Further tags

Από το αγγλικό Excitement: ουσ. διέγερση, έξαψη.

Στην Ελληνική το «εξιτάρω» χρησιμοποιείται κυρίως με την έννοια του «προκαλώ», δημιουργώ έξαψη, αναστάτωση, αναταραχή.

  • Προκαλώ πνευματικό ερεθισμό, πυροδοτώ προκλητικές σκέψεις, λειτουργώ καταλυτικά σε βιοχημικές αντιδράσεις μεταξύ κρίσιμων εγκεφαλικών νευρώνων, κάνω τον άλλο να στροφάρει σε υψηλότερες συχνότητες από τις συνήθεις και τις σκέψεις να τρέχουν σε τρελά μονοπάτια.
  • Ερεθίζω την φαντασία κάποιου (συμπληρωματικά με το προηγούμενο), του προκαλώ ξεχωριστούς συνειρμούς και φαντασιώσεις.
  • Προκαλώ σεξουαλικό ερεθισμό, ενδεχομένως ως επακόλουθο της προαναφερθείσας πνευματικής διέγερσης – αλλά όχι απαραίτητα.

Γενικώς, προκαλώ έντονη συγκίνηση σε κάποιον.

Επιρρεπείς στο εξιτάρισμα (εδώ κολλάει το εξιτάρομαι του λήμματος): αυτοί που γουστάρουν το εγκεφαλικό bungee jumping, το jumping γενικώς και τις καταστάσεις που προκαλούν ταχυπαλμίες και ανέβασμα της αδρεναλίνης.

Ασίστ: Hank από το ΔΠ.

Εδώ:
Απ' όσο ξέρω, σε ανάλογες περιπτώσεις, τα τινά που μπορεί να συμβαίνουν ώστε να πάρει τόσο πολύ προσωπικά κάποιος το σχόλιο για κάποιον τρίτο είναι: ...Να είναι ερωτευμένος με το τρίτο αυτό πρόσωπο. Μήπως κατά βάθος αυτό το στυλ του μελαμψού αξύριστου σε εξιτάρει;
(σ.ς. Πάει να της την πει τώρα, στάνταρ πρόκειται για ξανθό ξυρισμένο που, ή έχει φάει, ή το πάει φιρί φιρί να φάει χυλόπιτα).

Εδώ:
Τα δίμετρα μοντέλα δεν μου λένε τίποτα. Σε αντρική βερσιόν. Μπορεί να μου πει πολλά όμως ένας μέτριος που σπιθίζει το βλέμμα του και μ' εξιτάρει τρελά το τσερβέλο του!
(σ.ς. Έεετσι!).

Εδώ:
Εχει στιλ, ιδανικό μέγεθος και πλούσιες καμπύλες. Επιμένει στο κλασικό άσπρο-μαύρο και δέχεται αδιαμαρτύρητα να την… κλωτσάνε. Η αλλοπρόσαλλη και βιτσιόζικη συμπεριφορά της εξιτάρει τόσο πολύ τα αρσενικά, ώστε της έχουν προσδώσει το χαρακτηρισμό «θεά». Όχι, δεν μιλάμε για το ιδανικό θηλυκό αλλά για την μπάλα. (σ.ς. Έλα, κάντε μας την χάρη τώρα...).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο όρος προέρχεται απο τους μηχανοκίνητους αγώνες αντοχής στη Γαλλία γνωστούς και ως Bol d'Or.

Στην Ελλάδα το λέμε για ογκώδεις μηχανές μεγάλου κυβισμού, που κύριο χαρακτηριστικό τους είναι ότι δεν έχουν fering (=προστατευτικό φτερό μηχανής για την κατακράτηση των λαδιών του κινητήρα, όπως επίσης και για καλύτερη αεροδυναμική)…

...και κάνουν και «βρουμ βρουμ».

-Πω ρε μαλάκα κοίτα ενα μπολντόρι..!
-Τι μπολντόρι ρε παπάρα! Γουρούνα είναι αυτό! Έμαθες μια μαλακία και τη λες συνέχεια!

(από Don_Kilotis, 22/03/09)(από Don_Kilotis, 22/03/09)(από ο αυτοκτονημενος, 22/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

γκαντεμιά, η : κακοτυχία, γκίνια, γρουσουζιά, δυσμενής εξέλιξη των πραγμάτων.

Δείτε τους νόμους του Μέρφυ για εμβάθυνση στο τι εστί γκαντεμιά!

Προέρχεται από την αραβική λέξη «καλή τύχη!» που έδωσε το τουρ. kademsiz, αυτός που δεν έχει καλή τύχη, ο γκαντέμης.

Χρησιμοποιείται κυρίως να δηλώσει μικρής σημασίας άτυχα περιστατικά που συμβαίνουν στον ομιλητή ή για να δικαιολογηθεί για την ανικανότητα (δεν προετοιμάστηκε κατάλληλα) να φέρει θετική εξέλιξη σε ένα θέμα τωρινό ή του πρόσφατου παρελθόντος.

Βέβαια λέγεται και με την έννοια της γρουσουζιάς (= οτιδήποτε θεωρείται ότι προκαλεί κακοτυχία).

Αντίθετα: η καλή τύχη, γούρι, ρέντα, κωλοφαρδία. Σημείωση: η κωλοφαρδία είναι μόνο για αυτόν που την έχει, για τους γύρω του μπορεί να προκαλέσει κακοτυχία! (π.χ. Γκαστόνε και Ντόναλντ από τα κόμικ).

Λέξη ευρέως χρησιμοποιούμενη, αλλά προσοχή! Μην πέσετε στο λούκι της! Είναι κολλητική :)

1.Πω, πω γκαντεμιά σήμερα. Πολύ κίνηση, ούτε να παρκάρω κοντά βρήκα και με έβαλε και πόστα το αφεντικό, μου έφτιαξαν τη μέρα! (=κακοτυχία)

2.Έσπασε η γκαντεμιά, επιτέλους η ομάδα κέρδισε μετά από τέσσερις σερί ήττες. (=κακοτυχία και ανικανότητα μαζί)

  1. Η γκαντεμιά πάει σύννεφο, τα χάλασα με τη Μαίρη δεν βρίσκω σπίτι και η Καιτούλα φεύγει για αλλού. Γκαντέμης είμαι; (=αν δεν πάρεις την κατάσταση στα χέρια σου, ναι!)

4.Είναι γκαντεμιά, αν σπάσει ο καθρέπτης. (=γρουσουζιά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δόγκας, από το Dogas, που σημαίνει Δούκας στα Ιταλικά

Ρίζα είναι η «Δόγα»: η κάθε κυρτή σανίδα βαρελιού (ιταλικό) doga.

Οι Δούκες, ιστορικά, έλεγχαν τα δουκάτα, περιοχές με αμπέλια και φόρος ήταν τα βαρέλια με το κρασί, από εκεί και το Dogas = Δόγκας ελληνιστί.

Il doga di Venezia e il suo vino.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκύπτει εκ της αγγλικής λέξης lock (κλειδώνω).

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η χρήση του όρου χρησιμοποιείται με την έννοια: εντοπίζω κάποιο πρόσωπο ή αντικείμενο, εστιάζοντας και επικεντρώνοντας την επαφή μου σ' αυτό. Κλειδώνω δηλαδή την προσοχή μου πάνω του.

Ανεξαρτήτως αν κινείται ή δεν κινείται, δεν το χάνω απ' τα μάτια μου.
Γι' αυτό το παρακολουθώ, είτε με το βλέμμα, είτε ακολουθώντας το.

Πέρα από τη γενική χρήση του όρου σε συνθήκες καθημερινότητας, ο όρος έχει ευρεία χρήση στην αεροπορία όπου, π.χ, ένα βομβαρδιστικό αεροπλάνο πριν βομβαρδίσει ένα άλλο, αφού το εντοπίσει, το ακολουθεί μένοντας επικεντρωμένο πάνω του, μέχρις ότου προκύψει το κατάλληλο timing για να υλοποιήσει την αποστολή του (βομβαρδισμός).

  1. ...νηφαλιότητα, εποπτεία του χώρου... εντοπίζω τον στόχο, λοκάρω και εφορμώ (διακριτικά πάντα).

Κατάσταση καμακώματος.
Δες

  1. Είχα κάτσει στο καφέ περιμένοντας την αρραβωνιαστικιά μου τη Λίτσα. Στο μεταξύ λόκαρα τη σερβιτόρα. Είχα κολλήσει τα μάτια μου πάνω της και έτσι δεν πρόσεξα τη Λίτσα που μπαίνοντας λόκαρε στη φάση. Τι αν σου λέω; Με πλησίασε και μου 'ριξε μια σφαλιάρα... μα μια σφαλιάρα... Ασ' τα... Είδα τον ουρανό σφοντύλι.

  2. Το βομβαρδιστικό αεροπλάνο, λόκαρε συνέχεια τον στόχο του, μέχρι που ήρθε σε ενδεδειγμένη θέση βολής.

(από GATZMAN, 24/03/09)(από nick, 24/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χεμ κρεμ - Χεμ σαβόν!: Αντίστοιχα από τη σερβική τηλεόραση, η γεμάτη υπονοούμενο διαφήμιση του Wash & Go: Χεμ κρεμ - Χεμ σαβόν!

- Η γκόμενα Μήτσο είναι α' διαλογή σου λέω... κι έχει και γκαρσονιερικό έξτρα στου Παπάγου!
- Χμμ... χεμ κρεμ- χεμ σαβόν που λένε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τηλεορασόπληκτος. Ο αποβλακωμένος τηλεθεατής. Ο τηλεφάπας. Ο τηλεκαρπαζοεισπράκτορας. Λέγεται και τηλεμαστούρης.

Από το πρόθεμα τηλε- και την αγγλική λέξη junkie= εθισμένος, πρεζάκιας.

Η Μαρία είναι τηλετζάνκι. Για να βγεις ραντεβού μαζί της, πρέπει να έχει ποδόσφαιρο στα μισά κανάλια και μπάσκετ στα υπόλοιπα.

Τελειωμένος... (pop art) (από Marco De Sade, 25/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από τον τιραμισουρεαλισμό, το μπλε δηλώνει επίσης:

  • Την φάση όπου κάποιος έχει πάρει πολλά Βιάγκρα, επειδή υποτίθεται ότι μια από τις παρενέργειες, αν πάρεις πολλά, είναι να τα βλέπεις όλα μπλε. (Σ.ς.: Δεν ξέρω, δεν τα έχω ανάγκη). Γενικά, μπλε είναι η Βιαγκρο-νιρβάνα, Βιαγκρο-μαστούρα. Βλ. και έκφραση «τα βλέπω όλα μπλε».

  • Αγγλιά για την μελαγχολία. Από τα blues, blue mood, κ.τ.λ.

Τα είδε όλα μπλε με την Καυλάουρα ο Επαμεινώνδας. Θεός σχωρέστονε! Και τού 'λεγα: «Δεν είναι κουφέτα τα Βιάγκρα, Νώντα μου!». Δεν μ' άκουγε ο μακαρίτης!

Σχετικό: μπλε περίοδος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγγλιά για το γαμήσι. Βλ. και gangbang.

Έπαιξε τρελή φάση gang-bang και παιχνίδια με δονητάρια.

Got a better definition? Add it!

Published

Αγγλιά: Το γαμήσι (μπανγκ / bang) από ομάδα ή συμμορία, αγγλιστί gang. Το ομαδικό σεξ, αλλά πιο πολύ λέγεται όταν πολλοί γαμάνε έναν / μίαν, όπως λ.χ. στις τσιμπουκοδρομίες.

Σλάνγκος παίκτωρ πουλακίου:- Άσε, βλέπαμε χτες την Ρίτα Φαλτογιάνο να κάνει τσιμπουκοδρομίες!
Σλανγκαρχίδης φίλος: - Το γκανγκ μπανγκ είναι στο λήμμα ρέεεεει!
Σλάνγκος: - Εντάξει έκανε και γκανγκ μπανγκ η Ριτούλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified