Further tags

Αρχικά, τα χύμα τσιγάρα που κυκλοφορούσαν στην περίοδο της Κατοχής. Ήταν πολύ βαριά, σέρτικα. Είχαν καπνό κακής ποιότητας - συχνά έβρισκες μέσα τσαλιά και κοτσάνια - και γι' αυτό ήταν και πολύ φτηνά.

Λόγω ελλείψεων και φτώχειας, στην Κατοχή τα περίπτερα άρχισαν για πρώτη φορά να πουλάνε τσιγάρα χύμα. Έπαιρναν συσκευασίες των 100 τσιγάρων (κυλινδρικές), τις έσπαγαν και πουλούσαν τα τσιγάρα δέκα-δέκα ή και πέντε-πέντε. Ο χαρακτηρισμός στούκας παραπέμπει στα Γερμανικά βομβαρδιστικά καθέτου εφορμήσεως (Sturzkampfflugzeug) Junker-87 και, σύμφωνα με μια εκδοχή, οι καπνιστές έκαναν τον συσχετισμό γιατί τα τσιγάρα αυτά, από άποψη ποιότητας και μυρωδιάς, θύμιζαν μπαρούτι.

Αν και χύμα, τα στούκας δεν ήταν ανώνυμα. Λέγεται ότι η πρώτη μάρκα που κυκλοφόρησε στην Κατοχή στη συσκευασία των 100 με σκοπό την χύμα διανομή ήταν το 3αρι του Παπαστράτου. Στούκας συνέχισαν να κυκλοφορούν και μεταπολεμικά, μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του '60, και δημοφιλέστερο ήταν το ΕΘΝΟΣ Εξαιρετικά του Κεράνη. Και το 3αρι και το ΕΘΝΟΣ υπήρχαν και σε πακέτο, αλλά χύμα ήταν πιο φτηνά και τα προτιμούσαν άφραγκοι παππούδες και μαθητές. Για τους μαθητές ειδικά, τα χύμα τσιγάρα τους έλυναν και το πρόβλημα πού να κρύψουν το πακέτο όταν γυρνούσαν σπίτι.

Ο όρος έχει επιβιώσει μέχρι σήμερα. Χρησιμοποιείται, κυρίως ειρωνικά, ασχέτως της τιμής τους, για τσιγάρα βαριά και με κακής ποιότητας καπνά, από κείνα που ξύνουν το λαιμό. Ενίοτε, ένα τσιγάρο χαρακτηρίζεται στούκας και για να υπογραμμίσει πόσο θεριακλής είναι αυτός που το καπνίζει.

  1. Ο «φύλακας» είχε στην τσέπη της χλαίνης του μια κούτα τσιγάρα «Έθνος». Ήταν τα πιο φτηνά τσιγάρα... Πουλιόντουσαν και χύμα. Τα λέγαμε και «στούκας». Κάθε κούτα περιείχε 100 τσιγάρα. (από επιφυλλίδα του Λευτέρη Παπαδόπουλου, το βρήκα εδώ)

  2. ... εχω ενα φιλο μεταλλα που ειναι πωρωμενος με τα PRINCE και λεει οτι οι μεταλλαδες θα πρεπει να καπνιζουν μονο PRINCE επειδη ειναι βαρυ τσιγαρο. Εγω οταν το πρωτοδοκιμασα δεν μου φανηκε για τσιγαρο ΣΤΟΥΚΑΣ, απλα νομιζω οι περισσοτεροι εβλεπαν τις αναλογιες (12-1.0-10) και αυτοματος το θεωρουσαν βαρυ τσιγαρο. (από το blog 'Τσιγάρων Κριτικές', εδώ)

7αρι (από MXΣ, 01/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει, μεταξύ άλλων:

  • Σκουραίνω την επιφάνεια αντικειμένου λόγω διάβρωσης π.χ. υγρασία, θερμότητα, καπνός, ουσίες κλπ.
  • Αποκτώ μπρονζέ επιδερμίδα κάνοντας ηλιοθεραπεία ή εκτελώντας χειρωνακτική εργασία στην ύπαιθρο.
  • Ψηφίζω αρνητικά / θάβω κάποιον υποψήφιο. Προέρχεται από τις προ αιώνος εκλογές με μολυβένια σφαιρίδια στην γκαζον τενεκεδένια κάλπη, που ήταν μισή μαύρη «ΟΧΙ» και μισή άσπρη «ΝΑΙ» εξ ου και το «μαύρο δαγκωτό» ως δεδηλωμένη αρνητική ψήφος.
  • Στεναχωριέμαι / πήζω.
  • Πέφτει η στρατιωτική μονάδα σε δυσμένεια κατόπιν άνωθεν διαταγής λόγω παράβασης π.χ. κλοπής πολεμικού υλικού / αυτοκτονίας κληρωτού κλπ.
  • Αλλάζει status η στρατιωτική μονάδα κι από βυσματική γίνεται τσατσοπαγίδα (για τους μη εγκαίρως πληροφορημένους) είτε λόγω δυσμένειας όπως ανωτέρω, είτε λόγω έλλειψης εργατικών χεριών π.χ. αποφασίζεται η επόμενη ΕΣΣΟ να πάρει λιγότερους κληρωτούς είτε λόγω αλλαγής διοικητή π.χ. έρχεται κάνας στρατοκαβλάντης.
  • Πλακώνω στο ξύλο και χρωματίζω τον αντίπαλο στην απόλυτη εκδήλωση του μπλε-μαραίν.
  1. - Είδες πως έχει καταντήσει ο Τάκης; Έχουν μαυρίσει τα δόντια του απ’ τη ζου.

  2. - Πού μαύρισες έτσι χειμωνιάτικα; Για σκι ήσουνα;
    - Ναι, είπα να κάνω διακοπές.
    - Αράχοβα;
    - Όχι, Μεγάλο Πεύκο...

  3. - Μετά τα γεγονότα του Δεκέμβρη και τις πυρκαγιές του καλοκαιριού, ο κοσμάκης είδε κι απόειδε, τη μαύρισε την κυβέρνηση στις εκλογές κι ο πρωθυπουργός έφυγε νύχτα.

  4. - Έχει μπει η άνοιξη, όλος ο κόσμος διασκεδάζει έξω κι εγώ τη βγάζω στο γραφείο από σκοτάδι σε σκοτάδι. Έχω μαυρίσει ρε πούστη μου!

  5. - Τα’ μαθες; Ανακαλούνται όλες οι άδειες!
    - Γιατί ρε γαμώτο;
    - Έπεσε μαζική δηλητηρίαση στην ταξιαρχία, ακούστηκε απ’ τα Μ.Μ.Ε., έφτασε στ’ αυτιά του Α/ΓΕΣ, πλακώσανε Ε.Δ.Ε. και τα τέτοια, γάμησέ τα!
    - Καλά κι εμείς τί φταίμε;
    - Ε, δεν καταλαβαίνεις; Ο δίκας έχει χεστεί γιατί τρίζει η καρέκλα του, θα’ ρθουν και τίποτα κλάραμπελ (Σ.Σ. γαλονάδες με διπλά φύλλα δρυός στο κεραμίδι του πηλικίου, «κλάρες») για επιθεωρήσεις, άντε ξανά-μανά βαψίματα και καθαρισμοί, είναι άρρωστοι κι οι μισοί φαντάροι, ετοιμάσου για πούτσα με λέπι φίλο!
    - Πανάθεμα το μάγειρα που μας μαύρισε τη μονάδα καλοκαιριάτικο!

  6. - Πού θα δηλώσεις μετάθεση;
    - Δέλτα-δέλτα Σαλαμύκονος (Διεύθυνση Διοικήσεως), αφού είναι μισή ώρα απ’ το σπίτι μου στο Περιστέρι, άσε που σημαίνει «Δεν Δουλεύω» απ’ οτι μου’ πανε...
    - Δεν τα ξέρεις καλά! Το καλό που σου θέλω βάλε γρήγορα βύσμα για πλας Σούδα να σε παίζει 15-10 οφφ, γιατί στη Μπακαουκία πάνε όλα τα μαμούθ! Το μεγάλο βύσμα τρώει το μικρό κι εσένα σε βλέπω να λιώνεις στα καζάνια! 100 υπηρετούν στη δέλτα-δέλτα, 10 εμφανίζονται στην πρωινή κλήση και 3 μένουν για αγγαρείες, χώρια που σε ξαποστέλνουν σε άλλες υπηρεσίες για θελήματα. Έχει μαυρίσει η δέλτα-δέλτα! Ξέρεις πώς τη λένε τώρα; «Δανείζουμε Δούλους»...

  7. - Έκανε να σηκωθεί ο Μητσάρας, να πει την κουβέντα του στην απέναντι παρέα λόγω παρεξήγησης και πριν τελειώσει, πλακώνουνε κάτι μπεχλιβάνηδες και τον κάνουνε τόπι! Μιλάμε, τον μαυρίσανε για τα καλά! Εμ, βλέπεις ήθελε να κάνει φιγούρα στη γκόμενα ότι δε μασάω κι έβαλε και στα μπατζάκια του...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασσική, πλέον, έκφραση. Συνήθως χρησιμοποιείται για υπερβολική χρήση ναργιλέ, που συχνά επιφέρει ευφορία, μαστούρα και παραισθήσεις, ή για παρατεταμένο τσιμπούκι.

Και στις δύο περιπτώσεις, πάντως, έχουμε χειρισμό κάποιου μακριού αντικειμένου με το στόμα.

  1. Έπαλέ, Έπαλε, να χαμε έναν ναργιλέ, φύσα ρούφα τράβα τόνε, να σε βλέπουμε Πελέ! (Σύνθημα οπαδών του Άρη για τον πρώην ποδοσφαιριστή της ομάδας Επαλέ)

  2. Χθες το βράδυ τα είδα όλα! Μια ώρα έπαιρνα πίπα στον Γιάννη και δεν έλεγε να τελειώσει! Φύσα ρούφα τράβα τόνε, ακόμα πονάει το χέρι μου...

προφ από το ρεφρέν του ρεμπέτικου «Δέκα χρόνια δικασμένος»:

Πέντε χρόνια δικασμένος μέσα στο γεντί κουλέ
από το πολύ σεκλέτι το 'ριξα στον αργιλέ

Φύσα ρούφα τράβα τονε πάτα τονε κι άναφτονε
φύλα τσίλιες για τους βλάχους κείνους τους δεσμοφυλάκους

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θαρρώ ότι ενσωματώθηκε στην ρεμπέτικη φρασεολογία, κατόπιν της πρώτης μεταναστευτικής ορδής εις την Αμερική, λίγο μετά την Μικρασιατική Καταστροφή. Πολιτσμάνοι = Police Men, στην ελληνική απόδοση Πολιτσμάνοι.

Θα παραθέσω και εγώ τους γνωστούς στίχους του αείμνηστου Βαμβακάρη:

Εφουμέρναμ' ένα βράδυ, αργιλέ σπαχάνη μαύρη, δίχως νά 'χουμε στην πόρτα
τσιλιαδόρους όπως πρώτα. Κι έρχουνται δυο πολιτσμάνοι, και δεν βρίσκουνε ντουμάνι. Ζούλα όλοι οι αργιλέδες, φυλαχτείτε απ' τους τζέδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τεκετζής είναι ο εξειδικευμένος υπάλληλος ταβέρνας ή τεκέ που ανεφοδιάζει τους ναργιλέδες με ποικίλα καπνά. Βέβαια ο πελάτης μπορεί να απολαμβάνει τα καπνά χωρίς ναργιλέ αλλά σε τσιγαριλίκι. Και σε αυτήν την περίπτωση ο ρόλος του τεκετζή είναι ο ίδιος ακριβώς, ο τακτικός ανεφοδιασμός.

Στα ρεμπέτικα / λαϊκά τραγούδια άλλες φορές αναφέρεται με θαυμασμό, πόθο, προσμονή ή και ευχαρίστηση. Βεβαίως του χρεώνεται συχνά και η ξενέρα, απουσία κάνναβης με ό,τι κακό χαρακτηρισμό συνοδεύεται.

Προφανώς η συναισθηματική αμφιταλάντευση του «πότη» είναι κομμάτι της σχέσης του με τον τεκετζή. Κύριοι παράγοντες που το καθορίζουν είναι η ποιότητα, η ποσότητα και η διαθεσιμότητα. Ως τεκετζής μπορείς να χτίσεις κακή ή καλή φήμη, ανάλογα με την συμπεριφορά σου στην αγορά.

και κατά το γνωστό άσμα:

«Του τεκετζή ξηγήθηκα να τον ξαναπατήσει Κατά κακή μου σύμπτωση σώθηκε το χασίσι».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χασισάκι, στην αργκό των κουτσαβάκηδων.

Αποκαλείται έτσι λόγω σκούρου χρώματος.

Αγγλιστί: black hash.

- Ξηγιέμαι μαυράκι της Πόλης...
(εδώ)

- Νταξ να πούμε ρε συ θείο, λίγο μαυράκι ήπιαμε να πούμε, ένα διφυλλάκι κόλλησα ξέρω γω...
(ομοούσιους του Señor σλάνγκος, βλ. σχόλια παρακάτω)

Ηρωίνη και μαυράκι

Να ξεφύγω δεν μπορούσα
Καθώς γύρναγα απ' την Προύσα
Με πρόδωσαν κάτι μπράβοι
Και με πιάσαν στο καράβι

Είχα ράψει στο σακάκι
Δυο σακούλες με μαυράκι
Και στα κούφια μου τακούνια
ηρωίνη ως τα μπούνια

Στίχοι και μουσική: Σωτήρης Γαβαλάς, Μεμέτης
Πρώτη εκτέλεση: Στελλάκης Περπινιάδης
Άλλες ερμηνείες: Ακατανόμαστος

(από Vrastaman, 07/04/10)Καμία σχέση (από Vrastaman, 07/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα ξηροκάρπια στα συμφραζόμενα τελειωμένων σκυλάδικων, μπουζουκιών, πανηγυριών. Τυποποιημένο στη φράση του παραδείγματος, όπου:

  • εννοείται η λέξη ουίσκι
  • σπέσιαλ είναι οτιδήποτε εκτός από τζόνυ κόκκινο
  • το ότι αποκαλείται σπέσιαλ δεν πα να πει ότι δεν είναι θήβας ρήγκαλ.

    Ασσίστ τζήσους. Ναι, με αγαπάω.

Φιάλη σπέσιαλ με τα παρελκόμενα 100€.

βλ. και ξηρούς καρποί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η κλασσική κολλημένη-κολλώδης βρωμιά! Ξέρετε ποια, αυτή που υποβόσκει σε τηλεχειριστήρια του Playstation, στο ποντίκι του PC και γενικά σε πράματα που πιάνουμε συχνά χωρίς να τα καθαρίζουμε.

Άλλο ένα αγαπημένο σημείο της είναι οι πάτοι των σανδαλιών, εκεί όπου η σκόνη των δρόμων μαζί με τον ιδρώτα δημιουργούν αυτήν την μπιχλίτσαπου άμα την δει η γκόμενα σου θα αρχίζει να τρέχει ουρλιάζοντας!

  1. - Μπλιάχ...το ποντίκι έπιασε κοράτσα καθάρισε το..
    - Ναι ρε...κάτσε να βάλω σε μια λεκάνη λίγη χλωρίνη να το βουτήξω εκεί μέσα και θα γίνει τζιτζι!

  2. - Ρε βρομιάρη, καθάρισε τα σανδάλια σου ρε...μαύρα γίνανε από την κοράτσα!

Βλ. επίσης ούρδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερβολικά μεθυσμένος και/ή μαστουρωμένος.

Βλ. επίσης: σούρα, σουρώνω.

Σουρωμένος θα 'ρθω πάλι,
στην παλιά μας γειτονιά,
να σου παίξω μπουζουκάκι,
μ' όμορφη διπλοπενιά…
(παλιό ρεμπέτικο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα πλαίσια της καφενειακής σλανγκ που αναφέρομαι στους τελευταίους ορισμούς (ξυπόλυτο, ανήλικο), προσθέτω πάραυτα και το ιδρωμένη.

Η πάρα πολύ κρύα μπύρα του μαγκίτη που, όταν βγει από το ψυγείο, υγροποιούνται πάνω στο μπουκάλι της οι περιβαλλοντικοί υδρατμοί με αποτέλεσμα να «ιδρώνει».

Για δε τον βαθμό της θερμοκρασίας του μπυρονίου, η εφίδρωσή αποτελεί εξαίρετη ένδειξη. Τυχαίο; Δε νομίζω!

Ρε συ Τακούλη, τσάκω μια ιδρωμένη.

Βλέπε και τσαφωμένη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified