Selected tags

Further tags

Αυτός που είναι χαμηλής νοημοσύνης, κοινώς χαζός, και το χρησιμοποιούμε σε αυτούς που λένε βλακείες ή περπατάνε στα χαμένα σαν να βρίσκονται σε ύπνωση.

  1. - Δες πώς πάει αυτός ο πίγκας...!

  2. - Πω, τι πίγκας είναι αυτός...!

  3. - Σταμάτα ρε πίγκα, όλο βλακείες λες...!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζερσερής, σερσέμης, ανισόρροπος, χαζούλης.

Πάλι δεν κατάλαβε τι τού είπα, ο ζεβζέκης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται όταν κάποιος έχει κάνει / πει κάτι βλακώδες, συνήθως συνδέεται με την «μαλακία στον εγκέφαλο».

- Ρε τι κάνουν αυτοί στο jackass; Πάνε καλά;
- Άσε, τα παλικάρια έχουν κάψει φλάντζα...

Βλ. και φλατζοκαμμένος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται στα games, κυρίως στα online. Πρόκειται για τον εξαιρετικό noob, δηλαδή ανίκανο, ανήμπορο συνήθως χαζό και εντελώς αστοιχείωτο στο να παίξει ένα συγκεκριμένο παιχνίδι...

Μπορεί να βρεθεί και ως νουμποφιντέρι, νούμπακλας, τριπλός αυτιστικός νουμπάς ή νουμπομπετόβλακας.

  1. - ΤΙ κάνεις ρε τριπλονούμπακλαααα!!!! Μόλνιρ στο huskar?!!!!??! (DOTA online game)

  2. - Παράτα το CS, είσαι αστοιχείωτος τριπλονούμπακλας!!!!!!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αρχηγός των γουδιών. Ο μεγάλος μαλάκας. Χρησιμοποιείται και ως γουδάρχης αλλά σε πιο επίσημο λόγο.

-Καλά, πιστεύεις τον Ρουσσάκη; Αυτός ειναι μεγάααλος γούδαρχος.
Μια φορά μου είχε πει ότι τα είχε με μια Pamela!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και χοντρός και αμπλαούμπλας και στόκος. Οπωσδήποτε βλέμμα μοσχαρίσιο απλανές.

Αν και η λέξη είναι αρσενικού γένους, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για γυναίκες εφόσον πληρούν τις ανωτέρω προϋποθέσεις.

Ιδιαίτερα απαξιωτικός χαρακτηρισμός. Τον κάνει ιδιαίτερα βαρύ η παρουσία του συμφωνικού συμπλέγματος -γλ- το οποίο είναι ιατρικώς τεκμηριωμένο ότι μπορεί να προκαλέσει ανεξέλεγκτα αισθήματα βαθύτατης αηδίας π.χ. γλίτσα και γλιάμπουρας

Σχετικά λήμματα: τα ζώα μου αργά, χαϊβάνι

- Άσ' τονε τον βόιδαγλα ... χάνεις τα λόγια σου ... ένα όρθιο, τελειωμένο ζώο είναι.

(από poniroskylo, 08/05/08)(από poniroskylo, 08/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τα εταιρικά χαρακτηριστικά Ε.Π.Ε.. Αναφέρεται στον άνθρωπο που έχει περιορισμένη διανοητική ανάπτυξη, στον ηλίθιο. Είναι ένας τίτλος που συνοδεύει πολλές φορές τις ξανθές. Ο όρος πρωτολανσαρίστηκε από τον Σεφερλή.

- Πω πω, τι καλλονή είναι αυτή, ε;
- Για την ξανθιά λες;
- Ναι.
- Μίλα λίγο μαζί της. Η κοπελιά είναι περιορισμένης ευθύνης. Άι κιου ραδικιού. Ακατοίκητο.

Σχετικό: Α.Π.Ε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται και ως συνώνυμο του μαλάκας.

Εκ της γνωστής ατάκας του Χ. Κλυνν «δεν μας χέζεις ρε Νταλάρα!»

Τί είπε πάλι ο νταλάρας!

(από Khan, 19/03/15)

Δες και νταλαροειδές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ποιητής θέλει να πει: «Κόψε την πρωινή μαλακία». Η ατάκα αυτή έχει νόημα να λέγεται πρωινές ώρες. Πίσω από τα λόγια του ποιητή υπάρχει η θεώρηση μεταξύ της συσχέτισης της πεοκρουσίας και της αποδιοργάνωσης του νοητικού κέντρου ελέγχου, με αποτέλεσμα η κυριολεκτική παραγωγή μαλακίας να μπορεί να οδηγήσει τόσο σε λεκτική μαλακία, όσο και σε άλλες μαλακισμένες πρακτικές.

Κάποιο πρωί σε ένα στρατόπεδο: Ο μονιμάς λοχίας έχει δώσει εντολή σε νεοσυλλέκτους να εκτελέσουν κάποιες συγκεκριμένες ασκήσεις ακριβείας, ασκήσεις που τις εκτελούσαν καλά την προηγούμενη αλλά τώρα η επίδοση τους είναι πολύ κάτω του μετρίου. - Τι μαλακίες κάνετε ρε γκάβακες; Κόφτε επιτέλους την πρωινή. Φαίνεται καθαρά πως σας πειράζει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified