Further tags

Παπάκι πενηντάρι μάρκας Honda χρώματος χακί η μπλε αεροπορί που εισήχθηκε κατά χιλιάδες κομμάτια από τη χώρα του ανατέλλοντος ηλίου ως μεταχείρα κατά τα ένδοξα έιτις.

Το συγκεκριμένο μοτόρι έπαιρνε πανεύκολα φτιάξιμο σε εβδομηνταδυάρι και κύριο χαρακτηριστικό του ήταν ότι είχε μονή σέλα και σχάρα στη θέση του υποτιθέμενου συνοδηγού. Όταν όμως πουλιόσαντε στην Πάτρα, ή μάλλον ξεφορτωνόσαντε από το παπόρο, οι συνεργειατζήδες τα μετέτρεπαν σε δίσελα με το αζημίωτο εννοείται.

Τα είδη, εκτός από την διαφορά στο χρώμα ξεχώριζαν σε τρεις μεγάλες κατηγορίες, ήτοι:

1) Με το «λαγουδέ» τιμόνι, όπου τα γκριπ ήταν υπερυψωμένα σε σχέση με το κεντρικό σημείο του τιμονιού που βρισκόταν το κοντέρ.

2) Με «κομμένο ρεζερβουάρ» και την«πρώτη πίσω», όπου το ρεζερβουάρ αποτελούσε ξεχωριστό τμήμα του σκελετού και μπορούσε να αλλαχτεί ξεβιδώνοντας τέσσερις βίδες που το συγκρατούσαν. Το σασμάν επίσης δεν ήταν όπως του «λαγουδέ», που τις είχε «όλες κάτω» αλλά η πρώτη ταχύτητα ήταν προς τα πίσω (Πρώτη - Νεκρά - Δευτέρα - Τρίτη).

3) Με ίσιο τιμόνι και σασμάν σαν του «λαγουδέ», δηλαδή «όλες κάτω». Το είδος αυτό κυκλοφόρησε και σε χρυσίζον χρώμα.

Το ισιοτίμονο και το «λαγουδέ» είχαν αυτοκόλλητο στο ρεζερβουάρ, κάτω από τη σέλα που έγραφε «super cub» (αν διαβαζόντανε από τα χυσίματα των βενζινάδων εκτός, που το κιτρίνιζαν και το κατέστρεφαν).

Αστικοί μύθοι που συνόδευαν τα παπάκια αυτά ήταν αφενός για τα αεροπορί χρώματος ότι τα είχαν τα ταχυδρομεία της Ιαπωνίας και αφεδύο για τα χακί ότι τα είχαν οι βιετκόνγκ στον πόλεμο, εξ ου και το όνομα που τελικά επικράτησε. Για τα χρυσίζοντα ..τουμπεκί.

Σημαντικό προσόν αυτών των μοτοσακών ήταν η χαμηλή τιμή τους σε σχέση με τα αντίστοιχα κόκκινα, λαχανί και μπλε της αντιπροσωπείας.

- Με γεια ρε την πάπια!
- 'Στω, αλλά με τα φράγκα που είχα μόνο βιετκόνγκ έπαιρνα!

Κιτ για εβδομηνταδυάρι. (από perkins, 04/06/10)Σαν βιετκονγκ,δεν εισήχθη ποτέ ... (από perkins, 04/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γνωστό μας (Facebook). Τελευταία είναι πολύ της μόδας.

- Καλά ρε λακαμά, έχεις γαμηθεί να τραβάς φωτό την σκατόφατσά σου! Μοντέλος την είδες;
- Όχι ρε, είναι για το φουμπού να τις βάλω, δεν έχω πολλές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πάρτυ στο οποίο είναι έντονη, τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά, η παρουσία του γυναικείου φύλου.

-Τι έλεγε χθες το πάρτυ της Μαρίας;
-Άστα να πάνε... Φουλ μουν πάρτυ! Όπου και να κοίταζες, βυζί και κώλος...

φουλ μουν (από GATZMAN, 06/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πρωτοάκουσα να χρησιμοποιείται συστηματικά από πατρινούς τύπους που λιώνουν στις ντότες και το γουώου (and when i say WoW, i mean WoW).

Υφίστανται αυτού*, λοιπόν, παλληκάρια τινά επαγγελόμενα φάρμερ που παράγουν κρηπς (creeps), και τα οποία βαφτίσθησαν υπό τινων ούμπερ-φάρμερ κ πλέον φημολογείται ότι φαρμάρουν κρηπάκια.

Από κει το καθιερώσανε και το επεκτείνανε, όπως στα παραδείγματα.

Γενικότερα, παίζει από γερμανομαθείς, δευτεροπαγκοσμιόπληκτους και φίλους αυτών, προέρχεται από το γερμανικό über και χρησιμοποιείται αντί του σούπερ και όπως αυτό (που όπως και να το κάνουμε δε βρωμάει και βαρβατίλα) για να δηλώσει κάτι το τζιτζί, το υπεράνω όλων η Καλιφόρνια.

Πιθανό παράγωγο: ουμπεριά.

*εκεί/εδώ στα λευκαδίτικα.

Ασσίστ: μεσούλα-δαχτυλίδι, αντουάν.

  1. - Πάω ούμπερ-μάρκετ, δεν έχω γάλα.
    - Πιάσε κι ένα κουτί καπότες, μάγκο.

  2. - Τι είπε χτες;
    - Ουμπεριά. Λιώσαμε στις μπύρες και στη μαλακία.

  3. - Ανακάλυψα ένα συγκροτηματάκι, πολύ ούμπερ σου λέω.
    - Για πε ρε ψαγμένε.

(από jesus, 15/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελήφθη. To 'πιασα. Ακούει.

- Άλλαξαν τα σχέδια για το βράδυ, άκυρο το έξω, θα μαζευτούμε στου Γκιμπ για pro.
- Ρότζερ.

(από Vrastaman, 08/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξελληνισμένη εκδοχή του motherfucker που, ωστόσο, δεν έχει καμία σχέση με οιδιπόδεια συμπλέγματα.

Οι νέγροι των ΗΠΑ (δούλοι και απελεύθεροι) συχνά απέδιδαν στους λευκούς την προσωνυμία μαδαφάκα, εννοώντας ότι οι «αφέντες» βίαζαν τις μανάδες τους. Κατ' επέκταση, επιστάτησε για όποιον πήδαγε τη μάνα κάποιου γενικότερα. Η βρισιά αυτή διαδόθηκε κατά τον Β' Παγκόσμιο.

Στα ελληνικά αποδίδεται και ως «μανογαμιάς» και άλλα παρεμφερή παράγωγα.

Δεν έχει το Θεό του, ο άτιμος ο μαδαφάκας! Πηδάει μέχρι και τη μάνα του κολλητού του!

Και η εκγαλλισμένη κουλτουριάρικη εκδοχή (από Khan, 13/08/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνικό επιφώνημα θαυμασμού, συνήθως για την εμφάνιση μίας γυναίκας.

Για να πετύχει πρέπει πρώτα το επιφώνημα να αρχίσει με ένα μακρόσυρτο «Πσσσσσσς» (όπως λέμε «Πσσσσς σκίζεις»), και μετά να ακολουθεί ένα «Ω-λα-λααά» όπως λέμε «Ω λαλααά, τη γκόμενα είσαι εσύ!!»

  1. - Σου αρέσει αυτό το φόρεμα;;
    - Πσσσσσς ω-λαλααά είναι πολύ ωραίο!

  2. - Πως σου φαίνομαι για απόψε;
    - Πσσσσσς ω-λαλααά φοβερή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιφρονητικός χαρακτηρισμός για τα «ανθρωπάκια» εκείνα των οποίων η ζωή φαντάζει αναλώσιμη. Αυτονομήθηκε από το κλασικό ρατσιστικό ανέκδοτο των ογδόνταζ (παράδειγμα 1) και έχει παρεισφρήσει στην καθομιλουμένη με την έννοια του άδικου θύματος (παράδειγμα 2).

Χρησιμοποιείται επίσης με ιδιαίτερη κακεντρέχεια, τόσο από την ρατσιστική άκρα δεξιά αναφορικά με αλλοδαπούς (παράδειγμα 3), όσο και από τους τρομοκράτορες της άκρας αριστεράς αναφορικά με τους δολοφονικούς τους στόχους (παράδειγμα 4).

  1. Τρεις κυνηγοί συναντώνται ύστερα από πολύωρο κυνήγι. - Επιασα δέκα πέρδικες, λέει ο ένας κυνηγός. - Επιασα πέντε λαγούς, λέει ο άλλος. - Επιασα τρία νομιστεράκια, λέει με καμάρι ο τρίτος. - Και τι είναι τα νομιστεράκια; τον ρωτούν. - Νομιστεράκια είναι κάτι μαύρα ζώα που, όταν τα πλησιάζεις, σηκώνουν τα μπροστινά πόδια και φωνάζουν νο - μίστερ, νο - μίστερ»
    (εδώ)

  2. Το θέμα είναι να βρούμε όλοι το χώρο μας στο δρόμο και όχι να καταλήξουμε νομιστεράκια για τα μηχανοκίνητα. Ο σκοπός δεν είναι η διαμάχη αλλά η χρήση του ποδηλατόδρομου από ποδήλατα.
    (εκεί)

  3. Μολις ξεκινήσει η επανάσταση θα εκτελεστούν όλοι οι ανθέλληνες και τα νομιστεράκια θα σταλούν από κει που ήρθαν.
    (σε κάποιον υπόνομο)

  4. Παρασκευή 15/2/91. Στις 12.15 στην Τσιμισκή και Καρόλου Ντηλ. ΥΥΒ 8430 κρεμ. Μάλλον Ντότζ αλλά μοντέλο που δεν έχω ξαναδεί. Λεωφορειάκι. Μέσα είχε διάσπαρτα 6-7 Νομιστεράκια.
    (από το αρχείο της 17Ν)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το όργανο του διαβόλου, το γνωρίσαμε στο «Μουντιάλ 2010 Νότιος Αφρική» ©, αν και έχω την υποψία ότι το ίδιο όργανο είναι που κάνει όλη τη φασαρία και στα γήπεδα της Ισπανίας.

Οι Αφρικανοί φίλοι μας, λαός γεννημένος με τη μουσική στο DNA του, παίζουν τις βουβουζέλες τους και χορεύουν στις κερκίδες των γηπέδων. Συμπεριφορά άκρως αντι-ποδοσφαιρική και αντι-οπαδική. Πού είναι τα καπνογόνα και οι δυναμίτες που φτιάχνουν αυτή την καταπληκτική ατμόσφαιρα στα Ελληνικά γήπεδα!

Η βουβουζέλα λοιπόν είναι ένα «όργανο» που στο σχήμα μοιάζει με την τρομπέτα που έχουμε στο καρναβάλι και κάνουμε φασαρία αλλά 5-6 φορές σε μέγεθος (βλέπε εικόνες) και κάνει 5-6 φορές την φασαρία που κάνουν οι «σφυρίχτρες» του καρναβαλιού.

Ο ήχος που προκαλείται είναι εκκωφαντικός, μονότονος σπαστικός και καλύπτει ακόμη και τον ήχο από πολυβόλο 50άρι σε κατά ριπάς βολή. Ιδιαίτερα όταν τον ακούς επί 90 λεπτά οι επιπτώσεις είναι εγκεφαλική αιμορραγία και κώφωσης.

Θα μπορούσε να συγκριθεί με συναγερμό που χτυπάει ακριβώς δίπλα σου αδιάκοπα και ο ιδιοκτήτης του τον αγνοεί επί 90λεπτο.

Αν και οι γνώμες διίστανται για την ετυμολογία της λέξης, στην γλώσσα των Ζουλού βουβουζέλα σημαίνει «κἀνω ήχο βου-βου».

- Οι οπαδοί της Αγγλίας κατάφεραν για λίγο με τις φωνές τους να καλύψουν τον ήχο από τις βουμουζέλες αλλά η φασαρία συνεχίζεται...
- Ας ελπίσουμε κάποια στιγμή να κουραστούν να φυσάνε και να σταματήσουν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραπέμπει στο ζαμπόν, όταν μιλάμε για κυριλέ πρεζάκια.

Τον είδες τον μαλάκα; Πάλι λε μπον ήταν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified