Βήτα συστατικό της καθομιλουμένης και της αργκό, που σχηματίζει ουσιαστικά θηλυκού γένους.

Η κυριότερη σημασία που προκύπτει είναι η «μπόχα», η «(δυσάρεστη) μυρωδιά» που αναδίνει το πρώτο συστατικό, είτε στην κυριολεξία της (αρχιδίλα, μουνίλα) είτε και μεταφορικά (πιχί κορεκτίλα). Συνηθισμένη χρήση στην καθομιλουμένη είναι και η «απόχρωση» με βάση το πρώτο συστατικό (κοκκινίλα, κιτρινίλα), που και πάλι μπορεί να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά (μαυρίλα για την «κακή διάθεση»). Οι μεταφορικές χρήσεις είναι τόσο συχνές, που ο Τριαντά πολύ σωστά απομονώνει ως κύρια σημασία και τη «δυσάρεστη κατάσταση» (στην αργκό πιχί τσατίλα, ψοφιμίλα), που εμένα τουλάχιστον μου φαίνεται να προέρχεται από τη σημασία της μπόχας.

Μ' αυτήν την έννοια η σημασία είναι κατά κανόνα μειωτική, καθώς οι συνδηλώσεις είναι συχνότατα μπόχας και βρομιάς, παρά απόχρωσης. Στο βαθμό δε που η βρομιά στην αργκό απενοχοποιείται*, μπορούμε φυσικά να μιλάμε και για θετικές χρήσεις (καφρίλα, σαπίλα), αυθεντικά αργκοτικές.

Άλλες χρήσεις, σε συνδυασμό ή και όχι με τα προηγούμενα, είναι η επίταση (αφαγία -> αφαγανίλα, τζάμπα -> τσαμπίλα, χέσιμο -> χεσίλα, δες και παράδειγμα 3), η περιληπτική (δες πιχί τη ρατσιστίλα εδώ), και είτε ο εξελληνισμός ξένων δανείων (εϊτίλα, τουματσίλα, χαρντκορίλα, δες και παράδειγμα 2) είτε γενικότερα η ουσιαστικοποίηση κατά τ' άλλα δυσουσιαστικοποίητων(!) άλφα συστατικών (θεΐλα, δες και παράδειγμα 5) –παράβαλε και την αντίστοιχη χρήση του -ιά (καμενίλα και καμενιά).

Παράγωγο: -ίλας, για πρόσωπο που χαρακτηρίζεται απο την αντίστοιχη -ίλα (κορεκτίλα -> κορεκτίλας, δες και παράδειγμα 6, όπου το βρομίλας, με έλξη βέβαια απο το βρομύλος, εδώ ωστόσο προέρχεται απο τη βρομίλα).

Λίγες πίπες για τα συστατικά στην αργκό

Με το -ίλα συμβαίνει αυτό που συμβαίνει κατακόρον με επιθήματα και άλλα συστατικά της αργκοτικής: τα ονόματα που σχηματίζονται είναι πολύ συχνά προσωρινά, χωρίς αξιώσεις παγίωσης στη γλώσσα, προορισμένα να υποστηρίξουν μόνο και μόνο τη διατύπωση της στιγμής.

Το φαινόμενο παρατηρείται ήδη στην καθομιλουμένη –βλέπε τη χρήση του ξε- στη σημασία IV του ορισμού εδώ– και στην αργκό ίσως περισσότερο· χαρακτηριστική η περίπτωση του ψιλο-, το οποίο είναι τόσο ισχυρό συστατικό ώστε να έχει αυτονομηθεί ως επιρρηματικό.

Θα το έθετα λοιπόν ως εξής: στην αργκό υπάρχει αυξημένη τάση, μορφολογικά συστατικά να αυτονομούνται συντακτικά. Την αυτονομία αυτή την καταλαβαίνει κανείς αν αναλογιστεί το μάταιο στο να λημματογραφηθεί σε ένα λεξικό κάθε (καταγραμμένη) χρήση τέτοιου συστατικού –το λεξικό του Τριανταφυλλίδη θα έπρεπε τότε να έχει περίπου άλλο μισό λημματολόγιο μόνο και μόνο λόγω του ξε-...

(Το θέμα σηκώνει παραπάνω και συστηματική κουβέντα, ντάξει. Σταϋπόψη...)


* Για την αλλαγή προσήμου της βρομιάς στην αργκό, λέω κάτι χαζά εδώ στα σχόλια.

  1. Παραδείγματα που ήδη υπάρχουν στο σάιτ: ανετίλα, ανιωθίλα, αντρίλα, ανωτερίλα, αριστερίλα, αρχιδίλα, αυνανίλα, αφαγανίλα, βαλκανίλα, βαρβατίλα, βουτυρίλα, διχρονίλα, δωματίλα, εϊτίλα, επικίλα, καινουργίλα, καμενίλα, κατρουλίλα, κλανίλα, κομμουνίλα, κορεκτίλα, κορίλα / χαρντκορίλα, κωλίλα, μαντσίλα, μαυρίλα, μεϊνστριμίλα, μεταχειρίλα, μουνίλα, μπακαλιαρίλα, μπεκρίλα, μπουρντίλα, μπριζολίλα, ξεραΐλα, ουρδίλα, παπαρίλα, πατίλα, περιπτερίλα, πιουρίλα, πουτσίλα, προποτζίλα, σαπίλα, σατανίλα, σκατίλα, σκοτεινίλα, σπαρίλα, τουματσίλα, τραγίλα, τρενιχίλα, χεσίλα, χορτασίλα, ψαρίλα, ψοφιμίλα

  2. Όπλα, επιχειρηματίες που διαπρέπουν στον “αθλητικό χώρο”, συνδεση με την αστυνομία, παράνομες ελληνοποιήσεις, πλαστογραφίες με παρανόμως κτηθείσες αστυνομικές σφραγίδες, ματσίλα και εμφανής σεξουαλική στέρηση: η διάσπαση του πυρήνα της Χρυσής Αυγής στην Κεφαλονιά μάς ανοίγει μια τρύπα για να θαυμάσουμε το στερέωμα του φασιστικού υπονόμου. (από εδώ)

  3. Βαρειά κουβέντα; Για να φανταστείς πόση ανοητίλα τους δέρνει σου λέω το εξής απλό: Εφήυραν και επέβαλλαν την λέξη ανταγωνισμός Αν το καλοεξετάτάσεις θα δείς ότι είπαν πως το μηδέν είναι το άπαν. Πως την πατήσαμε εμείς; Μα οι περισσότεροι θεωρώντας ότι ο καθένας κάνει την δουλειά του σκύβαμε το κεφάλι και δουλεύαμε. Αυτοί το λοιπόν εύρισκαν ευκαιρία και μας ….. Τώρα που άνοιξε ο μάτης να τους δώ τους ξυπνοπουλάκηδους. (εδώ)

  4. — Είχα πάει που λες στην Όταβα, την ομοσπονδιακή πρωτεύουσα του Καναδά.
    — Τι μου λες!
    — Ναι παιδί μου, λούσα, ωραία πόλις, περιποιημένη. Πολλή αγγλίλα όμως βρε παιδί μου. Απαπα! Λες και ήμουν στο Λίντς ή στο Μάντσεστερ ή στο Μπέλφαστ.
    (εδώ)

  5. By the way λόγω τη φύσης του επεισοδίου αυτή ήταν η πρώτη φορά που μου έλειψε ο τρομερός Pierce...η χλαπατσίλα του στο πρώτο D&D ήταν η απόλυτη στιγμή του...στο 2ο D&D ο Dean ήταν απλά επικός...τρομερά δυνατό επεισόδιο (εδώ)

  6. Ο μικρούλης μου είπε 5 ετών και τελευταία παρατήρησα ότι μυρίζει η μασχάλη του!!! Δεν είναι σε φάση που μυρίζει ας πούμε όταν περνάει από δίπλα σου ,αλλά μία μέρα όπως τον πήρα αγκαλίτσα κάτι μου μύρισε και σκέφτομαι, μπα δεν είχαμε σήμερα κεφτεδάκια για φαγητό , τι μυρωδιά είναι αυτή... Και όπως κολλάω τη μύτη μου στη μασχαλίτσα του ...ωχ...μποχίτσα.. [...] Μίλησα με την παιδίατρο και με ρώτησε αν έχει τρίχες στο πουλάκι του ή κάτι τέτοιο , είπα ΟΧΙ.Ε μην ανυσηχείς είναι το δέρμα του τέτοιο , έτσι μου είπε. Εχετε παρατηρήσει κάτι τέτοιο στο μικρό σας; Πω πωωωωωωωω , λέτε να μου γίνει βρομίλας;;;; (αγωνιών γονιός, εδώ)

(από σφυρίζων, 06/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως συνάδεται από τον ορισμό σλανγκ της αγαπητής συνοδοιπόρου, «Jargon» ή «επαγγελματική ιδιόλεκτος», αναφέρεται σε ορολογίες (συντμήσεις, εκφράσεις, ακρώνυμα), σε σχέση με μια συγκεκριμένη δραστηριότητα, επάγγελμα ή ομάδα. Περιγράφει την συγκεκριμένη «γλώσσα» ανθρώπων που εργάζονται στον ίδιο χώρο ή που έχουν κοινά ενδιαφέροντα.

Υπό αυτή την έννοια η jargon μοιάζει ή (τολμώ να πω) προβιβάζεται σε slang, τουλάστιχον στις περιπτώσεις όπου γίνεται παράφραση/εμπλουτισμός «παραδοσιακών» jargon συνήθως με χιουμοριστική διάθεση, όπως αποδεικνύουν πλείστα λήμματα του τιμημένου slang.gr (RTFM, FUBAR, μήδι, clopy paste, πσάρεμα, LMFAO κλπ.).

Στο δια ταύτα, ως Corporate Slang αναφέρω τους όρους που μοιάζουν μεν με jargon στον Επιχειρηματικό κόσμο (ιδιαίτερα της αλλοδαπής και ειδικότερα στις ΗΠΑ), πλην όμως, αποτελούν «άτυπους» όρους (και γι’αυτό θεωρώ σλάνγκικους), οι οποίοι λόγω του ειρωνικού/χιουμοριστικού τους περιεχομένου, μάλλον χρησιμοποιούνται μεταξύ εργαζομένων και σίγουρα όχι στο Boardroom (βλ. κριτήρια 2 και 3 στο τμήμα 1 του σλανγκ). Μια συλλογή των καλυτέρων που κυκλοφορούν ακολουθεί:

Blamestorming
Συγκέντρωση επαγγελματιών σε γκρουπ, ανοιχτή συζήτηση γιατί ένα έργο πήγε κατά διαόλου και ποιος φταίει.

Seagull Manager
Ένας μάνατζερ που καταφθάνει «αεροπορικώς», κάνει πολύ θόρυβο, χέζει τα πάντα και μετά φεύγει.

Salmon Day
Η εμπειρία του να περνάς όλη σου τη μέρα κολυμπώντας αντίθετα στο ρεύμα, μόνο και μόνο για να πεθάνεις στο τέλος.

Assmosis
Η διαδικασία μέσω της οποίας ορισμένοι άνθρωποι φαίνεται να απορροφούν επιτυχία και προαγωγές, με το να γλείφουν το αφεντικό αντί να δουλεύουν.

Percussive Maintenance
Η τέχνη του να χτυπάς, κλωτσάς, γρονθοκοπείς ένα μηχάνημα για να το κάνεις να δουλέψει.

Bangalored
Να απολύεσαι γιατί η θέση σου μεταφέρθηκε στην Ινδία.

PowerPointless
Τσίλικα γραφικά και animations παρουσιάσεων, τα οποία αποσπούν την προσοχή του κοινού αντί να επεξηγούν.

Treeware
Geek-speak για οτιδήποτε είναι τυπωμένο σε χαρτί.

Turd polishing (γυάλισμα κουράδας)
Βρίσκοντας θετικά πράγματα σε μια δύσκολη κατάσταση.

Work Spasm
Η εξαιρετικά παραγωγική (αλλά συνήθως σύντομη) περίοδος εργασίας, αμέσως μετά τις διακοπές.

Ίσως η πιο ολοκληρωμένη και αβλεπί η πιο αστεία χρήση της Corporate κουλτούρας και Jargon, είναι ο Dilbert του Scott Adams.

- Τι έγινε ρε με τον χαμό προχθές;
- Τι να γίνει, το project πήγε τρίσκατα οπότε μαζεύτηκε όλη η ομάδα για ένα χέσιμο από το αφεντικό και φυσικά ένα δημιουργικό Blamestorming. Το χειρότερο ήταν ότι ήταν εκεί και ο νέος Διευθυντής Μάρκετινγκ.
- Ποιός ο Λούλης; Καλά αυτός είναι εντελώς Seagull Manager. Δεν τον βλέπω να κρατάει πάνω από 1 μήνα...

(από Desperado, 08/07/09)(από Desperado, 08/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

α. Οι νεότερες (και της μοδός) σαγιονάρες που σχεδόν στο σύνολό τους κατασκευάζονται από αφρώδες υλικό (με κάποιες παραλλαγές σε δέρμα). Σε αντίθεση με τις κλασσικές, λεπτές κίτρινες σαγιονάρες που κυκλοφορούσαν τις δεκαετίες του 70 και του 80, οι νέες διατίθενται σε άπειρους συνδυασμούς χρωμάτων και σχεδίων.
Αναβιωτές του είδους, οι εταιρίες beachwear και streetwear, πρωτοστατούσης της Βραζιλιάνικης Reef. Με το μπουμ της αγοράς, όλες οι εταιρίες αθλητικών ειδών μπήκαν στο παιχνίδι, παρασύροντας και τους μεγάλους οίκους μόδας οι οποίοι ως συνήθως έφτασαν το είδος σε επίπεδα υπερβολής.

β. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, flip-flop χαρακτηρίζονται οι περιπτώσεις όπου δημόσια πρόσωπα (ως επί το πλείστον πολιτικοί), είναι αρχικά υπέρ ενός θέματος και ξαφνικά είναι κατά (ή το αντίστροφο). Η φράση χρησιμοποιείται κυρίως σε περιπτώσεις εκλεγμένων προσώπων (Γερουσιαστές και μέλη του Κογκρέσου), όπου η αλλαγή της γνώμης τους συνδυάζεται με την αντίστοιχη αλλαγή της ψήφου τους για κάποιο νομοσχέδιο.
Τα flip-flop παίζουν μεγάλο ρόλο στις εκλογές (ως όπλο στα χέρια αντιπάλων), ειδικά όταν έχουν προκύψει για σημαντικά νομοθετήματα (π.χ. αμβλώσεις, συντάξεις, υγεία, άμυνα, μεταναστευτική πολιτική). Παράδειγμα: ο Δημοκρατικός υποψήφιος για τις προεδρικές εκλογές του 2004 John Kerry, κατηγορήθηκε ως flip-flopper λόγω των θέσεων και ψήφων του στη Γερουσία, στο θέμα του πολέμου στο Ιράκ.

Στην Αγγλία, χρησιμοποιείται η φράση: U-Turn.

  1. Φίλε είδες τα φετινά flip-flop της Volcom; Απίθανα σχέδια.

2. - Καλά, ο Τατούλης πριν λίγο καιρό δεν έλεγε ότι δεν θα υπερψηφίσει το χωροταξικό νομοσχέδιο; Πώς και το ψήφισε τελικά; - Άσε με μωρέ, αν ήταν στην Αμερική θα τον λέγανε flip-flopper!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντομογραφία για το αγγλικό «For The Penis» και σημαίνει για τον πούτσο literally!!

Ftp είστε όλοι ρε. Για να κουνιόμαστε λίγο να τελειώνουμε καμιά φορά..

Got a better definition? Add it!

Published

«For the win», στα αγγλικάνικα. Αποτελεί τρόπο επαίνου ή ανάδειξης ενός προσώπου ή πράγματος, ακολουθώντας μέσα στη πρόταση το εν λόγω ουσιαστικό ή κύριο όνομα, ακριβώς όπως το παλιό, καλό κι ελληνικό «και πάσης Ελλάδος».

Συναντάται κυρίως στον ιντερνετικό γραπτό λόγο (fora, blogs, IRC κ.ο.κ.)

sakis4evah89: Sakis kai pashs ellados re, gamw ta spitakia sas kai th Gyrovision sas koloevropeh

Ronaldinho91: lol what;

3sakis4evah89: Sakis ftw re, ante gamithite

Ronaldinho91: Oh, ok then

Sit on it and rotate ! (από spydel, 20/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρακλάδι / μουσική σκηνή της εξ Αμερικής ανεξάρτητης μουσικής, το οποίο εμφανίστηκε στα μέσα της δεκαετίας των 80, αλλά μεσουράνησε κυρίως στις αρχές και τα μέσα της δεκαετίας των 90, σχεδόν ταυτόχρονα με την εμφάνιση του grunge (το οποίο όμως είχε μικρότερη διάρκεια ζωής) και όπως και εκείνο «λάνσαρε» ένα ιδιαίτερο τρόπο ζωής, παράλληλα με τους ξεχωριστούς ήχους που έφερε στο προσκήνιο.

Ετυμολογικά, προκύπτει από τις αγγλικές λέξεις «low fidelity» (χαμηλή πιστότητα, σε αντίθεση με το πολυφορεμένο «hi-fi» - high fidelity). Η μουσική (και οι μουσικοί) χαρακτηρίζονταν από ένα (ανεπιτήδευτο συνήθως) ατημέλητο στυλ, οι κιθάρες ήταν παράφωνες, ο ήχος ακατέργαστος (λιγότερο σκληρός και μελαγχολικός πάντως από το grunge), ενώ κοινός τόπος ήταν και οι κακής ποιότητας ηχογραφήσεις (εξ' ου και lo-fi).

Τα αντιπροσωπευτικά συγκροτήματα πολλά: Pavement, Sebadoh, Dinosaur Jr., Yo La Tengo, Silver Jews, Guided by Voices, Grandaddy και Modest Mouse, μεταξύ άλλων.

Παρόλο που η σκηνή απέκτησε αρκετούς φανατικούς οπαδούς (ακόμα και στη χώρα μας), άρχισε να παρακμάζει μετά το 2000, κυρίως λόγω της διάλυσης πολλών εκ των αντιπροσωπευτικότερων συγκροτημάτων.

Η έννοια «lo-fi» μπορεί άνετα, πέρα από τη μουσική αναφορά της, να αποδώσει έναν χαρακτηρισμό σε ένα πρόσωπο ή κατάσταση, ότι δηλαδή είναι χαμηλής πιστότητας, είτε με τη καλή (εκκεντρικότητα, φρεσκάδα, πρωτοτυπία, κάτι πέρα από τα συνηθισμένα), είτε με την κακή έννοια (κυριολεκτικά). Επιβάλλεται ιδιαίτερη προσοχή στη χρήση, όσο και στη κατανόηση, η οποία πάντα πρέπει να βασίζεται και στα συμφραζόμενα.

  1. - ...και μετά το Μέγαρο, πήρα τηλέφωνο το Μαράκι και πήγαμε Decadence...
    - Σπεκ, Ιεροκλή είσαι και πολύ lo-fi τύπος μιλάμε...

  2. - Ρε θυμάσαι το παλιό στερεοφωνικό στο σπίτι των γονιών μου που ακούγαμε Floyd; Το δώσανε σε παλιατζή...
    - Καλά κάνανε στη τελική, μετά από τόσα χρόνια θα έβαζες πάνω βινύλιο και θα το χαράκωνε.... από hi-fi που ήταν κάποτε, κατάντησε lo-fi...
    - Χεχε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Aν βγείτε έξω και περάσετε ένα δεκάλεπτο παρέα με Αλβανούς ή άτομα που κάνουν παρέα με Αλβανούς θα ακούσετε περίεργες λέξεις όπως «ταβέ» «πίδι» «κουρβ» και άλλα πολλά. Επειδή λοιπόν οι Ελληνικές βρισιές δε μας αρκούν είπαμε σαν λαός να κάνουμε λίγο τούτι-φρούτι το υβρεολόγιο μας προσθέτοντας βρισιές της γειτονικής χώρας. Παρακάτω αναγράφω τις ποιό δημοφιλείς βρισιές:

Ταβέ: Στο(ν) ακουμπάω (πολύ συχνά λέγεται ως απάντηση στο ναι, ε;, και;, ρε)
(Τε) Κίφσα: (Σου) γαμώ
Ροπ: Οικογένεια, το σόι
Μπιθ: ο κώλος
Κούρβ: η πουτάνα
Μότρεν: η αδερφή (προσοχή! όχι ο ομοφυλόφιλος!)
Πίτσκ(α): το μουνί
Πίδ(ι): και πάλι το μουνί
Λόκε: η πούτσα
Κοκ(ε): το κεφάλι (και οι δυο σημασίες)
Τόπε: το αρχίδι (τόπε τόπε ο παπαγάλος)
Κάρι: ο πούτσος (βάρι κάρι: κρέμασε το στο πούτσο σου: μη δίνεις σημασία)
Ταφούτ κόχι: δεν είμαι σίγουρος για την ακριβή σημασία της, πρέπει να έχει σχέση με το ταβε. Κλασσική απάντηση στο όχι (μάλλον όχι αυτό του Μεταξά.)
Μπόλε: η μπάλα, το αρχίδι
Τε ραφτ πίκα: να πέσει πάνω σου κατάρα
Τε ραφτ κανσέρι: να πάθεις καρκίνο (και όχι κασέρι)

[I]ΣΥΝΤΑΞΗ[/i]
(αφορά το τε κίφσα)
Η σύνταξη είναι πολύ απλή:
Τε κίφσα + (οτι θέλουμε να γαμήσουμε εκείνη τη στιγμή)
π.χ. - Τε κίφσα ροπ: γαμώ το σόι σου
- Τε κίφσα μπίθεν: γαμώ τον κώλο σου, κ.ο.κ

Αυτά είναι τα βασικά. Ενδέχεται να έχω κάνει αρκετά λάθη καθώς δε την ομιλώ την γλώσσα. Διορθώσεις δεκτές.

Δε χρειάζονται...

(από HODJAS, 09/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τούρκικη λέξη, yalanci, που μεταφέρθηκε αυτούσια στα Ελληνικά: είναι ο ψεύτης και, κατ' επέκταση, ο ψεύτικος, ο ψευδεπώνυμος, ο ιμιτασιόν.

Εξ αυτού και η πιο κοινή χρήση της λέξης –τα ντολμαδάκια γιαλαντζί. Έτσι λέμε τα νηστήσιμα ντολμαδάκια, τα τυλιχτά αμπελόφυλλα που γίνονται μόνο με ρύζι, χωρίς κιμά. Επειδή τους λείπει το κρέας που είχε, προφανώς, η ορίτζιναλ συνταγή έχουν καταγραφεί ως προϊόν συμβιβασμού, ως κάτι όχι ακριβώς γνήσιο.

Και έτσι, χρησιμοποιούμε τη λέξη γιαλαντζί και ως απαξιωτικό χαρακτηρισμό για ένα άτομο που δεν είναι γνησίως αυτό που δηλώνει.

Γιαλαντζί μάγκας, ας πούμε –που είναι μια σχετικά κοινή φράση– είναι ο τζάμπα μάγκας, ο δάγκας, ο Συλβέστερ Σταλόγια, δηλαδή, ο θρασύδειλος, ο λέει-πολλά-αλλά-κωλώνει. Γιαλαντζί ρεμπέτες είναι, σε πρώτη φάση, οι λεγόμενοι αρχοντορεμπέτες και, αργότερα, οι κομπανίες στις οποίες μπαγλαματζής χωρίς πουτσουντί δεν εννοείται. Γιαλαντζί σοσιαλιστές, λέμε τώρα, χαρακτηρίζονται οι θιασώτες του Τρίτου Δρόμου –και ούτω καθεξής. Γενικά, η λέξη μπορεί να κολλήσει σε όλους τους ντεμέκ τύπους που το παίζουν.

Άλλα σχετικά λήμματα: δηθενιά, μαϊμού, μούφα μουσαντέ, πλαστικό.

  1. Για το υβρεολόγιο στον Παπαλουκά, και στον κάθε Παπαλουκά, το μόνο που αναρωτιέμαι είναι αν όλοι αυτοί οι γιαλαντζί μάγκες θα πηγαίναν να του βρίσουν τη μάνα σε έναν δίμετρο επαγγελματία αθλητή έτσι, ένας προς έναν. Και είμαι και βάζελος (τρομάρα μου). (από το siteseein.gr)

  2. (Από συζήτηση σε forum στο www.antinews.gr)

Δεν μιλάω για την Νέα Δημοκρατία, για την χώρα μιλάω. Μιλάω για τα golden boys που νόμισαν ότι έγιναν επενδυτικοί τραπεζίτες και dealmakers, όταν τα μισά διπλώματά τους είναι μαϊμουδίτσες και δεν έμαθαν ποτέ την ευθύνη της διαχείρισης ξένων περιουσιών.

Συγγνώμη, τα golden boys γιαλαντζή δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο έχει και υπεράκτιους. Απλά εκεί η οικονομία και οι πολιτικοί έχουν περισσότερο «βάθος», και οι γιαλαντζή δεν είναι πλειοψηφία.

  1. Δεν μπορεί μια χούφτα παρανοϊκών ελληναράδων μαζί με μια στρατιά πληρωμένων κονδυλοφόρων και εργολάβων διαμόρφωσης κοινής γνώμης να καθορίζουν την εξωτερική πολιτική μιας χώρας καθιστώντας με τις γελοίες ενέργειές τους το όνομα Έλληνας συνώνυμο των λέξεων ανεγκέφαλος, ψευτοπαληκαράς, απροσάρμοστος, ψεύτης, ραδιούργος, κουτοπόνηρος, γιαλαντζί τσαμπουκάς και μάγκας, στο διεθνές λεξικό των λαών του πλανήτη. (από το www.tanea.gr)

  2. Πες μου, αν είσαι γνήσιος Σατανιστής ή γιαλαντζή, για να ξέρω αν θα γελάσω απλά ή θα σου τα σούρω κανονικά.

Αν είσαι βεριτάμπλ... έχω έτοιμες παρθένες για σφάξιμο, οπότε συζητάμε σε αυτό το επίπεδο για να σε περιποιηθώ αναλόγως, μια που θα είσαι στην περίπτωση αυτή διεστραμμένη και εγκληματική φύση.

Αν είσαι γιαλαντζή Σατανιστής, σου συνιστώ ένα καλό ψυχολόγο, μπας και κάποτε γλυτώσεις το πουκάμισο που μπαίνει από μπροστά και κουμπώνει πίσω. (από το www.metafysiko.gr)

  1. Γέμισε ο τόπος γιαλαντζί καπιταλιστές κρατικών επιδοτήσεων, γιαλαντζί πολιτικούς με ράσα, γιαλαντζί μάγκες με στολή και κουμπούρι του κράτους, και το φόρουμ γιαλαντζί λάτρεις της αγοράς (μην ξεχάσετε να ζητήσετε κρατική παρέμβαση πάλι όταν θα πέφτουν οι τιμές...) (από το http://www.capital.gr)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεόκοπο σλανγκομιμήδι του (προ)εφηβικού πιπιναριού νέας κοπής, εκ της σύντμησης του αγγλικάνικου «you only live once» (YOLO). Carpe diem, όπως έλεγαν και οι αρχαίοι ημών λατίνοι, αλλά όχι με την καλή έννοια.

Το γιόλο μεταδίδεται (ταγκαρισμένο ή αμένσιοτο) από καβλαντιζόμενα σβαγκουροπρεπή μειράκια τ. μπιλήμπερ, ντιρέκτιονερ, στάνερ (και δεν συμμαζεύεται), μέσω τοιουίτερ, φατσομπουκιού, ασκεφέμ, ιμάτζιν, κ.ταλ.

Πέον να σημειωθεί ότι τα γιόλο είναι επικίνδυνα για τους νέους μας καθώς συχνά συνεπάγονται ριψοκίνδυνα καφριλίκια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το ραπερόνι Ervin McKinness που τιττύβισε το εξής κύκνειο τσίου πριν αφήσει το τελευταίο του yo! στην άσφαλτο: «Drunk af going 120 drifting corners #FuckIt YOLO.»

1
Και επειδή όλοι γνωρίζουμε ότι ο κόσμος θα καταστραφεί σε λίγες μέρες... γιόλο.

2.
- Γιόλο. - Ποιος ήρθε;
- Γιόλο λέω. - Τι είναι γιόλο; Ξέρω τη Γιόλου το χωριό στα ακάμωτα της Πάφου, ξέρω τη Γιόλα της θεία μας που έχουμε να δούμε από πριν γεννηθείς, κεσκεσέ Γιόλο, παιδί μου;

3.
Αναβάζει η άλλη σέλφι στο αμάξι και γραφει γιόλο και στο επόμενο φανάρι τρακάρει και πεθαίνει.

4.
Γιόλο, γιόλο, κι όλο γιόλο, Ο άντρας μου θα φάει ανφόλο

5.
Τώρα δε λέει ο κόσμος ''πάμε γι'άλλα'' αλλά ''πάμε γιόλο''.

6. «Χέιτερς γκοννα χέιτ. Γιόλο. Σουάγκ. Μπιτς πληζ .» Τσεκουριά στο γόνατο, μπετόβεργα στο σβέρκο. Όχι κατ'ανάγκη με αυτή τη σειρά.

7.
Σιγά ρε γιόλο, που για να κάνεις μπάντζι τζάμπινγκ είχες καταπιεί εφτά ηρεμιστικά.

Got a better definition? Add it!

Published

Απαστράπτουσα χλιδή, πραγματική ή επινοημένη. Οι φέροντες χαρακτηριστικά γκλαμουριάς αποκαλούνται γκλαμουράτοι.

Η έκφραση συνήθως εμπεριέχει ψήγματα σαρκασμού, εκτός εάν ο χρήστης της στερείται παντελώς της αίσθησης του γελοίου.

Είναι απίστευτο, αλλά η λέξη αποτελεί Ελληνικό αντιδάνειο: γκλαμουριά > glamour > gramarye (μαγεύω, στα Σκωτικά) > grammar (η μάθηση, κυρίως απόκρυφων και μαγικών τεχνών, στα μεσαιωνικά Αγγλικά) > γραμματική. (Βλέπε www.etymonline.com)

«Ένα στίγμα που ανάλογο δίνουν πια σχεδόν όλα τα ξένα φεστιβάλ- η γκλαμουριά, η νοτιοευρωπαϊκή κυρίως ιδέα του φεστιβάλ ΄ντυνόμαστε καλά και πάμε να δούμε τον σταρ΄ εξαφανίζεται, ακόμα και στη Βερόνα.» (Τέρμα στους σταρ και στην γκλαμουριά, ΤΑ ΝΕΑ, 28 Ιουνίου 2008)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified