδα, αλλά αυτό από μόνο του δε θα πρέπει μάλλον να λέγεται καρεκλιά, εκτός και αν θέλει κανείς να φουσκώσει το επίπεδο ενός καυγά – αν θέλει να πει, δηλαδή, ντε και καλά ότι βρέθηκε σε φάση που «παίξανε», «ρίξανε», ή «πέσανε» ή «φύγανε καρεκλιές».

[i]Η Καρεκλιά από τη Σκόπια του Δρώντας Υποκειμένου ως Διαλεκτική Δραστηριότητα και Πλήγμα[/i]

Ως δραστηριότητα η καρεκλιά αφορά σε μιαν αλληλουχία γεγονότων, μια ροή δράσης μάλλον παρά κάτι το ακαριαίο, και ενέχει ορισμένες τυπικές φάσεις. Καθεμιά απ' αυτές ολοκληρώνεται με μια κρίσιμη απόφαση από πλευράς του δρώντος υποκειμένου (ένα σημείο “χωρίς επιστροφή”) και εκπέμπει τα αντίστοιχα διακριτά σημεία προς τους λοιπούς εμπλεκομένους.

α) Ο δρων αντιλαμβάνεται την έναρξη του τσαμπουκά σε μέση απόσταση. Σηκώνεται από την καρέκλα και με μέτωπο στη σύρραξη μεταβαίνει από πίσω της, κρατώντας σφιχτά την πλάτη της με το αριστερό χέρι. Εξασφαλίζει έτσι ότι την έχει διαθέσιμη αλλά και μια σχετική κάλυψη στο κάτω μέρος του σώματος, ενώ δυνητικά μπορεί να τη χρησιμοποιήσει αμυντικά ως ασπίδα για το θώρακα ή ακόμα και το πρόσωπο.

β) Ο δρων παρακολουθεί τα τεκταινόμενα και αποφασίζει να εμπλακεί. Σηκώνει την καρέκλα κρατώντας την και με τα δύο χέρια από την πλάτη, περίπου το μέσο της, την αναποδογυρίζει και τη ζυγιάζει. Από δω και πέρα είναι προφανές ότι έχει εμπλακεί...

γ) ... και άρα αυξάνονται οι πιθανότητες αν δεν επιτεθεί πρώτος να δεχθεί επίθεση. Στην τελευταία περίπτωση η σηκωμένη και αναποδογυρισμένη καρέκλα και δη τα πόδια της μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως μέσο απώθησης. Αν αυτό γίνει επιτυχημένα και ο δρων συνεχίσει να κρατά και να κραδαίνει ενδεχομένως την καρέκλα, ενδέχεται να τη χρησιμοποιήσει επιθετικά με την ορμή και το μένος που έχει σωρεύσει. Σε αυτήν την περίπτωση μπορεί να επιχειρήσει είτε....

δ1) έφοδο, με τα πόδια της καρέκλας ως ωθητικό μέσο - ειδικά αν πρόκειται για σκαμπό. Με την έφοδο, ο δρων [στο εξής, ο πλήττων] καταφέρνει έτσι ένα πρώτο χτύπημα στο άτομο της αντίπαλης παράταξης [στο εξής, ο πληττόμενος], ώστε μετά να μπορέσει από πλεονεκτική θέση να επιχειρήσει είτε το δ2, είτε άλλα χτυπήματα. Να σημειωθεί παρενθετικά από δίπλευρη έφοδο έχουν προκύψει και περιπτώσεις καρεκλομαχίας, όπου οι αντίπαλοι κραδαίνουν και χτυπούν ο ένας την καρέκλα του άλλου, ένα μάλλον γελοίο θέαμα.

δ2) πλήγμα με την καρέκλα ως ρόπαλο, η κυρίως καρεκλιά.

Το πλήγμα μπορεί να έχει σα στόχο τα πλευρά, λόγω όμως του βάρους της καρέκλας, της παρεμβολής των χεριών του πληττομένου και άλλων χαοτικών παραγόντων κατά κανόνα καταλήγει είτε στα χέρια, είτε πιο χαμηλά, στους μηρούς.

Το πλήγμα, ωστόσο, μπορεί να έχει ως στόχο και το κεφάλι, ιδίως αν ο πληττόμενος έχει βρεθεί σε δυσχερή για τον ίδιο κυπτή θέση . Το μεγαλοπρεπές σήκωμα της καρέκλας σε αυτήν την περίπτωση από πλευράς του πλήττοντος, ακόμη και πάνω από το ύψος της κεφαλής του, μπορεί να συνοδεύεται από έντονη εσωτερική διερώτηση: “αν του την κατεβάσω [την καρέκλα], θα του συνθλίψω το κρανίο. Τι να κάνω;”. Σε αυτήν την περίπτωση, ο πλήττων είτε προτιμά να προσβάλει τον αντίπαλο με ηπιότερο πλαγιοκοπικό χτύπημα ή χτύπημα στη ράχη (αρκούντως ζόρικο και αυτό), είτε να αφήσει την καρέκλα κάτω και να τον πλακώσει με άλλο τρόπο, είτε να προβεί στο συντριπτικό αυτό χτύπημα...

...με πολύ οδυνηρές συνέπειες για όλους.

Τέλος, στο χάος πάντα προσθέτει το γεγονός ότι κανείς αφού έριξε καρεκλιά δεν τοποθέτησε την καρέκλα με τάξη στο πάτωμα, αλλά κατά κανόνα αυτή εκσφενδονίζεται από δω κι από κει, επιτείνοντας το χάος, την «αρμάτω ταραχή», και τον κονιορτό σε περιπτώσεις καυγάδων στο ύπαιθρο (πανηγύρια, ψαροταβέρνες, μπητς μπαρ).

[i]Εικονοπλασίες, «Μύθοι» κ.α.[/i]

Να επισημανθεί εδώ ότι η απειλή «θα στη φέρω κολάρο» και η σχετική εικονοπλασία, με προέλευση κυρίως τα γουέστερν και λούκυ λουκ, είναι μάλλον φυσικώς αδύνατο να πραγματοποιηθεί, ειδικά με τις πατροπαράδοτες πλεχτές ψάθινες καρέκλες – θα μπορούσε ίσως κάποιος να το φανταστεί με σάπιες κακής ποιότητας καρέκλες βιέννης με τη μελαμίνα στο κάθισμα.

Να σημειωθεί επίσης ότι σε παραδοσιακά «ελληνικά» πλαίσια και κυρίως καφενεία, στα οποία ο πελάτης χρησιμοποιούσε πληθώρα καθισμάτων για άνεση ή που καθόταν ανάποδα, με την πλάτη της καρέκλας στο στέρνο του και ανοιχτά τα πόδια, πολλές φορές ο τσαμπουκαλεμένος δήλωνε την πρόθεση του να εμπλακεί σε καβγά «πετώντας πέρα» ένα από αυτά - κάτι που τείνει να εκλείψει μαζί με τους παραδοσιακούς αυτούς αρρενωπούς τρόπους καθίσματος.

[i]Επίλογος[/i]

Όλα τα παραπάνω είναι σχηματικά και ιδεοτυπικά, κάθε σύρραξη άλλωστε ενέχει τόσο το στοιχείο του μένους του πολέμου, του ορθολογικού υπολογισμού και της τύχης σύμφωνα και με την wunderliche Dreifaltigkeit του Κλαούζεβιτς, και αυτά επικαθορίζουν τα επιμέρους της αντιπαράθεσης.

Παραθέτω το γνωστό τραγούδι του Λάκη Παπαδόπουλου, το οποίο περιγράφει περιστατικό κατά το οποίο ενεπλάκη μόνος του σε καυγά με καρεκλιές, το εξαιρετικό της οποίας προσθέτει στον τραγικό ηρωισμό της μοναχικής πράξης του και την καθιστά αξιομνημόνευτη.

Στίχοι: Λάκης Παπαδόπουλος
Μουσική: Λάκης Παπαδόπουλος
Πρώτη εκτέλεση: Λάκης Παπαδόπουλος

Τούρκο με ξεφώνισες
Και μου ανάψαν τα λαμπάκια
Γιατί εσύ κι ο φίλος μου
Τα κάνατε πλακάκια

Τούρκο με ξεφώνισες
Και μου αλλάξαν τα κλαπέτα
Γιατί σας είδαν στο χοτέλ
Κάτω από καρώ κουβέρτα

Έγινα για σένα τούρκος
Εσύ να σπας στις Τζιτζιφιές
Να ρίχνεις τις γαρδένιες πάνω του
Κι εγώ να παίζω καρεκλιές (δις)

Ώωωπα... Τούρκος... Οζάλ... Ναι!

Τούρκο με ξεφώνισες
Εγώ δεν είχα να πληρώσω το νοίκι
Κι εσύ ώρες ατέλειωτες
Τηλεφωνούσες στη Θεσσαλονίκη

Τούρκο με ξεφώνισες
Εσύ 'σαι μία άκαρδη γυναίκα
Γιατί μας άφησες τους δυο
Κι αλλάζω πάνες στη μπεμπέκα
Μπεμπέκα

Έγινα για σένα τούρκος
(Αλή Πασάς)
Εσύ να σπας στις Τζιτζιφιές
(Ομέρ Βρυώνης)
Να ρίχνεις τις γαρδένιες πάνω του
Κι εγώ να παίζω καρεκλιές

Έγινα για σένα τούρκος
(Τουργκούτ Οζάλ)
Εσύ να σπας στις Τζιτζιφιές
(Σελί Μπερίς)
Να ρίχνεις τις γαρδένιες πάνω του
Κι εγώ να παίζω καρεκλιές
Καρεκλιές

Έλα... Οζάλ... Αλή Πασάς... στα Γιάννενα... Ζήτω η εικοσιπέντε Μαρτίου

Έγινα για σένα τούρκος
(Αλή Πασάς)
Εσύ να σπας στις Τζιτζιφιές
(Ομέρ Βρυώνης)
Να ρίχνεις τις γαρδένιες πάνω του
Κι εγώ να παίζω καρεκλιές

Έγινα για σένα τούρκος
(Τουργκούτ Οζάλ)
Εσύ να σπας στις Τζιτζιφιές
(Σελί Μπερίς)
Να ρίχνεις τις γαρδένιες πάνω του
Κι εγώ να παίζω καρεκλιές
Καρεκλιές
Καρεκλιές
Κουτουλιές
Και μπουνιές

Ρε... 'Ντάξει ρε μη βαράς ρε! Παρ' τη δική σου. Στη χαρίζω!

Έγινα για σένα Τούρκος - Λάκης Παπαδόπουλος, 1991 (από poniroskylo, 27/07/09)ε μα πια... (από BuBis, 03/09/09)Φιλικός αγώνας (από Khan, 20/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το διέδωσε ο Χάρρυ Κλυνν στα '90ς με το σκετσάκι «φτωχός πλην τίμιος οικοδόμος». Ενδεχομένως έχει και άλλη προέλευση, αλλά ο Χάρρυ Κλυνν το καθιέρωσε.

Γενικά, λέγεται για οτιδήποτε είναι λιτό και απέριττο, αλλά κάνει αποτελεσματικά την δουλειά του, συνάδοντας με την γύμνια του ελληνικού τοπίου και την εξαπανέκαθεν ενδημική φτώχεια του Έλληνα.

Λέγεται με ύφος Γιακουμή, αλλά χωρίς κλαψομουνίαση.

Από κριτική στο bourdela.tv:

Μ. και Ε. στο πτωχό πλην τίμιο φραπενείο, γύρισαν από διακοπές και οι περισσότερες παλιές φραπεδιάρες. Τώρα η Μ. δεν ταιριάζει με το τίμιο φραπενείο που αποτελείται κυρίως από τίμιες φραπομπαζόλες, η Ε. σε όργια με όλους τους 18-23, λίγα νέα κομμάτια από Τσεχία, ανάμεσά τους βουζοκωλοβυζαροπεπονού Γ. (φρεντοτσίνο),τα αράμπικα προσφέρουν τσίνο και αυτά, άλλαξε Ντι Τζέι, καλός ο καράφλας, τιμές σταθερές και παζαράτες, η Α. χοντροκώλεψε (σουβλάκια γαρ), η Α. και η Ό. γυρίσανε με βυζά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ποτό που τα σκάει γρήγορα και άγρια.

Βλ. τεκίλα, σαμπούκα-καλούα, βότκα-γιαγκερμάιστερ, τζακ-ντραμπούι κτλ.

- Τι να πιώ να γίνω ρε μαλάκα;

- Ρε, πάρε βοτκα-γιαγκερμάϊστερ, κάνει μια χημική ένωση που δεν τη μεταβολίζει ο οργανισμός και τα σκάει.

- Ποτό με αρχίδια δηλαδή ε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτοσχέδιος εκρηκτικός μηχανισμός μεσαίας ισχύος, εκφοβιστικού χαρακτήρα. Αποτελεί κωδική έκφραση του κόσμου της νύχτας και του κοινού ποινικού δικαίου. Δεν χρησιμοποιείται από ομάδες πολιτικής βίας, οι οποίες προτιμούν άλλες εκφράσεις, όπως πχ καλάθι.

Προέρχεται από το δέσιμο των εννοιών: επίσκεψη, πακέτο, δωράκι, να γλυκάνει, να μαλακώσει, να σκονιστεί.

Ο ειδικός στην παρασκευή των «λουκουμιών», λέγεται λουκουματζής.

Oι αρχές συνέλαβαν τον περίφημο «Λουκουματζή», έναν αλλοδαπό ονόματι Ιβάνωφ Ντεγιάν, παρέα με έναν δεύτερο επίσης αλλοδαπό, να μεταφέρουν μεγάλη ποσότητα εκρηκτικής ύλης. Στόχος ήταν ένας ντόπιος επιχειρηματίας. Ο Ιβάνωφ Ντεγιάν ήταν γνωστός στις αρχές ως ειδικός στα «λουκούμια», δηλαδή τα εκρηκτικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος βελάζει εννούμε ότι έχει λαλήσει/κλάσει (μεταφορικά). Αυτό μπορεί να συμβαίνει από πολλά ξύδια ή γάρα ή συνδυασμό αυτών.

Συνοδεύεται συνήθως από την έκφραση «κάνε μπέεε» που υποδηλώνει εμμέσως στον άλλον ότι έχει βελάξει.

Συντομογραφία μπορεί να θεωρηθεί και τα αρχικά Ελ Βελ= Ελευθέριος Βενιζέλος, το αεροδρόμιο.

Τέλος μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σαν σύνθετη λέξη, π.χ. δρακοβελάζω, δηλαδή το υπέρτατο βέλαγμα all time ever.

- Μαλάκα, έχω κλάσει άσχημα
- Έχεις βελάξει; Κάνε μπέεεεεεε! Δεν μπορείς;;;
- Ελ βελ τελείως ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified