Μεταφορά στην ελληνική του αγγλικού gaybourhood, δηλαδή της gay-friendly γειτονιάς (gay-friendly neighbourhood).
Στις αρχές των '70ς, ο Χάρβει Μιλκ μετακόμισε στην μεγαλύτερη γκεϊτονιά του Σαν Φρανσίσκο.
Μεταφορά στην ελληνική του αγγλικού gaybourhood, δηλαδή της gay-friendly γειτονιάς (gay-friendly neighbourhood).
Στις αρχές των '70ς, ο Χάρβει Μιλκ μετακόμισε στην μεγαλύτερη γκεϊτονιά του Σαν Φρανσίσκο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αγγλιά: Το γαμήσι (μπανγκ / bang) από ομάδα ή συμμορία, αγγλιστί gang. Το ομαδικό σεξ, αλλά πιο πολύ λέγεται όταν πολλοί γαμάνε έναν / μίαν, όπως λ.χ. στις τσιμπουκοδρομίες.
Σλάνγκος παίκτωρ πουλακίου:- Άσε, βλέπαμε χτες την Ρίτα Φαλτογιάνο να κάνει τσιμπουκοδρομίες!
Σλανγκαρχίδης φίλος: - Το γκανγκ μπανγκ είναι στο λήμμα ρέεεεει!
Σλάνγκος: - Εντάξει έκανε και γκανγκ μπανγκ η Ριτούλα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αγγλιά για το γαμήσι. Βλ. και gangbang.
Έπαιξε τρελή φάση gang-bang και παιχνίδια με δονητάρια.
Got a better definition? Add it!
Published
Εκτός από τον τιραμισουρεαλισμό, το μπλε δηλώνει επίσης:
Την φάση όπου κάποιος έχει πάρει πολλά Βιάγκρα, επειδή υποτίθεται ότι μια από τις παρενέργειες, αν πάρεις πολλά, είναι να τα βλέπεις όλα μπλε. (Σ.ς.: Δεν ξέρω, δεν τα έχω ανάγκη). Γενικά, μπλε είναι η Βιαγκρο-νιρβάνα, Βιαγκρο-μαστούρα. Βλ. και έκφραση «τα βλέπω όλα μπλε».
Αγγλιά για την μελαγχολία. Από τα blues, blue mood, κ.τ.λ.
Τα είδε όλα μπλε με την Καυλάουρα ο Επαμεινώνδας. Θεός σχωρέστονε! Και τού 'λεγα: «Δεν είναι κουφέτα τα Βιάγκρα, Νώντα μου!». Δεν μ' άκουγε ο μακαρίτης!
Σχετικό: μπλε περίοδος
Got a better definition? Add it!
Ο τηλεορασόπληκτος. Ο αποβλακωμένος τηλεθεατής. Ο τηλεφάπας. Ο τηλεκαρπαζοεισπράκτορας. Λέγεται και τηλεμαστούρης.
Από το πρόθεμα τηλε- και την αγγλική λέξη junkie= εθισμένος, πρεζάκιας.
Η Μαρία είναι τηλετζάνκι. Για να βγεις ραντεβού μαζί της, πρέπει να έχει ποδόσφαιρο στα μισά κανάλια και μπάσκετ στα υπόλοιπα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χεμ κρεμ - Χεμ σαβόν!: Αντίστοιχα από τη σερβική τηλεόραση, η γεμάτη υπονοούμενο διαφήμιση του Wash & Go: Χεμ κρεμ - Χεμ σαβόν!
- Η γκόμενα Μήτσο είναι α' διαλογή σου λέω... κι έχει και γκαρσονιερικό έξτρα στου Παπάγου!
- Χμμ... χεμ κρεμ- χεμ σαβόν που λένε...
Got a better definition? Add it!
Προκύπτει εκ της αγγλικής λέξης lock (κλειδώνω).
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η χρήση του όρου χρησιμοποιείται με την έννοια: εντοπίζω κάποιο πρόσωπο ή αντικείμενο, εστιάζοντας και επικεντρώνοντας την επαφή μου σ' αυτό. Κλειδώνω δηλαδή την προσοχή μου πάνω του.
Ανεξαρτήτως αν κινείται ή δεν κινείται, δεν το χάνω απ' τα μάτια μου.
Γι' αυτό το παρακολουθώ, είτε με το βλέμμα, είτε ακολουθώντας το.
Πέρα από τη γενική χρήση του όρου σε συνθήκες καθημερινότητας, ο όρος έχει ευρεία χρήση στην αεροπορία όπου, π.χ, ένα βομβαρδιστικό αεροπλάνο πριν βομβαρδίσει ένα άλλο, αφού το εντοπίσει, το ακολουθεί μένοντας επικεντρωμένο πάνω του, μέχρις ότου προκύψει το κατάλληλο timing για να υλοποιήσει την αποστολή του (βομβαρδισμός).
Κατάσταση καμακώματος.
Δες
Είχα κάτσει στο καφέ περιμένοντας την αρραβωνιαστικιά μου τη Λίτσα. Στο μεταξύ λόκαρα τη σερβιτόρα. Είχα κολλήσει τα μάτια μου πάνω της και έτσι δεν πρόσεξα τη Λίτσα που μπαίνοντας λόκαρε στη φάση. Τι αν σου λέω; Με πλησίασε και μου 'ριξε μια σφαλιάρα... μα μια σφαλιάρα... Ασ' τα... Είδα τον ουρανό σφοντύλι.
Το βομβαρδιστικό αεροπλάνο, λόκαρε συνέχεια τον στόχο του, μέχρι που ήρθε σε ενδεδειγμένη θέση βολής.
Got a better definition? Add it!
Δόγκας, από το Dogas, που σημαίνει Δούκας στα Ιταλικά
Ρίζα είναι η «Δόγα»: η κάθε κυρτή σανίδα βαρελιού (ιταλικό) doga.
Οι Δούκες, ιστορικά, έλεγχαν τα δουκάτα, περιοχές με αμπέλια και φόρος ήταν τα βαρέλια με το κρασί, από εκεί και το Dogas = Δόγκας ελληνιστί.
Il doga di Venezia e il suo vino.
Got a better definition? Add it!
γκαντεμιά, η : κακοτυχία, γκίνια, γρουσουζιά, δυσμενής εξέλιξη των πραγμάτων.
Δείτε τους νόμους του Μέρφυ για εμβάθυνση στο τι εστί γκαντεμιά!
Προέρχεται από την αραβική λέξη «καλή τύχη!» που έδωσε το τουρ. kademsiz, αυτός που δεν έχει καλή τύχη, ο γκαντέμης.
Χρησιμοποιείται κυρίως να δηλώσει μικρής σημασίας άτυχα περιστατικά που συμβαίνουν στον ομιλητή ή για να δικαιολογηθεί για την ανικανότητα (δεν προετοιμάστηκε κατάλληλα) να φέρει θετική εξέλιξη σε ένα θέμα τωρινό ή του πρόσφατου παρελθόντος.
Βέβαια λέγεται και με την έννοια της γρουσουζιάς (= οτιδήποτε θεωρείται ότι προκαλεί κακοτυχία).
Αντίθετα: η καλή τύχη, γούρι, ρέντα, κωλοφαρδία. Σημείωση: η κωλοφαρδία είναι μόνο για αυτόν που την έχει, για τους γύρω του μπορεί να προκαλέσει κακοτυχία! (π.χ. Γκαστόνε και Ντόναλντ από τα κόμικ).
Λέξη ευρέως χρησιμοποιούμενη, αλλά προσοχή! Μην πέσετε στο λούκι της! Είναι κολλητική :)
1.Πω, πω γκαντεμιά σήμερα. Πολύ κίνηση, ούτε να παρκάρω κοντά βρήκα και με έβαλε και πόστα το αφεντικό, μου έφτιαξαν τη μέρα! (=κακοτυχία)
2.Έσπασε η γκαντεμιά, επιτέλους η ομάδα κέρδισε μετά από τέσσερις σερί ήττες. (=κακοτυχία και ανικανότητα μαζί)
4.Είναι γκαντεμιά, αν σπάσει ο καθρέπτης. (=γρουσουζιά)
Σχετικά λήμματα: γκαντεμάιστερ, κατσικοπόδαρος, γκαντεμιάζω, γκαντεμόσαυρος, ο, γκαντεμοτύχη, εθνικός γκαντέμης
Got a better definition? Add it!
Ο όρος προέρχεται απο τους μηχανοκίνητους αγώνες αντοχής στη Γαλλία γνωστούς και ως Bol d'Or.
Στην Ελλάδα το λέμε για ογκώδεις μηχανές μεγάλου κυβισμού, που κύριο χαρακτηριστικό τους είναι ότι δεν έχουν fering (=προστατευτικό φτερό μηχανής για την κατακράτηση των λαδιών του κινητήρα, όπως επίσης και για καλύτερη αεροδυναμική)…
...και κάνουν και «βρουμ βρουμ».
-Πω ρε μαλάκα κοίτα ενα μπολντόρι..!
-Τι μπολντόρι ρε παπάρα! Γουρούνα είναι αυτό! Έμαθες μια μαλακία και τη λες συνέχεια!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified