Further tags

Το ποτ-πουρί είναι συλλογή (ομοειδών, κατά προτίμησιν) ασμάτων, αδομένων εν σειρά και άνευ διακοπής, συνοδεία κιθάρας συνήθως, του τύπου τρίο Ατένε, τρίο Γκιτάρα, αφοι Τζαβάρα, αφοι Κατσάμπα και οι τοιούτοι. Εκ του γαλλικού pot-pourri, κατά κυριολεξίαν "πλήρες δοχείον". Δεν πρέπει να συγχέονται με το δοχείον νυκτός (το γνωστόν εις τους παλαιοτέρους καθοίκι) μολονότι άδονται (και αυτά) κατά τας νυκτερινάς ώρας. Εις τα καθ' ημάς "πλαίει-λιστ λάιβ". (Καμμία σχέσις με το "πνέει τα λοίσθια", παρά το προχωρημένον της ηλικίας τραγουδιστών και κοινού).

Ενίοτε η συλλογή δεν περιέχει ομοειδή άσματα, λόγω σχετικών απαιτήσεων του κοινού. Εν τούτοις, όλα (από παπαλάμπραινα, μέχρι μπέσαμε μούτσο) εκτελούνται καθ' όμοιον τρόπον. Εις την περίπτωσιν αυτήν έχομεν ποτ-πουρέ ή παπαχελληνιστί μέλτινγκ-ποτ.

Τέλος οι θαμώνες νυκτερινών κέντρων τοιούτου μουσικού είδους, λόγω του προκεχωρημένου της ηλικίας, αποκαλούνται ποτ-πουρά.

-Τι να σου πω Ευτέρπη μου! Πήγαμε στη χοροεσπερίδα του συλλόγου ραχητικών,

-Έχουν σύλλογο τα ραχητικά;

-Όχι καλέ, από την Άνω Ραχούλα, το χωριό της Δωροθέας. Τραγούδησαν τα Κατσαμπάκια, ένα ποτ-πουρί, τί παπαλάμπραινα, τί μάτια μπλέ, τι κουκουρουκουκού,

-ποτ-πουρέ, τότε. Και ποιοί ήσασταν;

-Ολη η παρέα απ' το ΚΑΠΗ!

-Κατάλαβα, ποτ-πουρά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξύλινο καδρόνι/δοκάρι τετράγωνης διατομής που χρησιμοποιείται σε οικοδομικές εργασίες, συχνά στο καλούπωμα για αντιστήριξη του ξυλότυπου.

Το Βικιλεξικό προτείνει δύο ετυμολογίες, από τα γαλλικά και τα ιταλικά:

  1. λατάκι < γαλλική latte (σανίδα) < αρχαία γαλλικά latte < αρχαία φραγκικά *latta < πρωτογερμανικά *lattō(n) / *laþþō(n) / *laþēn < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) (s)lat- (δοκάρι, κούτσουρο)
  2. λατάκι < ιταλική latta (τενεκεδάκι, κονσέρβα)

εδώ

Σε ελληνικούς εξειδικευμένους με την ξυλεία ιστοτόπους υποννοείται (και εδώ υποστηρίζεται ρητά) η προέλευση από το «έλατο», καθώς πρόκειται για ξυλεία ελάτου ή πεύκου: λατάκι<ελατάκι<έλατο.

Εδώ (στο σχόλιο 29) υποστηρίζεται το εξής: «Πληροφοριακά, λατάκι οι οικοδόμοι λένε ένα σανίδι που χρησιμοποιείται στο καλούπωμα < τουρκ. lata:πηχάκι». Πρέπει όμως να σημειωθεί πως η τουρκική λέξη lata φαίνεται ότι σημαίνει σανίδα και όχι καδρόνι ή δοκάρι. Με αυτήν μάλιστα τη σημασία (σανίδα) θυμίζει πολύ την γαλλική λέξη latte, πιο πάνω.

Τολμώ να πω ότι δεν μου είναι απόλυτα πειστική κάποια από τις προαναφερθείσες θέσεις για την ετυμολογία της λέξης.

  1. Από εδώ, ως προσθήκη στον ορισμό:

Λατάκι

1) Κομμάτι ξύλου τετραγωνικής διατομής 7,5 Χ 7,5 εκ. (αλλά υπάρχουν και 8Χ8εκ) που χρησιμοποιείται στο καλούπωμα. Δεν έρχεται σε επαφή με το μπετόν γιατί η χρήση του είναι για ενίσχυση του πετσώματος (ξυλότυπου). Κατά τη διάρκεια της ζωής του θα κοπεί αρκετές φορές κι όταν το μήκος του πέσει κάτω από 1μ, θα λέγεται μπαγάς.

2) Ξύλο ορθογωνικής διατομής που χρησιμοποιείται για αντιστήριξη (κόντρα) του ξυλότυπου στο καλούπωμα.

  1. Από εδώ:

Ναι, ενιαία σκυροδέτηση κορμού-πέλματος και το εκπληκτικό είναι ότι δεν έχει ούτε ένα λατάκι μέσα στην πεδιλοδοκό.

(από patsis, 23/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ντους, η πράξη του σύντομου λουσίματος στα όρθια χωρίς ξάπλωμα στη μπανιέρα. Ξεκίνησε να λέγεται ως ειρωνεία προς όσους αντί για το σωστό ντους (γαλλ. douche) λένε ντουζ, που στα γαλλικά σημαίνει δώδεκα (douze). Σταδιακά, όπως συνήθως συμβαίνει δια της επανάληψης, το ειρωνικό στοιχείο περνά σε δεύτερο πλάνο.

- Να σε περιμένω στις 5:30 σπίτι μου;
- Κάντο καλύτερα 5:45 να προλάβω να κάνω κι ένα δώδεκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι που συνεπεία επιμελούς πειράγματος κατέστη ούμπερ τυμπανιαίο, γαμάω μανούλες, κιέτσ'. Συνήθως τουμπανιζέ αποκαλούνται τα κωλοφτιαγμένα auto/moto και τα υπερτούμπανα γκομενικά.

Εκ του τούμπανο και του γαλατικοπρεπούς γαμοσλανγκοτέτοιου .

1.
- Είναι πραγματικά πανέμορφη!! Να το χαίρεσαι με υγεία!
Χρόνια σου πολλά και ότι επιθυμείς!!
- niiiiiiiiiice ... τελικά το λευκό είναι το πιό ΤΟΥΜΠΑΝΙΖΕ χρώμα ... P.s. H πινακίδα μπροστά που μπαίνει ;;;;;;;

2.
- Κινητηρας τουμπανιζε απο ΕR6, πλαισιο χωροδικτυωμα και διαφορα αλλα εχουν επιτρατευτει για το εγχειρημα.
- Kαλο...95 κιλα δλδ πιο ελαφρυ απο παπακι με 95 αλογα,μαλλον καλα θα παει :-)

3.
Κρανίδι είμαι! Έχουμε ωραία μέρη εδώ για εξορμήσεις 4Χ4. Κανονίστε και θα σας βγάλω διαδρομή τουμπανιζέ!! Θα πάρετε λάσπη και για το σπίτι.

4.
- Aγορά Laptop τουμπανιζέ version - Ωστόσο, επειδή αναφέρεις τη λέξη τουμπανιζέ, θα σου πρότεινα να προσανατολιστείς σε ένα alienware laptop.

  1. - Δες τουμπανιζέ η Λάουρα, φέτες οι κοιλιακοί!

Τουμπανοϊνσέψιο (από Khan, 05/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για συνδυασμό του σαμπρέλα + καμπριολέ. Χρησιμοποιείται κυρίως από γυναίκες (που δε ντρέπονται να κλάσουν μπροστά σε γκόμενο και καταπίνουν 3 σουβλάκια/sec) όταν τους λες κάτι βαρετό, εκνευριστικό ή μουρμουράς και είσαι κλαψοκώλης.

Τουλίτσα θες να μιλήσουμε για κάτι άλλο; Μου 'χεις κάνει το μουνί σαμπριολέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θηλυκό ή/και ουδέτερο άκλιτο. Χαϊδευτικό, φιλικότερο και ευγενικότερο προς τις ιδιαιτερότητες και τα ανθρώπινα δικαιώματα των εν λόγω ατόμων στο άκουσμά του από το εκχυδαϊσμένο τραβέλι.

Από το άκλιτο (αρσενικό ή/και θηλυκό) τραβεστί εκ του Γαλλικού «travesti» και Ιταλικού «travestire» (vestire/ντύνομαι).

Άρρεν που ντύνεται (και ικανοποιείται με το να ντύνεται ή/και να κυκλοφορεί και δημοσίως) με γυναικεία ρούχα, ο παρενδυτικός.

- Όταν λες φίλη εννοείς τίποτα καμιά τράβυ;
- Όχι γυναίκα καλέ. Καλέ Χριστός και Παναγία!
- Πωπω αυτό μου ενισχύει αυτό που είπα περισσότερο! Καλέ Χριστός κι Αποστολάκης!

(Από εκπομπή του Γιώργου Γεωργίου)

(από Mpiliardakias, 09/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για επαγγελματικό εξοπλισμό κοπτοραπτικής εικόνας ή ήχου. Χρησιμοποιείται για την επεξεργασία ταινιών, τηλεοπτικών σειρών, εκπομπών, και ταλιμπάν, προκειμένου να περικοπεί ή να αλλάξει η σειρά των σκηνών κατά το δοκούν (για περισσότερα, βλ. εδώ).

Πιο αδόκιμα (αλλά και πολύ πιο ξύλινα), η μονταζιέρα φοριέται ολοένα και συχνότερα στο (παρα)πολιτικό ντισκούρ αναφορικά σε όσα «κέντρα» θέλουμε να επιδίδονται σε σταλινογκεμπελσικές μηχανορραφίες, χαλκεύοντας, κατασκευάζοντας και μοντάροντας ειδήσεις δίκην (μικρο)κομματικής προπαγάνδας.

Αυτό δηλαδή που εμείς οι σλάνγκοι αποκαλέσαμε μοντουλοκατυνιά, μπηφόρ ιτ γουός κουλ.

1.
- Σκληρή επίθεση εναντίον του Αντώνη Σαμαρά εξαπέλυσε ο ΣΥΡΙΖΑ χαρακτηρίζοντας τον «ως πρωθυπουργό της μονταζιέρας» και τον κατηγόρησε ότι για μια ακόμη φορά στην ΔΕΘ προσπάθησε να εξαπατήσει τους πολίτες με σωρεία ψεμάτων.

2.
- Μέχρι στιγμής το σύνηθες ήταν να χρησιμοποιείται για τα γραφεία των πολιτικών κομμάτων, για παράδειγμα, η μονταζιέρα του Μαξίμου ή η μονταζιέρα της Συγγρού, η μπλέ μονταζιέρα. Το γεγονός ότι η Κουμουνδούρου απευθύνθηκε με αυτόν τον χαρακτηρισμό στο πρόσωπο του ίδιου του πρωθυπουργού, υποδηλώνει μια ευθεία επίθεση με ιδιαίτερα αιχμηρή προσβολή για το πρόσωπό του...

3.
- ΣΥΡΙΖΑ: Οι δηλώσεις της εβραϊκής ένωσης θυμίζουν - «μονταζιέρα» της Συγγρού.

4.
- Η Τσαλιγοπούλου διαψεύδει τη μονταζιέρα Ιστοσελίδας: «Εγώ πάντως θα ψηφίσω ΣΥΡΙΖΑ»

5.
- Εντάξει! Η εμπάθεια τους έχει καταγραφεί. Και το μίσος τους επίσης. Οι μπλέ - κόκκινο - ροζ μονταζιέρες σε φωτογραφίες της ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ, δίνουν ρεσιτάλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαρδόν στα μάγκικα σημαίνει «παρντόν», δηλαδή συγνώμη.

Συνηθίζεται η έκφραση: «με το μπαρδόν».

Να σε ρωτήσω κάτι, με το μπαρδόν δηλαδή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κορεό ονομάζεται η οργανωμένη προσπάθεια φιλάθλων οποιασδήποτε ομάδας με κύριο σκοπό την εμψύχωση των παικτών και αυτό λαμβάνει χώρα με καρτελάκια οποιουδήποτε χρώματος, τα οποία πρέπει να τα κρατάει ο κάθε φίλαθλος της κερκίδας ώστε να σχηματίζουν ένα σχέδιο, με το οποίο οι ίδιοι οι φίλαθλοι προσπαθούν να εκφράσουν τα συναισθήματα τους, την αγάπη τους για την ομάδα, διάφορες οπαδικές καταστάσεις με οπαδούς διαφορετικής ομάδας, με κύριο σκοπό πάντα την εμψύχωση των παικτών τους.

- Κώστα είδες το χθεσινό κορεό που έκαναν οι οπαδοί του Ολυμπιακού εναντίον της Παρί Σεν Ζερμέν ;
- Ναι, ήταν τρομερό. Ειδικά την ώρα που τραγουδούσαν τον ύμνο και σχημάτισαν τον φράση-αριθμό ''Θύρα 7'' (έτσι ονομάζεται η οργανωμένη κερκίδα των φιλάθλων του Ολυμπιακού-οι οπαδοί δηλαδή).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χρησιμοποιείται υποτιμητικά και με επιθετικότητα -συνήθως για να διακόψει κάποιον την ώρα που λέει βαρύγδουπες μαλακίες.

Προέρχεται από διπλή μπλόφα εκφοράς της λέξης monsieur, που στα γαλλικά σημαίνει κύριος. Αυτός που την χρησιμοποιεί ξέρει ότι εκφέρεται μεσιέ, αλλά προτιμά την «παρωδία» μονσιέρ, προσθέτοντας και μια τάση ευτελισμού της δήθεν ξενικής αστικής παιδείας του συνομιλητή του. Χρησιμοποιείται μόνο για άνδρες.

- Μπλα, μπλα, μπλα, βαρύγδουπες μαλακίες...
- Δε μου λες ρε μονσερί... Έχει κι άλλον σαν εσένα η μάνα σου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified