Further tags

πσεκασμένος, πcεκαcμένοc

Πσεκασμένος: επιμελώς ψεκασμένος ανορθογραφισμός του ψεκασμένος, ο οποίος ρωμιοσυνιστί (κι εντελώς τερματισμένα) γράφεται και πcεκαcμένοc.

Αναφερόμεθα στις ανίατες περιπτώσεις συνομοσιόκαβλων (απόγονων των Αφελίμ, ελλαδεμπόρων, χριστιανοταλιμπάν, κ.ά. ψεκασμένων Ελλήνων) που πιστεύουν ότι οι οχτροί (γερμανοί, αμερικλάνοι, ρώσοι, μνημονjιακοί, νεοφιλελέδες, σιωνιστές, φράγκοι, αγαρηνοί κ.ά. ελβετόψυχοι) μας πσεκάζουν κανονικά προκειμένου να μας καταστήσουν πειθήνια νεοτάξ προβατάκια.

1. Ολοι αυτοί οι πατριδόκαβλοι, οι πσεκασμένοι, οι χριστιανοί, έχουν εφεύρει μια συνωμοτική γλώσσα για να αναγνωρίζονται μεταξύ τους.

2. Εδώ ο πσεκασμένος χτές έλεγε για Κούγκι ρε. Και οι απέξωέψαχναν να βρουν «What's Kougi

3. Το πρόβλημα ξεκινάει όταν σχεδόν όλα τα αντιπολιτευτικά κόμματα παίρνουν θέση ευθέως υπέρ των δανειστών∙ όταν οι εγχώριοι φιλελέδεςδημοσιολογούντες ειρωνεύονται (ή τέλος πάντων προσπαθούν με τον γνωστό αποτυχημένο τρόπο τους να ειρωνευτούν) οποιονδήποτε τάσσεται υπέρ της ελληνικής κυβερνητικής προσπάθειας για διαπραγμάτευση, ακόμη κι αν αυτός είναι νομπελίστας και όχι πσεκασμένος

4. Οι Ναζί, οι Κομμουνιστές (μόνοι έντιμοι μέσα στην παραζάλη και την ανοησία τους φυσικά), οι πσεκασμένοι που έδωσαν ρεσιτάλ βλακείας και χυδαιότητας όλο αυτό το τελευταίο διάστημα

5. Πσεκασμένοι Παπανδρεϊκοί… άλλο φρούτο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποκαλούμε έτσι:

  • κάποιον που οι άλλοι τον θεωρούν μαλάκα, είτε επειδή χάνει (κάνει τις... μαλακίες), είτε επειδή είναι τίγκα στις ανασφάλειες (π.χ.: σύμπλεγμα κατωτερότητας), μ' αποτέλεσμα να τον έχουν του χεριού τους, να τον εκμεταλλεύονται να τον πιάνουν κότσο, κορόιδο, να του δίνουν τα χειρότερα, τα δυσκολότερα, να μην υπολογίζουν την παρουσία του, να τον ανέχονται, να τον γειώνουν, να τον θεωρούν μπαλαντέρ για κάθε δύσκολη και ανεπιθύμητη κατάσταση (βλ. παρ. 1).
  • κάποιον που αυτός θεωρεί πως οι άλλοι τον θεωρούν μαλάκα μ’ αποτέλεσμα να τον αδικούν και να τον πιάνουν κορόιδο. Πράγμα που ωστόσο θα μπορούσε να μην υφίσταται (βλ. παρ. 2).
  • ο εξυπνάκιας που, νομίζοντας πως είναι πιο ξύπνιος απ' τους άλλους, δεν δείχνει τη στοιχειώδη σύνεση και την πατάει (βλ. παρ. 3).
  • μια κοινωνική ομάδα (με τη στενή ή την ευρεία έννοια του όρου), που τα μέλη της θεωρούν πως είναι εξαπατημένα από άλλες κοινωνικές ομάδες, κάτι που μπορεί να συμβαίνει κιόλας (π.χ.: ένα κράτος που το θεωρούν τόσο οι πολίτες του, όσο και οι αλλοεθνείς ως κράτος gtpπροδιαγραφών, ώστε να τρώει απ' τα προηγμένα κράτη, την κοροϊδία και την εκμετάλλευση της αρκούδας, π.χ: εργαζόμενοι σε μια εταιρεία που παίρνουν μισθούς πείνας, βγάζουν τη... δουλεία, ξεσκίζονται σε απλήρωτες υπερωρίες, κ.λπ.). Βλ. παρ. 4.
  1. Να γίνεις λίγο πιο αρχίδι από δαύτους και να κερδίσεις τον διαγωνισμό γκαρίσματος, γιατί αλλιώς για άλλη μια φορά θα είσαι ο μαλάκας της παρέας που θα πρέπει να βάλει νερό στο κρασί του και να υποχωρήσει.
    Δες

  2. Αν δεν μιλούσα, αισθανόμουν ο μαλάκας της παρέας. Αν μιλούσα όμως, φανταζόμουν τους πάντες να αναρωτιούνται πότε θα σταματήσω, για να συνεχίσει η συζήτηση κανονικά.
    Δες

  3. Από τη μια ο μαλάκας της παρέας, που νομίζει ότι είναι μαγκιά να πάει στο σπίτι με τον κύκνο στη μασχάλη, αδιαφορώντας αν αυτό που κάνει θα του κόψει το κυνήγι για πάντα. Δες

  4. Είναι ο μαλάκας της παρέας που όλοι τον κοροϊδεύουν και τον έχουν τρελάνει στο φατούρο. Ο λόγος για το Ελληνικό κράτος.
    Δες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η διασημότερη όπως λένε λέξη του ελληνικού λεξιλόγιου (και μάλλον είναι, βγάζοντας τουλάχιστον τα παλαιοελληνικά απ' την εξίσωση). Και τι σημαίνει;... έ, το λέει και η λέξη.

Αχέμ.

Χρήσεις

Μαλάκες βγαίνουν σε πολλά χρώματα, αλλά θα προσπαθήσω να πιάσω εδώ τη βασική παλέτα.

α. Φιλική, οικεία προσφώνηση, στην κλητική

Αυτή είναι ίσως η πιο συνηθισμένη χρήση της λέξης, που δηλώνει οικειότητα, ή τουλάχιστον διάθεση οικειότητας.

- Ρε μαλάκα πού το παρκάραμε τ' αμάξι χθές, θυμάσαι;
- Μμμ... στον κώλο σου;...
- Λέγε ρε και βιάζομαι!
- Κάτσε ρε μαλάκα να θυμηθώ... ακόμα δε ξύπνησα... ά... στο περίπτερο.
- Όκέι, τα λέμε σε διωράκι-τριωράκι.
- Έγινε, ψήνω φραπέ.

Εξαιρετικά διαδεδομένη χρήση στην καθομιλουμένη και την αργκό, κάνει τρελή παρέα με το μόριο ρε, και μετριάζεται μόνο από τον κίνδυνο παρεξήγησης λόγω των υπόλοιπων κακόσημων χρήσεων (βλέπε παρακάτω).

Συνώνυμα: συ/εσύ, φίλε. Φράσεις: μαλάκα/μαλάκα μου! (επιφώνημα έκπληξης και θαυμασμού). Σε άλλες γλώσσες: man (αμερικάνικα), mate (βρετανικά, αυστραλέζικα), Du/Alter (γερμανικά).

β. βλάκας, ηλίθιος, χαζός

Αυτός που δεν αντιλαμβάνεται, ο αργόστροφος, βραδύνους, ξέχνα τον, δεν το πιάνει, δε νιώθει ρε παιδί μου, άσ' το να πάει άσ' το, πες τον ζώον, βλίτο, σμπόκο, ούγκα-ούγκα -από πού ν' αρχίσεις και πού να τελειώνεις, κάθε συνώνυμο και μια 'ποτυχημένη, οικτρή προσπάθεια να τον νικήσεις...

αμα ειναι μαλακας ο αλλος και δεν καταλαβαινει...προβλημα του!!!!!αστον να ναι!!!!!

απ' το φέισμπουκ

άντε να εξηγήσεις στο μαλάκα Ελληνάρα, τον Μπάμπη από το Μπουρνάζι με το Punto, ότι το αλκοόλ θολώνει αντανακλαστικά. Άντε να του βγάλεις από τον εγκέφαλο ότι εκτός από οδηγός της πλάκας, είναι και επικίνδυνος αν ανοίξει το γκάζι πάνω από τα 80.

από ιστολόι

Μικρή πίπα: Παρόμοια με κάθε τέτοιον χαρακτηρισμό, είναι και δώ σαφές ότι όταν καλείς κάποιον μαλάκα με αυτήν την έννοια, δέν υποδηλώνεις ότι δεν αντιλαμβάνεται ενγένει (δεν πρόκειται δηλαδή ακριβώς για ρατσιστικού τύπου χαρακτηρισμό όπως να τον έλεγες «καθυστερημένο»), αλλά οτι δεν αντιλαμβάνεται με τον τρόπο που αντιλαμβάνεσαι εσύ· άμεσα προκύπτει το θεμελιακό, ότι για το μαλάκα είσαι μαλάκας. Σκληρό, αλλά για ν' αποφύγεις το αυτοψυχοψάξιμο, η λύση είν' απλή: παράμεινε μαλάκας για το μαλάκα, σιγά μην κάθεσαι να κατανοείς νοοτροπίες μαλάκων τώρα, ορίστε μας...

να σε ενημερωσω πως οτι βρισια και να γραψεις , ουτε με αγγιζει , ουτε και θα με κανει να κατεβω στο παιδικο επιπεδο του "εισαι μαλακας , οχι , εσυ εισαι μαλακας" .. αυτα ειναι για σενα και τους ομοιους σου.

από το φόρουμ τζι αρ

Η λούπα του παραδείγματος παρατηρείται τόσο συχνά σε εμβριθέστατες και βαθιές συζητήσεις εντός γενέτειρας της φιλοσοφίας, που είναι ν' αναρωτιέται κανείς πώς και μας πρόλαβαν οι μοχθηροί φρίτσηδες στη ντρέτη διαπραγμάτευση του απείρου, ή οι τεχνοκράτες άγγλουρες στη ντρέτη διαπραγμάτευση της αποτελεσματικότητας... Μικρή πίπα τέλος.

Φράσεις: άμα ο άλλος είναι μαλάκας, είναι μαλάκας, είσαι μαλάκας ή γιωτάς;, κάνω το μαλάκα. Σε άλλες γλώσσες: jackass, dickhead / shithead (αγγλικά), connard (γαλλικά), Depp (γερμανικά).

γ. αφελής, εύπιστος, θύμα, κορόιδο

Πολύ κοντινή χρήση στην προηγούμενη, συνοδεύεται συχνά από οριστικό άρθρο, ο μαλάκας, και αναφέρεται σε κάποιον που περιέρχεται σε μειονεκτική θέση ή και γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης ή αποδιοπομπαίος τράγος, λόγω αφέλειας, καλοπιστίας.

Αποκαλυπτικοί είναι οι διάλογοι του Χάρη Τομπούλογλου, που συνελήφθη για χρηματισμό, με τον μεσάζοντα της ιδιωτικής εταιρείας, ο οποίος του έδωσε και τα προσημειωμένα χαρτονομίσματα. «Δεν είμαι εγώ ο μαλάκας να κονομάνε όλοι από δουλειές και εγώ να μην παίρνω μία», φέρεται να αναφέρει ο πρόεδρος του νοσοκομείου Παίδων «Αγλαΐα Κυριακού», ο οποίος συνελήφθη την Τρίτη επ’ αυτοφώρω να λαμβάνει 25.000 ευρώ.

απ' τον διαδικτυακό τύπο

Φράσεις: βγαίνω ο μαλάκας, για μαλάκες ψάχνεις;, o μαλάκας της παρέας, ο μαλάκας της υπόθεσης, στην υγειά του μαλάκα, πιάνω κάποιον μαλάκα.

δ. Αυτός που αυνανίζεται, που μαλακίζεται

Η σημασία αυτή φέρεται να είναι η κυριολεξία.

μαλακας ειναι αυτος που παιζει με το πουλακι του...

απ' το φέισμπουκ

Η εντύπωσή μου είναι ότι τόσο συχνότερα χρησιμοποιείται στην κυριολεξία, όσο περισσότερο κατεβαίνουμε σε ηλικίες, ενώ στο βαθμό που το να τραβάς μαλακία είναι ποταπή, ανήθικη, τσσ-τσκ-τσκ πράξη, χρησιμοποιείται ήδη η λέξη ευρύτατα ως βρισιά.

ΑΝΤΕ ΤΡΑΒΑ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΚΑΝΕΝΑ ΡΕΠΟΡΤΑΖ ΜΩΡΗ ΠΑΛΙΟΛΙΝΑΤΣΑ ΤΟΥ ΚΕΡΑΤΑ ΚΑΙ ΠΑΨΕ ΝΑ ΤΡΩΣ, ΠΑΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ πουλάκι ΣΟΥ, ΧΟΝΤΡΟ-ΜΑΛΑΚΑ, Ε ΧΟΝΤΡΟ-ΜΑΛΑΚΑ, ΚΟΜΠΛΕΞΙΚΕ!!

από ιστολόι

Η δαιμονοποίηση της «αποκλίνουσας» σεξουαλικότητας είναι εξάλλου βασικότατο μοτίβο στις βρισιές (που πρέπει να τις πιάσουμε κάποτε καλά στο σάιτ!), βλέπε γαμιόλα, πούστης, και πόσα άλλα.

Κάποια συνώνυμα, που ως τέτοια όμως λαμβάνουνε συχνά και τις άλλες σημασίες του μαλάκας: αυνάνας, πεοκρούστης, πεομπαίχτης, τρόμπας, χειρογάμης, ψωλοβρόντης. Φράσεις: τη μαλακία πολλοί αγάπησαν, το μαλάκα ουδείς, το πολύ το τίκι τάκα κάνει το παιδί μαλάκα, καλή η μαλακία, αλλα με το γαμήσι γνωρίζεις κόσμο. Σε άλλες γλώσσες: jerk, wanker (αγγλικά), Wichser (γερμανικά)

ε. Λέξη-πασπαρτού για κακόσημους χαρακτηρισμούς και βρισιά

Το μαλάκας είναι απ' τις επεκτατικότερες του ελληνικού λεξιλογίου, καθώς υποκαθιστά δυνητικά οποιονδήποτε κακόσημο χαρακτηρισμό. Άν κάποιος δεν είναι σίγουρος για το πώς να χαρακτηρίσει κάποιον απ' τον οποίο έχει ενοχληθεί (πες το «λεξιπενία», πες το «θόλωσ' ο Μπροκά 'π' τα νεύρα», πές το «αχαρτογράφητη άβυσσος η ψυχή του αθρώπου, ούτ' ο Ντοστογέφσκι θα μπορούσε να σ' τον περιγράψει αυτόνανε» -ή πες το απλά σπαρίλα να τελειώνουμε), τον λέει απλά «μαλάκα» και τελειώνει η υπόθεση.

Ιδού μια τυπική, τυπικότατη περίπτωση.

- Ο Λέλος θά 'ρθει;
- Δέν του είπα.
- Δέν τού 'πες;!...
- Δέν τού 'πα, δέ γούσταρα.
- Γιατί;
- Δέ ξέρω... μαλάκας είναι, γι' αυτό.
- Τί «μαλάκας» δηλαδή;
- Ε μαλάκας, ρε παιδί μου, ξέρω γώ, μαλάκας, πώς το λένε;...
- Δηλαδή τί ρε παιδί μου;!...
- Ε ρε τί θες τώρα, αναλύσεις να πούμε;... Κάνει μαλακίες... Αλλα θα μου πείς, μαλάκας είναι, μαλακίες θα κάνει!... hά...
- Δέ σε πιάνω.
- Ε 'φού 'σαι και σύ μαλάκας, τί να σ' εξηγώ τώρα, ώωω...

Ιδού και άλλη μία.

Αν πιστεύεις ότι κάποιος είναι μαλάκας όπως λες, θα πρέπει να έχεις ξεκαθαρίσει πρώτα τι εννοείς "μαλάκας" και αν το έχεις, τότε μπορείς να εκφέρεις επιχειρήματα για αυτό.

εδώ

Ως κακόσημη λέξη-πασπαρτού είναι βέβαια και μία από τις πιο συχνές βρισιές. Μάλιστα, από τις αποτελεσματικότερες: αν σε πεί ο άλλος «μαλάκα» και το εννοεί, είτε το βουλώνεις και την κάνεις, είτε το λόγο τον παίρνει ο Ταβερνιέ, αφού συχνά σημαίνει οτι έχει τόσα νεύρα, που δέ μπορούσε να σκεφτεί καμία άλλη λέξη φαντεζί.

στιγμιότυπο από την τηλεοπτική σειρά «Οι τρεις Χάριτες»
ΜΑΡΙΑ: Κάποια στιγμή όμως εκνευρίζομαι πάρα πολύ, γυρνάω και του λέω «τί θές ρε μαλάκα; αφου βλέπεις δέ σου απαντάω!»
ΟΛΓΑ: Μπράβο Μαρία! πολύ σωστά του μίλησες...
ΕΙΡΗΝΗ: Και εγώ στη θέση σου το ίδιο θά 'κανα!...
Μ: Να δείς αυτός στη θέση του τι έκανε όμως...
Ε: Τί;...
Μ: Γυρνάει μου τραβάει ενα φούσκο και μου λέει «ποιόν είπες μωρη "μαλάκα";»... κι' εξαφανίστηκε.
Ε: Ά το μαλάακααα!...

Μαλάκας λοιπόν, σε ήπιο ή μή ύφος, μπορεί να σημαίνει «άξεστος» και «ακοινώνητος», οτι «δεν ξέρει να φερθεί» που λέμε (σύγκρινε με σημασία β), «φταίχτης» και «υπαίτιος» (σύγκρινε με σημασία γ), μπορεί να σημαίνει απλά «κουραστικός» και «φορτικός», μπορεί να σημαίνει «υπερόπτης», «ακατάδεχτος» και «επηρμένος», μπορεί να σημαίνει και «αναξιόπιστος», «ανέντιμος», «ανήθικος», «υστερόβουλος», «ύπουλος», «μηχανορράφος», «υποκριτής», «διπρόσωπος», «μικρόψυχος», «εκδικητικός», «μνησίκακος», και τα λοιπά και τα λοιπά και τα λοιπά.

Φράσεις: βγάζω κάποιον μαλάκα, για έναν μαλάκα, μαζί μου ασχολείσαι, πόσο μαλάκας είσαι;, φάε ένα μαλάκα. Σε άλλες γλώσσες: asshole (αγγλικά), Arschloch (γερμανικά).

Ετυμολογία

Η λέξη βγαίνει από τη λέξη μαλάκα (θηλυκό) στα μεσαιωνικά ελληνικά, η οποία με τη σειρά της βαστάει από το ακόμη πιο παλαιοελληνικό επίθετο μαλακός. Ο Τριαντάφυλλος το θέτει ως εξής:

μαλάκ(α) η 'μαλάκυνση' -ας < ελνστ. μαλακ(ός) 'παθητικός ομοφυλόφιλος' (αναδρ. σχημ.), με αλλ. της σημ. κατά το μαλακία· μαλάκ(ας) -ούλης

ΛΚΝ

και ο Μπάμπης πάνω-κάτω τα ίδια, με ένα τσικ επιπλέον πληροφορία:

< μεσν. θηλ. μαλάκα «μαλακία» (πβ. μάγκας - μάγκα, η), ουσιαστικοπ. τ. του αρχ. επιθ. μαλακός [...], το οποίο ήδη στον Ηρόδοτο δήλωσε τον ανήθικο, διεφθαρμένο άνθρωπο (όπως τον παθητικό ομοφυλόφιλο. 3ος αι. π.Χ.)

ΛΝΕΓ (τρίτη έκδοση)

Χρονολόγηση

Η υβριστική, κακόσημη χρήση υπάρχει τουλάχιστον απ' την αρχή-αρχή του εικοστού αιώνα, όπως μας μαθαίνει ο δαιμόνιος χαρτοπόντιξ κυρ-σαράντ -τα σέβη μου- τον οποίο και παραθέτω με συνοπτικές.

[...] βρήκα, με έκπληξη ομολογώ, να γράφεται, σε εφημερίδα του 1906, η συχνότερη ελληνική τρισύλλαβη λέξη. Λέει ο Άννινος ότι “Περί τα τέλη του βίου του [Παράσχου], κάποιος εκ των λογίων, δυσαρεστηθείς διά δυσμενή κρίσιν του Αχιλλέως περί τινος θεατρικού του έργου, τον απεκάλεσεν εν τη οργή του μαλάκαν. – Εγώ μαλάκας! απήντησεν εξαφθείς ο ποιητής. Και μου το λέγεις συ, ο Παδισάχ της μαλάκας!…” Παναπεί, και τότε έβριζαν οι ποιητές αλλά δεν είχαν Φέισμπουκ να διαδίδει τα ξεκατινιάσματά τους στο πανελλήνιο.

απ' το ιστολόι του κυρ-σαράντ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας που μοιάζει με τον Γκούφη από τα κινούμενα του Ντίσνεϊ. Απαραίτητα ψηλός και τα πέλματα των ποδιών αντικριστά, όπως το καρτούν. Συνήθως καλοκάγαθος ηλίθιος.

  1. Ήρθε σπίτι ο Χρήστος μαζί με τον Γιάννη τον γκούφη.

  2. - Ήταν και ο Χαράλαμπος εκεί.
    - Ποιος Χαράλαμπος;
    - Ο γκούφη!
    - Α, κατάλαβα.

(από Vrastaman, 09/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλο ένα από τα πολλά και μπανεύκολα λογοπαίγνια για τους οπαδούς του ΣΥΡΙΖΑ. Προκύπτει από σύμφυρση: ΣΥΡΙΖΑ + χαζοχαρούμενος.

Ο όρος περιγράφει τη στάση των Συριζαίων οι οποίοι προβάλλουν προς τα έξω (ή μήπως εκβάλλουν προς τα μέσα) μια συγκρατημένη ή ασυγκράτηση χαρά ή ανεμελιά για το κατόρθωμα του κόμματος να γίνει κυβέρνηση, η οποία στάση, βέβαια δεν εκδηλώνεται μόνο ως συναίσθημα ευδίας (ωραία λέξη) αλλά ως ένας ολόκληρος συριζοχαρούμενος τρόπος ζωής, μια συριζίλα που περιλαμβάνει όχι μόνον ή όχι τόσο την υπεράσπιση του κόμματος περ σε, όσο τη μετοχή σε ένα είδος συριζαϊκής εξωστρέφειας-"κοινωνικότητας" , απαρτιζόμενο από δικτυώσεις, φεστιβάλ, γιορτές, εκθέσεις, καμπάνιες, συναυλίες, βιβλία, και αριστεροντροπαλούτσικη λατρεία προς πολιτικούς, καλλιτέχνες, διανοητές, σπόουξπερσονς και άλλα τέτοια του διαμορφούμενου ΣΥΡΙΖΑϊκού στερεώματος.

Ως μειωτικός χαρακτηρισμός, ενέχει την καταγγελία αυτής της χαρούμενης ανεμελιάς ως προϊόν

  • είτε α) κομματοσκυλέ υποκρισίας (δείχνουμε χαρούμενοι για να υπερασπιζόμαστε την κυβέρνηση και είμαστε χαρούμενοι επειδή ελπίζουμε να ψιλο-χοντροβολευτούμε)
  • είτε β) κομματοσκυλέ βλακείας (είμαστε χαρούμενοι επειδή δεν έχουμε ψυλλιαστεί ότι την έχουμε πατήσει/ θα την πατήσουμε)
  • είτε γ) κάτι ανάμεσα στα δυο παραπάνω, άκα το χαζοχαρούμενο παγωμένο χαμόγελο εν μέσω ρευστής πολιτικής κατάστασης
  • ενώ πάντα παίζει και ο παράγων ροζουλί φλωριάς με εκλεκτικές συγγένειες προς τον λάιτ και ανώδυνο χιπισμό.

Αν ο Σαμαράς έστελνε επιστολή όπως τώρα ο Αλέξης και διαβεβαίωνε πως ΚΑΙ το χρέος θα πληρώσουμε ΚΑΙ μονομερείς ενέργειες δε θα κάνουμε ΚΑΙ όλες τις μεταρρυθμίσεις θα εφαρμόσουμε ΚΑΙ φιλοευρωπαϊκά-καλά παιδιά θα είμαστε,εσείς οι σημερινοί συριζοχαρούμενοι δε θα τη χρακτηρίζατε ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΥΠΟΤΕΛΕΙΑΣ; Τώρα είστε βαθύτατα συγκινημένοι; πηγή

Η τελευταια κατηγορια αποτελειται απο ολα τα σκληροπυρηνικα κομματια που το μπαχαλο και το ''τσακιστε τους'' αποτελεσε ουσιαστικα ψησιμο στην επαναστατικη πρακτικη. Αυτη η κατηγορια βεβαια εχει μικρυνει πολυ καθως πολλοι αποδειχτηκαν συριζοχαρουμενοι και καταληγει να την βριζουν ολοι, μα ολοι ομως σαν ομαδα ατομων και πρακτικης. πηγή

Οσο παει ξεκαθαριζει για μια ακομη φορα η επιλογη ψηφου .Απο την μια πλευρα οι κρατικοδιαιτοι συριζοχαρουμενοι τεμπελχαναδες που περιμενουν με ετοιμη την κουταλα για την χυτρα με το φαι και απο την αλλη οι εργατες τεχνης και γνωσης που προσπαθουν για την προοδο και την προσωπικη & οικογενειακη τους επιτυχια γεμιζοντες την χυτρα με το φαι . πηγή

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΠΛΟΥΤΟ....!!!!! ΣΤΗ ΓΕΝΙΑ ΤΩΝ ΕΠΤΑΚΟΣΙΩΝ....!!!!!. ΔΗΛΑΔΗ ΚΑΘΑΡΑ ΠΟΣΟ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ?????ΚΑΙ ΑΝ ΑΚΟΜΑ ΔΟΘΟΥΝ ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΙΔΟΜΑΤΑ ΘΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΠΡΙΝ ΤΟ ΚΑΤΩΤΑΤΟ ΤΩΝ ΕΞΙ ΧΙΛΙΑΔΩΝ.....ΤΙ ΑΛΛΟ ΝΑ ΘΕΛΟΥΜΕ ΟΛΟΙ ΣΤΟΝ ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΤΟΜΕΑ ΘΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΣΥΡΙΖΟΧΑΡΟΥΜΕΝΟΙ.....????? πηγή

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πασίγνωστο και κοινότατο επίθετο εις βάρος μη μεμυημένου ανθρώπου (άραγε πανηγυρικά αναγκαστικής λείας), είτε στην καθημερινή αστική συναλλαγή (δηλ. αγαθιάρης / άπειρος / αγνός που οφείλεται στην ηλικία / μόρφωση / αντίληψη / συναισθηματισμό / κοινωνική καταγωγή κλπ), είτε στα ενδότερα μιας συγκεκριμένης συντεχνίας (καταχρηστικά, αφού κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να γνωρίζει τα -εξ άλλου επτασφράγιστα- μυστικά κάθε σιναφιού, της νυν και αεί προ-βιομηχανικής Ελλάδας κι ας κοκορεύονται οι μεμυημένοι παίζοντας μπάλα στην έδρα τους, βλ. σχόλια λήμματος σχολιό).

Ενώ λέγεται και στην καθομιλουμένη, στην παλιότερη αργκό είχε την ιδιαζόντως υποτιμητική σημασία του θύματος και σήμερα παρατηρείται η αναβίωση της λέξης σε αργκοτική χρήση (όπως και της λέξης «θύμα») με την αυτή σημασία.

Χρησιμοποιείται με το μεταβατικό ενεργητικής διάθεσης ρήμα «πιάνω / -ομαι».

Ως ιδιωματικώς αμετάβατο σε μέση πλάγια (ή περιποιητική ή ωφελείας!) διάθεση, μπορεί μόνο να απαντηθεί στην σπανιοτάτη όσο και ακραία περίπτωση, κατά την οποίαν ο αετονύχης ειδοποιεί το θύμα περί το κοροϊδιλίκι του, ακριβώς κατά την στιγμή που το εξαπατά: «Πιάνομαι (=κονομάω) κορόιδο!»

Αντίστοιχα ισχύουν και με το μεταβατικό ρήμα α' συζυγίας «σπάζω» (ενεργητικής + παθητικής διάθεσης), που απέκτησε νεωστί παθητική φωνή, ως αμετάβατος ιδιωματισμός «σπάζομαι/σπάστηκα», ενώ αντίστροφα το αμετάβατο παθητικής διάθεσης ρήμα «χαλάω», έγινε μεταβατικό μέσο αυτοπαθές (ή ευθύ) «χαλιέμαι».

Εννοιολογικά, το ρήμα πιάνω /-ομαι + κορόιδο, έχει την σημασία της κατάληψης εξ απίνης και της συνεπαγόμενης αιχμαλωσίας του θύματος από τον θύτη.

Ετυμολογικά, προέρχεται απο την κουρά (<κείρομαι) των εριφίων (κατά τον γλωσσολόγο-αν/χη Κατσάμπελα), ως κουρό-γιδο.

Σε πολλούς λαούς εκτός από τον ελληνικό, η κώμη και η γενειάδα αποτελεί ισχυρό χαρακτηριστικό της προσωπικότητας, της ευρωστίας και της ομορφιάς. Το κούρεμα και δη το φορσέ, θεωρείται αναντάμ- μπαμπαντάμ δεινό για την αξιοπρέπεια του ατόμου. Εξ ου το ρήμα «κουράζομαι» = άχθομαι, στεναχωριέμαι, βαρυγκομώ.

Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, διατηρούσαν πλούσια μαλλιά, τα οποία έκοβαν σε περίοδο πένθους.

Οι βυζαντινοί κούρευαν άτσαλα όσους διαπόμπευαν ή λύντσαραν.

Οι δυτικοί κούρευαν ή αφαιρούσαν την διακοσμητική περούκα, σε όσους επρόκειτο να εκτελεσθούν (βλ. την Εσμεράλδα στην «Παναγία των Παρισίων», Ιωάννα της Λωραίνης, Μαίρη Στιούαρτ κλπ).

Τα παληκάρια του ’21 κούρευαν και ξούριζαν με το μαχαίρι τους κιοτήδες και τους μπαμπέσηδες (βλ. «Σουλιώτικο ξύρισμα»).

Ο Μπαϊρακτάρης, ξεφτίλιζε τα κουτσαβάκια, κόβοντάς τους το τσουλούφι και το μουστάκι.

Οι καταδικασθέντες με το Νόμο 4.000/1958, κουρεύονταν με την ψιλή και διαπομπεύονταν δημοσία.

Ορισμένοι ΕΛΑΣίτες (όπως και οι Γάλλοι ΜΑΚΙ) κούρευαν τα κορίτσια ελευθερίων ηθών, επειδής (λέει) πήγαιναν με Γερμανούς ή Εγγλεζάκια.

Ο Λαδάς επί Χούντας, ξαπόστελνε τα καρακόλια στους δρόμους, να κόψουνε τα μαλλιά των «χίππηδων».

Στον στρατό (και μέχρι πρότινος στο σχολείο και στη φυλακή), το υποχρεωτικό κούρεμα ισοδυναμεί με εξάλειψη της ατομικότητας. Οι επικλήσεις-αντιπαραβολές της μακράς κώμης του Καραϊσκάκη προς αυτήν ενός προσαχθέντος διαμαρτυρομένου μανιάουρα, ελάχιστα πείθουν τους μπάτσους κατά τις «εξακριβώσεις».

Άλλωστε, μέχρι πρότινος (καμιά 20 χρόνια), όταν κάποιο παιδάκι ερχόταν στο σχολείο φρεσκοκουρεμένο, είτε λόγω σχολικής πειθαρχίας (παλιότερα οι άρρενες μαθητές ήταν άπαντες «εν χρώ κεκαρμένοι» και βάζανε πηλίκια με την κουκουβάγια να καλύψουνε την κουρούπα) ή ένεκα πρακτικών λόγων (δηλ. για να μην πιάνουν ψείρες, ενώ επιπροσθέτως τα έλουζαν και με ξίδι), είτε λόγω αμφισβητούμενης αισθητικής ή οικονομίας (για να μην πληρώνουνε μπαρμπέρη κάθε τρεις και λίγο) των γονιών, τα άλλα μαθητούδια του φώναζαν «κουρεμένο γίδι!» μέχρι να γίνει καυγάς ή να βαρεθούνε και να σκάσουνε.

Υφίσταται και ως γνωστό και αμφίβολης προαίρεσης παιδικό παιχνίδι «το κορόιδο», όπου καλείται ένα παιδί να μπει στη μέση ενός κύκλου παιδιών και κυνηγά τη μπάλα που πασάρουν γρήγορα οι άλλοι μεταξύ τους κι όταν την πιάσει, μπαίνει στον κύκλο αυτός που την έχασε κ.ο.κ.

Αντίστοιχα, η παιγνιώδης έκφραση λέγεται και στο ποδόσφαιρο, όταν μια ομάδα ψευτοπασάρει την μπάλα μεταξύ των παικτών της, αποφεύγοντας να παίξει (συνήθως αφού κερδίζει για να «ροκανίσει το χρόνο» μέχρι τη λήξη του μάτς), ενώ οι αντίπαλοι κάθιδροι τρέχουν να την προλάβουν μπας και ισοφαρίσουν.

Περί του ποιος θεωρείται κορόιδο στην Ελλάδα, ας λάβει τον κόπο ο αναγνώστης να κοιτάξει το λήμμα ξύπνιος, δηλαδή τον αντίποδά του δίκην αρνητικού ορισμού, προς αποφυγή ασκόπων επαναλήψεων.

Πάντως, το κορόιδο είναι ο αποδιοπομπαίος και διαπομπευόμενος τράγος της κοινωνίας, που δεν αναγνωρίζει ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ θύματος-θύτη, όπως τα ζώα. Ο αγαθός γίγαντας Γκρισίνο, δεν υπάρχει. Οι άνθρωποι γενναιόδωρα παραχωρούν στον άλλο την θέση του κορόιδου, αφού το δικαστήριο της ανθρώπινης ψυχής δέχεται άνευ ετέρου τινός την ομολογία του άλλου σε ενοχή, ενώ για την επίκληση αθωότητας διατάσσει αποδείξεις.

Παράγωγα: Κοροϊδεύω=σκώπτω / ειρωνεύομαι / εξαπατώ / κάνω πλάκα κλπ, κορόιδο γίνεσαι; (=ασφαλώς συμφωνώ/βέβαια, κατά τα «πλάκα με κάνεις;» / «χαζός είσαι;» κλπ), μη γίνεσαι κορόιδο, κοροϊδάρα, κοροϊδίστικος, κοροϊδάκι, κάνε το κορόιδο (προσποιήσου ότι δεν καταλαβαίνεις, κατά το «κάνω το Γερμανό / Αμερικάνο / Κινέζο» / «κάνω την κυρία» κλπ, την κορόιδα μου κάνεις; (τον ψόφιο κοριό), το κοροϊδιλίκι σου δεν έχει φράχτη/σπάει τζάμι κλπ.

Παρόμοια: Πιάνομαι Κώτσος (μετωνυμικώς εκ του αφελούς επαρχιώτη με το τυχαίο όνομα «Κώστας»), θύμα, αναμπαίζω (βλ. Φιδέμπορας), μπαίγνιο, ξεφτίλα, ρόμπα, ρεντίκολο, άθυρμα, Αμερικανάκι;, Τζώνης (εγγλεζάκι-αμερικανάκι), ζυμάρι, ψημάρ(ν)ι, γελάνε κι οι σαύρες με το χάλι σου, σε κλαίνε και τα ρεγγοκέφαλα, σε πήρανε χαμπάρι κλπ.

Σχετικά: «Αλίμονο στους νέους» (που έχει εφαρμογή και στον στρατό ως ιαχή παλιών), όπου ο σωφέρ Ντούζος κλέβει το «κορόιδο» τον αφεντικό του, «Κορόιδο γαμπρέ» με τον Αυλωνίτη, «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδας» με τον Ηλιόπουλο, «Κορόιδο άδικα περνάς» (παλιό ρεμπέτικο), «Καθάρισε τη θέση σου» Β. Τσιτσάνης (αποκαλεί κορόιδο τον αντίζηλό του), «Ο Γρηγόρης» (σκυλοτράγουδο του ’60, λέει «βρέ Γρηγόρη πώς τα έχεις κάνει ρόιδο-σύ το ζόρικο αγόρι- πώς επιάστηκες κορόιδο»), «Τα κορόιδα οι αρχαίοι» (βιβλίο Γ. Μαρμαρίδης) κλπ.

Σημειωτέον ότι οι εκφράσεις «κάνω τον Γερμανό» ή το μεταγενέστερο «κάνω τον Αμερικάνο» (=κάνω ότι δεν καταλαβαίνω / την κορόιδα), επινοήθηκαν κατά σειρά εμφανίσεως ξένων στρατών κατοχής (!) στην Ελλάδα, ενώ ο δόλιος ο Κινέζος (εκτός της εν Ελλάδι παρουσίας Απωασιατών κατά τον 1ο Παγκόσμιο στη Σαλονίκη ως αποικιακές εφεδρείες που τραβολογούσανε μαζί τους οι «σύμμαχοι»), ήρθε με κάθε άλλο παρά κατακτητικές διαθέσεις. Και η αναφορά σ’ αυτόν, γίνεται μόνο και μόνο λόγω ασυνεννοησίας.
Κανείς ποτέ όμως δεν είπε «κάνω τον Ιταλό», μ’ αυτή την έννοια...

Οι Γερμανοί κι οι Αγγλο-αμερικάνοι «Τζώνηδες» φαντάροι, είτε οι πρώτοι ως βεριτάμπλ κατακτητές είτε οι λοιποί ως «σύμμαχοι», γαμούσανε και δέρνανε στην Ελλάδα (όπως συνεχίζεται σήμερα στη Σούδα), αλλά δεν καταλαβαίνανε (ούτε και θέλανε να καταλάβουνε) τη γλώσσα και τα έθιμα του τόπου και γι’ αυτό τα μαγκάκια, κοιτάγανε να τους φάνε κάνα φράγκο (π.χ. στον παπά / μπαρμπούτι ή στα λειψά τσιγάρα στις κούτες ή τσούρνεμα πράσου απο την πουτάνα στο μπουρδέλο) ή να κάνουνε μικρο-εμπόριο με στρατιωτικό υλικό (π.χ. μεταπουλούσαν καναν αμερικάνικο ναυτικό επενδύτη, βλ. και τα λεγόμενα «κασμήρια θαλάσσης» = γιουσουρουμτζήδικα υφάσματα δήθεν εισαγωγής με τράμπα απο ναυτικούς) ή εν ανάγκη και να το βουτάρανε (π.χ. σαλταδόροι που κλέβανε γερμανικό ψωμί, όπλα, ρεζέρβες αυτοκινήτων γερμανικών και κατόπιν εγγλέζικων οχημάτων κλπ), για να το πουλήσουνε στη μαύρη αγορά, εκ πείνης (βλ. καλώς ήρθε το δολλάριο!).

Οι Γερμαναράδες και τα Αγγλο-αμερικανάκια κάνανε χαμογελώντας «Γιά» και «σούαρ» και τέτοια, αφού δεν πολυκαταλάβαιναν τι διαμείβεται, αλλά δεν παρέλειπαν να ρίχνουν στο ψαχνό, όταν παίρνανε πρέφα το μπαλαμούτι.

Τα παλληκαράκια που πέσανε στη μάχη της μπομπότας, ήταν και τα μόνα που δεν φύγανε κοροϊδίστικα...

- Ρε γαμώτο, πάλι χώθηκα να πάω στη δουλειά το Σάββατο. Μόνο σ’ εμένα λέει το αφεντικό, αφού όταν πλακώσει δουλειά, οι υπόλοιποι κάνουν τον ψόφιο κοριό. Μαύρο Παρασκευόβραδο θα κάνω... - Άντε μωρή κοροϊδάρα! Αφού σ’ έχουνε πάρει χαμπάρι όλοι! Γράψ’ τους όλους στ’ αρχίδια σου και πάμε για μπανάκι το Σάββατο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα μάλλον μικρό πετρόψαρο που έχει τη φήμη ότι είναι πολύ κουτό.

Μεταφορικά, ο βλάκας. Ειδικότερα, ο βλάκας που κοιτάει με το βλέμμα απλανές και - οπωσδήποτε αυτό - το στόμα ανοιχτό. Κατ' επέκταση, και το κορόιδο, το εξαιρετικά εύπιστο άτομο.

Χρησιμοποιείται κυρίως στη φράση «Τι κοιτάς σαν χάνος, ρε;» - ή, εναλλακτικά, «τι χάσκεις σαν χάνος;». Είναι ερωτήσεις που κλασικά απευθύνουμε σε τύπο που έχει καρφωθεί είτε διότι έχει μείνει μαλάκας λόγω έκπληξης είτε διότι έχει αφαιρεθεί τελείως είτε διότι υπάρχει μια προσωρινή διακοπή στη δορυφορική επικοινωνία με τον πλανήτη του. Χαρακτηρίζοντας τον χάνο, υπονοούμε ότι αυτή η έκφραση του προσώπου είναι και ασφαλής ένδειξη χαμηλού άι-κιου. Πιο συγκεκριμένα, υπονοείται ότι και άτομο με τέτοια φάτσα όποια παπάρα και να του πουν θα την πιστέψει - από δω και η φράση «το έχαψε σα χάνος».

Όλα αυτά διότι ο χάνος θεωρείται το κατ' εξοχήν χαζό ψάρι.

  • ορμάει αμέσως στο δόλωμα, το καταπίνει με τη μία και πιάνεται εύκολα στο αγκίστρι
  • αφου πιαστεί, δεν κάνει τίποτε - κάθεται και περιμένει να τον ανεβάσεις
  • όταν ανεβεί στη βάρκα έχει το μάτι γουρλωμένο και το στόμα ορθάνοιχτο

    Βεβαίως, οι χαζοί χάνοι ευδοκιμούν και οι τσιπούρες που περνιούνται για ξύπνιες, μαγκιόρες κι αλανιάρες κοντεύουν να εξαφανιστούν.

  1. Τι έχεις πάθει ρε παιδί μου και με κοιτάς σα χάνος; Σκουρδουμπλούκου; Έλα, ξεκόλλα.
    - Μα... (αντιγραφή από το παράδειγμα στο λήμμα σκουρδουμπλούκου)

  2. - Τι χάσκεις σα χάνος, ρε; Πρώτη φορά βλέπεις τραβέλι με τρία αρχίδια να πιπώνεται μόνο του; Καουμπόικα στο χωριό σου δεν είχατε;

  3. Κοντεύει να μην μείνει ούτε μια πράσινη σπιθαμή δάσους και σεις παίζετε παιχνιδάκια,για να χρυσώσετε το χάπι στον Έλληνα! Δεν φταίτε κύριε υπουργέ, ούτε σεις ούτε η κυβέρνησή σας, όντως! Φταίει ο Έλληνας που πίστεψε ότι είσασταν οι σωτήρες του! Φταίει ο Έλληνας που έχαψε τα ψέμματα σαν τον χάνο! (από εδώ))

Χάνος - το ψάρι (από poniroskylo, 13/01/09)(από perkins, 06/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H Λέξη Αφελίμ προέρχεται εκ της λέξης αφελής και παραπέμπει στις λέξεις: Νεφελίμ - Ελοχίμ των Λιακούριων θεωριών. Μιλάμε για τους αφελείς αυτής της πλάσης. Θα μπορούσε κανείς να πει, πως όπως θεωρητικά τουλάχιστον κάποιοι πιστεύουν πως υπάρχουν απόγονοι των Νεφελίμ και των Ελοχίμ, έτσι θα μπορούσαν να υπάρχουν και απόγονοι των Αφελίμ.

Οι Αφελίμ ήταν πανταχού παρόντες στην ιστορία του ανθρώπινου γένους. Καλοπροαίρετοι και αφελείς παρασύρονταν πάντα από τη ρητορική δεινότητα των απανταχού biri biri maker. Οι εποχές αλλάζουν, οι τακτικές και οι πρακτικές μπορεί να διαφέρουν, οι ρόλοι ποτέ. Απλά σε κάθε εποχή οι biri biri makers αξιοποιούσαν στο έπακρο τα διαθέσιμα εφόδια, για να πετύχουν το δόλιο σκοπό τους.

Οι λαοπλάνοι διαγνώνουν τις αδυναμίες των απλών ανθρώπων, τα όνειρα τους, τις ανάγκες τους, τους πουλούν φούμαρα και τους τάζουν λαγούς με πετραχήλια. Με τη δύναμη το λόγου τους και τα επικοινωνιακά τους χαρίσματα, κάνουν το αδύνατο να φαντάζει δυνατό και το καλό ύποπτο. Είναι ικανοί στο να δημιουργήσουν προβληματισμούς για το πλέον ξεκάθαρο θέμα κάνοντας πανεύκολα την τρίχα τριχιά. Είναι δεινά ταλέντα στο να ανάγουν το αληθοφανές σε αληθές για να μπορέσουν να αυγατίσουν τα κέρδη τους. Οι συγκεκριμένοι λαοπλάνοι είναι άσοι στις συνομοσιολογίες. Μιλούν ψυχωμένα και θεωρούν πως αφυπνίζουν τις μάζες. Αισθάνονται περιχαρείς όταν συμβεί κάποιο μπάχαλο, γιατί τότε τους δίνεται η ευκαιρία να υφάνουν ένα απίστευτο πλαίσιο μυστηρίου, το οποίο αξιοποιούν προς ίδιον όφελος.

Οι Aφελίμ πάλι, χωρίς καμιά κριτική διάθεση, προσπαθώντας να φύγουν από το δόκανο των κακών ή των υποτιθέμενων κακών, πέφτουν στο δόκανο των λαοπλάνων. Υπάρχουν και κάποιοι εκ των Αφελίμ που αισθάνονται πως οι λαοπλάνοι κολακεύουν την πονηρία τους. Αυτό τους φέρνει πιο κοντά τους. Η εμπιστοσύνη που τους δείχνουν τους τυφλώνει και έτσι αυτοί πέφτουν πιο βαθιά.

Οι λαοπλάνοι αυτοί μπορεί να 'ναι Λιακό style, μπορεί να 'ναι από το χώρο της πολιτικής, της δημοσιογραφίας, της δικηγορίας, της εκκλησίας,του ποδοσφαίρου και γενικότερα στους χώρους δουλειάς, παντού. Σε κάθε χώρο εκμεταλλεύονται τις ελπίδες των ανθρώπων και σε κάθε χώρο διαστρεβλώνουν και λασπώνουν κάθε άδολη δραστηριότητα. Ο στόχος τους είναι η μάσα. Σαν ύαινες που οσμίζονται ψοφίμια, ψυλλιάζονται την ανασφάλεια των ανθρώπων και σαν γατόνια που είναι ποντάρουν στην ευαισθησία των άλλων για να πετύχουν το σκοπό τους.

  1. -Ακουσες χθες τι είπε ο Λιακό, αναφερόμενος στα γνωστά γεγονότα που ταλανίζουν την κοινή γνώμη;
    -Τι είπε πάλι;
    -Μίλησε για αποσταθεροποιητικούς κύκλους, για σφραγίδες που ανοίξανε, για το μέλλον που μας χτυπάει την πόρτα, για τις αδελφότητες των... μπλα... μπλα...για τις προφητείες... μπλα... μπλα...
    -Και το κατέληξε σε ένα πακέτο που έχει ετοιμάσει για την περίσταση;
    -Πώς το κατάλαβες; Παρακολουθούσες;
    -Όχι βέβαια. Δυο επεισόδια του... να δεις καταλαβαίνεις την τακτική του. Παράγγειλες; -Ναι βέβαια. Είναι να χαθεί τέτοια ευκαιρία;
    -E, είσαι απόγονος των Αφελίμ. Δε χωρεί αμφιβολία.
    -Αφελίμ; Έχω χάσει επεισόδια;
    -Τι επεισόδια ρε καημένε. Εσύ κι οι όμοιοι σου είσαστε οι απόγονοι των Αφελίμ που μασάτε το χόρτο που σας σερβίρουν και σε dt θα κάνετε μεγιστάνες τα λαμόγια της συνομοσιολογίας.

  2. (Από φόρουμ)
    Eνδιαφέρον θέμα… Εξαρτάται φαντάζομαι από την οπτική γωνία που έχει ο καθένας. Ο οπαδός του ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί ότι ο νεοέλληνας είναι ένα Αλβανο-σλαβο-τουρκο-μογγολικό υβρίδιο. Ο οπαδός του ΛΑΟΣ μάλλον ότι είναι απόγονος των ΕΛ. Οι δε οπαδοί των δύο κομμάτων εξουσίας τον θεωρούν κάφρο.
    Η προσωπική μου άποψη-αλλά εγώ είμαι απόγονος των Αφελίμ- είναι ότι ο νεοέλληνας πλέον δεν είναι παρά ένα κακομαθημένο ζωντόβολο που θεωρεί πολιτισμό τα μπουζούκια και τη Μadonna (μεγάλη η χάρη της) και πως έχει μόνο δικαιώματα και όχι υποχρεώσεις.Νομίζω ότι εξάντλησα το θέμα και αποχωρώ…
    Βλέπε
    Το ελληνικό ερωτηματικό πρέπει να γίνει αλλοδαπό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άβγαλτος, ο αφελής κι ο εύπιστος, ο επαρχιώτης στην Ομόνοια που θα έλεγε κι ο Νιόνιος.

Η χαρά του πάσης φύσεως αετονύχη παπατζή, νταβατζή, πολιτικού, έμπορου: θα τον γδάρει στα ζάρια, θα του πουλήσει μαϊμού iPhone, θα τον πείσει εύκολα να κάνει χρήση ναρκωτικώνε.

Εκ του ψιμάρι, το όψιμο κατσικίδιο και ωσεκτουτού, κορόιδο. Βλ. επίσης: ψάρι, νουμπάς.

[1.](3.
Την άλλη μέρα ξαναστήνανε τη «μηχανή τους» για να βρούνε καινούρια ψημάρια.

4.
μερικοί παπατζήδες και «μαύρο-κόκκινο κερδίζει» τη βγάζουν στα πεζοδρόμια με κράχτες, περιμένοντας τα ψημάρια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εξυπνάκιας, αυτός που νομίζει ότι είναι έξυπνος, ή πολύ προχώ, ή ότι μπορεί να κάνει πουστιές σε βάρος των άλλων, χωρίς αυτοί να αντιδρούν, αλλά τελικά αποδεικνύεται ότι είναι λάθος, κατά το «τα έξυπνα πουλιά από την μύτη πιάνονται». Αυτός που χρησιμοποιεί την έκφραση, δηλαδή, σατιρίζει συνήθως το πομπώδες και δήθεν πρωτοποριακό, αλλά κατ' ουσίαν κοινότοπο και ίσως και την λούμπα στην οποία πέφτει το εξυπνοπούλι.

  1. Η πλάκα είναι ότι με ΔΝΤ και ΕΚΤ από πίσω είναι πιο σίγουρες από ποτέ οι καταθέσεις και οι τραπεζικοί οργανισμοί....
    Αλλά τα εξυπνοπουλια έμαθαν το e-banking οπότε τι σημασία έχουν όλα αυτά... (Εδώ).

  2. Ρε δημοσιογραφικά εξυπνοπούλια των καναλιών που μάθατε τα «ισοδύναμα» μέτρα, για πείτε μου το «ισοδύναμο» των αυτοκτονιών. (Εδώ).

  3. εγώ φτιάχνω λίστα με τα εξυπνοπούλια που θα επιλέξουν ΝΔ σε αυτές τις εκλογές για να έχω να γελάω με τις κωλοτούμπες που θα λέτε μετά το καλοκαίρι. Τις ακούω ήδη της ατάκες «μας κορόιδεψαν», «δεν ξέραμε» και πάει λέγοντας. 2η 5ετία Καραμανλή θα ζήσουμε. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified