Είναι η λύση, η θεραπεία.
Από το τούρκικο çare που σημαίνει ακριβώς το ίδιο.
- Θα παιδευτούμε λίγο, αλλά στο τέλος θα βρούμε τσαρέ με δαύτον.
- Τόσα χρόνια προσπαθώ, και δε μπόρεσα να βρω τσαρέ.
- Θα πάω στο εξωτερικό μπας και βρω τον τσαρέ μου.
Είναι η λύση, η θεραπεία.
Από το τούρκικο çare που σημαίνει ακριβώς το ίδιο.
- Θα παιδευτούμε λίγο, αλλά στο τέλος θα βρούμε τσαρέ με δαύτον.
- Τόσα χρόνια προσπαθώ, και δε μπόρεσα να βρω τσαρέ.
- Θα πάω στο εξωτερικό μπας και βρω τον τσαρέ μου.
Got a better definition? Add it!
Μας έρχεται κατευθείαν από την γαλλικήν μέσω της φωτογραφίας και του κινηματογράφου (flou, με λατινική ρίζα απ’ την οποία προέρχονται πλείστες λέξεις πολλών ευρωπαϊκών γλωσσών σχετικές με ρευστότητα, ρευστά, υγρά).
Σημαίνει:
Κυριολεκτικά: ασαφής, αμυδρός, θαμπός, θολός, ρευστός.
Μεταφορικά: αβέβαιος, μη καλά καθορισμένος, χαλαρός.
Όταν πρόκειται για φωτογραφία ή ταινία:
α) κακή εστίαση του φακού σε φωτογραφία (βλ. μήδι) ή κατά τη διάρκεια κινηματογραφικής προβολής, εξού και η περίφημη κραυγή του κοινού: «(Μάστορα, νετάρισε) είσαι φλου (ρε)!!» προς τον μηχανικό προβολής προκειμένου να ρεγουλάρει το φακό. Επίσης για ταινία, όταν λέμε πως ο ποιητής «άφησε το τέλος φλου» εννοούμε πως το τέλος:
Ι. ήταν αόριστο, ανοιχτό σε διαφορετικές ερμηνείες, ή
ΙΙ. πως μας την έσπασε η καλλιτεχνική δηθενιά.
β) το εσκεμμένο εφετζίδικο θάμπωμα σε μια φωτογραφία, οπότε και η φωτογραφία είναι «φλουταρισμένη».
Όταν πρόκειται για ρούχα: τα ριχτά.
Όταν πρόκειται για κομμώσεις: τα φουσκωτά, τα κρεπαρισμένα, αλλά και τα φλιπαριστά μαλλιά.
6α. Όταν πρόκειται για καταστάσεις ή φάσεις χρησιμοποιούνται οι φράσεις:
«Η κατάσταση είναι (πολύ / λίγο) φλου»: δεν μπορούμε να πούμε με ακρίβεια τι παίζει / πού πάει το πράγμα.
«…στο φλου»: στο γενικά κι αόριστα, στο έτσι κι έτσι.
«Το πήρε / άφησε στο φλου»: δεν το πολυσκέφτηκε / καρατσεκάρησε, το «πέρασε επάνω – επάνω», «δεν το έψαξε βαθιά», αψήφησε το ρίσκο, δεν έκανε σωστή εκτίμηση της κατάστασης.
«Πετάω κάτι στο φλου»: «ρίχνω άδεια να πιάσω γεμάτα».
6β. Ειδικά για γκομενοκαταστάσεις, σημαίνει πως τα πράγματα είναι πολύ χλιαρά κι απ’ τις δυο πλευρές, «ούτε ζέστη, ούτε κρύο», μ' αποτέλεσμα το πράγμα να τραβάει σε μάκρος, χωρίς να ξεκαθαρίζει, μπερδεύοντας όχι μόνο τους γύρω αλλά και τους άμεσα εμπλεκόμενους που, όμως, δείχνουν βολεμένοι σ’ αυτή τη λούπα.
7α. Όταν πρόκειται για άτομα εννοούμε κάποιον που είναι χαλαρός, που παίρνει τα πράγματα όπως έρθουν, που δεν το πολυψάχνει, είναι «ό,τι βρέξει ας κατεβάσει», φιλοσοφημένος, αποστασιοποιημένος (ο περίφημος «Μπάμπης ο φλου» του Σιδηρόπουλου από τον δίσκο «Φλου»), που δεν μπορείς να τον κατηγοριοποιήσεις γιατί είναι sui generis και βέβαια παίζει εκτός συμβάσεων παντός είδους.
7β. Υπάρχει κι η όψη του «δήθεν φλου», αυτού που είναι «κι έτσι και γιουβέτσι», που δεν μπορείς να στηριχθείς επάνω του γιατί «ψαρεύει σε θολά νερά», «αγοράζει μα δεν πουλάει», στυλάκι «δε βαριέσαι» / «δε γαμείς;», προσπαθεί να είναι καλός με όλους κι όλα, αποφεύγει να πάρει θέση σε ο,τιδήποτε γύρω του. Δεν είναι δυσάρεστους για τους πολλούς αλλά στην ουσία είναι ντεκόρ. Πλείστες γκόμενες διατηρούν τέτοια στάση καραδοκώντας το κελεπούρι.
Η άχρηστη πληροφορία της ημέρας: φλου είναι το υποκοριστικό της Φλουμινένσε (Fluminense), Βραζιλιάνικης ποδοσφαιρικής ομάδας με έδρα το Γεναριάτικο Ποτάμι.
Για το φλου αρτιστίκ o ironick τα λέει σένια.
«… Αφήστε με να τα λέω «φλου», είπε (ο sir Βασίλειος Μαρκεζίνης) σε κάποια στιγμή, εννοώντας ότι αποφεύγει τα ονόματα, αλλά όχι τις αλήθειες και τα γεγονότα που μας οδήγησαν σ' αυτό το δύσβατο σημείο της ιστορίας μας…» (από εφημερίδα)
«Δυστυχώς το θέμα με τις διαφημίσεις είναι λίγο φλου στην Ελλάδα» (αγορασμένο)
3.α.Ι. ...Ωραίο επεισόδιο, αν και εμένα δε μου αρέσουν τα φλου τέλη. Μυρίζει συνέχεια...
(αγορασμένο)
6.β. ...Μου έχει τύχει να βγαίνω με άτομα του άλλου φύλου επί μήνες και να μη συμβεί απολύτως τίποτα, γιατί δε μου έβγαινε κάτι ερωτικό γι' αυτούς και ήμουν μαζεμένη, τυπική κλπ και φυσικά αυτοί το εισέπρατταν και δεν είχαν πάτημα να προχωρήσουν. Έτσι η κατάσταση παρέμενε φλου και ημιτελής!...
7.β. – Θα’ ναι κι η Φούλα;
- Ποια Φούλα;
- Η καστανή, που όλο χαμογελάει.
- Ααα!! Πολύ φλου ρε μαλάκα, τι την σέρνουμε;
- «Εξεύρω τα έργα της, ότι ούτε ψυχρή εί ούτε ζεστή. Είθε να ήτο ψυχρή ή ζεστή. Ούτως, επειδή εί χλιαρή και ούτε ψυχρή ούτε ζεστή, μέλλω να την εξεμέσω εκ του στόματός μου».
- Νταξ. Το ‘λαβα το μήνυμα.
Ο Μπάμπης ο φλου (Παύλος Σιδηρόπουλος)
Μια ιστορία θα σας πω για το Μπάμπη το Μπάμπη τον φλου που του 'λεγες βρε Μπάμπη τι τρέχει εδώ σού 'λεγε φλου, φίλε μου όλα είναι φλου
Πάντα πιωμένος κι άνεργος ήταν ωραίος ο Μπάμπης ο φλου μουρμούραει μόνος και διαρκώς σού 'λεγε φλου, φίλε μου όλα είναι φλου
Πείραζε όποιον του 'ρχότανε χωρίς να το σκεφτεί κι άμα ψιλοβαριότανε άραζε όπου 'βρισκε να λιαστεί
Πείραζε όποιον του 'ρχότανε χωρίς να το σκεφτεί κι άμα ψιλοβαριότανε άραζε όπου 'βρισκε να λιαστεί
Πείραζε τις μελαχρινές ήταν ωραίος, ο Μπάμπης ο φλου τσιμπολογούσε τις ξανθές ήταν ωραίος, ο Μπάμπης ο φλου
Κι όταν τον μπουζουριάζανε ψόφιος κοριός ο Μπάμπης ο φλου κι αν τον πολυρωτάγανε σού 'λεγε φλου, φίλε μου όλα είναι φλου
Πείραζε όποιον του 'ρχότανε χωρίς να το σκεφτεί κι άμα ψιλοβαριότανε άραζε όπου 'βρισκε να λιαστεί

Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αγγλιά που σημαίνει πάτος, με λινκ ή χωρίς. Είναι το αντίθετο του τοπ, οπότε αντιστοίχως σημαίνει:
Τον γκέι που υφίσταται την πρωκτική διείσδυση, τον «παθητικό» γκέι. Στην ελληνική σλανγκ έχει περάσει και ως μποτομιέρα και μποτομιέρα του ελέους. Για να παραφράσω τον Πιλαλί: Την μποτομιέρα μην κατηγοράς, αυτή σου δίνει για να φας.
Αυτόν /-ήν που έχει το «παθητικό» ρολάκι σε ένα σαδομαζοχιστικό παίγνιο.
Στο μπικίνι είναι το κάτω μέρος, που περιβάλλει την πατούρα.
Trivium: Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο αγγλικός όρος topping from the bottom που σημαίνει ότι ο παθητικός ερωμένος ελέγχει την σεξουαλική δραστηριότητα πιο κυριαρχικά από αυτόν που επιτελεί την διείσδυση. Στα σαδομαζοχιστικά παίγνια είναι σχήμα οξύμωρο καθώς μιλάμε για κάποιον που είναι ταυτόχρονα μαζόχας, αλλά θέλει και να κυριαρχεί στο παιχνίδι.
Γράφω ότι είμαι Μπότομ/βερς, γιατί αν γράψω ότι είμαι μόνο Μπότομ, θα με κράξουνε ως παθητικιά τελειωμένη, και το χάσαμε το παιχνίδι. Βασικά είμαι Μπότομ, αλλά δεν έχω ανακαλύψει ότι απόλαυση μπορώ να πάρω και από τους δύο ρόλους!
(προβληματισμός κάπου στο Διαδίκτυο).
Όσον αφορά στη σεξουαλικότητα, δεν είναι μόνο η επιλογή σεξουαλικού συντρόφου (και σίγουρα όχι μόνο με το άν έχει πούτσο ή μουνί ή τίποτα ή και τα δύο ανάμεσα στα πόδια, αν μοιάζει με άντρα ή γυναίκα ή ενδιάμεσο, αν εκφράζει αρρενωπότητα ή θηλυκότητα). Έχει να κάνει με συμπεριφορές όπως «τοπ και μπότομ» (που άλλοτε θεωρείτο ότι αρμόζουν μόνο σε άντρα και γυναίκα αντίστοιχα), bdsm πρακτικές, πολυσυντροφικότητα και πολυγαμικότητα (που παραδοσιακά θεωρούνται 'αποκκλίσεις' από τον υποτιθέμενο σωστό τρόπο να ζεις τη ζωή σου, δηλαδή τη μονογαμία). Όλα αυτά εξετάζονται κάτω από το queer βλέμμα, για να δεις αν είναι αλήθεια ή απλά κοινωνικές κατασκευές.
(εδώ)
Οταν ήμουν πιο νέα και πιο ωραία, πέταγα στη παραλία το τοπ και το μπότομ στο λαιμό! (εδώ)
Got a better definition? Add it!
PSE = Porn Star Experience.
Λέξη από τη διάλεκτο των μπουρδελιάρηδων, που χαρακτηρίζει τις πουτάνες που συμπεριφέρονται ως πορνοστάρ (ό,τι βλέπετε στις τσόντες).
- Φίλε, πήρα τη Λάουρα χθες σπίτι, πολύ special call girl.
- Έλα ρε! χαλαρά και sexy; gfe;
- Όχι τόσο, ήταν πολύ pse κατάσταση. Λες και παίζαμε σε τσόντα!
- Θέλω και εγώ.
Got a better definition? Add it!
GFE = Girl Friend Experience.
Λέξη από τη διάλεκτος των μπουρδελιάρηδων, που χαρακτηρίζει τις πουτάνες που συμπεριφέρονται ως κοπέλες σου (με κουβεντούλα, ρομαντισμό) και έτσι.
- Φίλε, πήρα τη Μόνικα χθες σπίτι, πολύ special call girl.
- Έλα ρε! Σε αποτελείωσε;
- Όχι τόσο, ήταν πολύ gfe κατάσταση. Μου θύμισε την πρώην μου, τη Λίτσα.
- Θέλω και εγώ.
Got a better definition? Add it!
Βρίζω, μαλώνω με άσχημο τρόπο, «ρίχνω σιχτίρια».
Και μόλις με έστειλαν πάλι στο προηγούμενο γραφείο, δεν άντεξα και άρχισα να σιχτιριάζω πολύ άσχημα!
Got a better definition? Add it!
(Και ούντρα, εκ παραφθοράς - βλ. εδώ και εδώ).
Η βοήθεια, η αρωγή, η συμπαράσταση, η διάσωση, η βοήθεια που έρχεται στη δύσκολη στιγμή, ο από μηχανής Θεός, αλλά και το άτομο που βοηθάει, κυρίως στα στοιχειώδη αλλά σημαντικά για την επιβίωση.
Από το UNRRA: United Nations Relief and Rehabilitation Administration, η πιό γνωστή ως συμμαχική η αμερικάνικη βοήθεια.
Διεθνής οργανισμός που ιδρύθηκε το 1943, με αντικειμενικό σκοπό, να βοηθήσει τις πληγείσες χώρες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, με αμφιλεγόμενη όμως αποτελεσματικότητα.
Αν και ακούγεται κατά κανόνα από παλαιότερους, η λέξη έχει επικαιροποιημένη σημασία, λόγω της παρούσας (2010) οικονομικής κατάστασης στην Ελλάδα.
Ήρθες σε ερημικό κάμπινγκ χωρίς φακό, χωρίς πασσαλάκια, χωρίς κινητό και τι περιμένεις; Να περάσει να σου ρίξει η ούνρα;
Η κυρία αυτή είναι γνωστή σαν «ΟΥΝΡΑ», επειδή κάθε πρωί φτιάχνει γάλα για τα παιδάκια της γειτονιάς.
- Δεν υπάρχει κομπιούτερ, προτζέκτορας, ίντερνετ... Και πώς θα γίνει το σεμινάριο;
- Καλά, άμα δε τα 'χεις φέρει από το σπίτι σου, περίμενε την ούνρα.
Got a better definition? Add it!
Λίγο, ελάχιστα, μέτρια, περίπου.
Συνήθως χαρακτηρίζει αξιολογικά την ικανότητα κατανόησης, ομιλίας, ανάγνωσης, γραφής ξένης γλώσσας.
Όρα και τσάτρα πάτρα.
- Το μιλάς το Γερμανικό;
- Τσατ πατ κάτι πιάνω.
Got a better definition? Add it!
Αντιγράφω κάποιο πρόγραμμα, οπτικό δωδ ή ακουστικό δισκίλιο προκειμένου να το αποθηκεύσω στο σκληρό, σε στικάκι, και ταλιμπάν και να το μοιραστώ με τους τσιμπητούς μου.
Εκ του αγγλικού rip, ξεσκίζω.
- Ρίχνω ξεσκόνισμα στη δισκοθήκη με τα cdιά μου να βρώ το κατάλληλο κομμάτι που με εμπνέει, και θα ριπάρω σε 320kbps!
(εδώ)
- Εάν ριπάρουμε ένα cd σε μορφή Flac θα πάρουμε όλες τις πληροφορίες , αλλά με το μισό όγκο. (εκεί)
- Τι να ριπάρω ρε -ο Τζακ δε Ρίπερ είμαι; Έλα από δω με το καλό και θα δούμε μαζί τις ταινίες χομ σίνεμα!
(παρακάτω)
Got a better definition? Add it!
Η προετοιμασία και καθαριότητα του πρωκτού πριν το πρωκτικό σεξ.
Γίνεται με τη χρήση του σωλήνα του τηλεφώνου του μπάνιου χωρίς το τηλέφωνο, ο οποίος τοποθετείται εντός της πρωκτικής χώρας και με καυτό νερό πραγματοποιεί κάτι σαν κλύσμα. Είναι σαφής η σχέση της λέξης με τον κώλο. Προέρχεται δε από τη γαλλική λέξη décoller (= ξεκολλάω / απογειώνομαι) > décollage.
- Τί έκανες τόση ώρα στο μπάνιο;
- Άσε, έκανα ένα ντεκολάζ άλλο πράμα! Πολύ το φχαριστήθηκα!
Βλέπε και γκαζόζα.
Got a better definition? Add it!