Ευφημισμός που χρησιμοποιούν Καθολικοί για να αιτιολογήσουν περιστασιακούς «ανεξήγητους» θανάτους στα σκληροπυρηνικά μοναστήρια τους.

Τα θύματα της μοναστηριακής αλλεργίας είναι άτομα τα οποία είτε πάσχουν από κάποιο θανατηφόρο αφροδίσιο νόσημα, είτε είναι χρήστες ναρκωτικών και καταφεύγουν στο μοναστήρι για να αποφύγουν την κατακραυγή της θρησκόληπτης Καθολικής κοινωνίας. Όταν τελικά αποβιώσουν, τα αίτια θανάτου προσδιορίζονται ως μοναστηριακή αλλεργία, καθώς είναι αδύνατον τέτοιες αμαρτωλές και κολάσιμες συμπεριφορές να συνδέονται με το όνομα του Κυρίου.

- Fabio, θυμάσαι την Laura;
- Φυσικά Giuseppe. Είχαμε επιδοθεί με πάθος και πολλές φορές στην αμαρτωλή πράξη, πριν φύγει για να μονάσει στην Santa Croce.
- Λυπάμαι που στο λέω φίλε, άλλα έμαθα ότι πέθανε από μοναστηριακή αλλεργία, οπότε, για καλό και για κακό, πήγαινε να κάνεις εξετάσεις για αφροδίσια.
- Oh, merda!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακατάσχετος αυνανισμός συνοδεία κάνναβης.

Είναι τόσο λιώμα που έτσι και έχει καμιά μαστουρόκαυλα θα πάθει πέντε εγκεφαλικά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το δόκιμο Flocaccino είναι κυριολεκτικά (με λίνκι) με χύσα μέσα. Πρόκειται για ρόφημα τ. τούρτα που προσφέρουν τα Flocafé, των οποίων αποτελούν την σπεσιαλιτέ, σε μια μεγάλη σειρά από γεύσεις, όπως Oreo, μπισκότο, βανίλια, καραμέλα, σοκολάτα και δεν συμμαζεύεται.

Το σλανγκικό φλοκατσίνο είναι κυριολεκτικά (χωρίς λινκ) με χύσα μέσα. Πρόκειται για ρόφημα ή και ρόφτυμα τ. φραπέ, που προσφέρει η αλυσίδα Flocafe, των οποίων αποτελούν την σπεσιαλιτέ. Ετυμολογείται λαδή από το φλόκι (= χοντρό χνούδι από στριμμένο μαλλί < ιταλικό flocco < λατινικό floccus, και λόγω προφανούς ομοιότητας τα εκτοξευόμενα συμπλέγματα σπέρματος) και την κατάληξη -τσίνο που παραπέμπει σε φραπέ.

Ως υπηρεσία φραπενείου (στριπτιτζάδικου, κωλόμπαρου, μασατζίδικου, τσιμπουκάδικου και άλλων -αδικων) αποτελεί συνώνυμο για το φραπέ με γάλα, δηλαδή σημαίνει την υποβολή σε αυνανισμό υπό κορασίδος έως και της ποθούμενης εκσπερμάτισης. Διακρίνεται έτσι από το απλό φραπέ, όπου καθώς η πριβεδιά προσμετράται σε ορισμένο αριθμό τραγουδιών (στα στριποκλαμπάκια τουλάχιστον), κινδυνεύει ο φραπέλληνας αν το τραγούδι τελειώσει αιφνιδίως να χρειαστεί να συνεχίσει σόλο. Αντιθέτως, η υπηρεσία φραπέ με γάλα ή χαριτωμενιστί φλοκατσίνο αποτελεί δέσμευση εκ της κορασίδος ότι ο υπεσχυμένος φλοκοπόταμος θα επιδιωχθεί έως εσχάτων ανεξαρτήτως ασματικών ενδεχομενικοτήτων. Φλοκατσίνο, βεβαίως, αποκαλείται δίκην αστεϊσμού μόνο από τους μπουρδελιάρηδες, καθώς από τα ίδια τα κορίτσια αποκαλείται αραμπιστί μεν «σε κάνω τελειώσει», ουκραναϊζεριστί δε φίν-j-ιsh.

Ο όρος φλοκατσίνο εκφέρεται είτε ως χτύπημα, είτε ως ρόφημα, και στην αφήγηση γενικά σεχουαλικώνε ιστοριώνε ανεξαρτήτως φραπενέδων. Περιγράφει αυτές τις πηδυλλιακές στιγμές, που άλλοι από μας (όσοι διαθέτουν «ατζέντες με ονόματα», που λέει κι ο ΜΧΣ) τις ζουν σε κανονικές συνθήκες πιέσεως και θερμοκρασίας, ενώ άλλοι μπροστά από λαπιτόπια, όταν η κοπελιά χτυπάει τον βασιλόπουλο των ονείρων της στο γκραν φινάλε και περιμένει έχοντας παραδοθεί άνευ διασπερματεύσεων. Τότε το μεν χτυπάω ένα φλοκατσίνο με υποκείμενο την ερωμένη αναφέρεται σε φραπέ, το δε κερνάω φλοκατσίνο με υποκείμενο τον ερώντα αναφέρεται σε (καλή) πίπα. Σε κάθε περίπτωση ο βασιλόπουλος δύναται να ανακράξει ως γαμησιάτικη ρίμα «χύνω, χύνω, κερνάω φλοκατσίνο!».

Dedicated to Gatzman, my sweet Frappentine (με την καλή έννοια).

  1. - Ρίξτε μαύρο στο Dolls. Βάζουν όλους τους φραπεδοκράτορες μαζί στον ίδιο χώρο, πάνω στους χιλιοχυμένους καναπέδες και μπορεί να σού 'ρθει και το φλοκατσίνο του διπλανού σου κερασμένο. Πίκρα!

  2. φεραρι ειμαι εγω ενω εσυ............ο ΑΛ ΠΑΤΣΙΝΟ
    θα πιεις ολο τ σπερμα μ σν να ταν φλοκατσινο
    (Ποιητικό hip-hop αρρωστούργημα εδώ).

  3. - Το καλαμάκι με σκουφο η χωρίς συναγωνιστή;
    - σε παρακαλω πολυ >:( εχεις δει εσυ(ΝΑΙ ΕΣΥ!!!!) πουθενα να πινουν καφε(φραπε-φρεντο εσπρεσσο,φρεντο καπουτσινο,φρεντιντο,φλοκατσινο,φλοραπινο) και να εχουν ναυλον πανω στην ουρηθρα του καλαμακιου;Σε παρακαλω που θα μας μιλησεις για σκουφους και γαντια καλοκαιριατικα ;D (Εδώ δεν τίθεται ακριβώς όπως στον ορισμό, αλλά ωστόσο προϋποτίθενται τα σχετικά φραπε-λογοπαίγνια).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του ουσιαστικού μπουρδέλο συν την κατάληξη -άζω, το ρήμα μπουρδελιάζω λαμβάνει τις εξής σημασίες:

  1. Την κυριολεκτική σημασία: Μπουρδελιάζω ίσον πηγαίνω μπουρδελότσαρκα, είτε αυτό σημαίνει ότι περνάω απ' έξω χαζεύοντας τα αξιοθέατα, είτε ότι εισέρχομαι εις τα ενδότερα των ιδρυμάτων αυτών δια την σύναψη γνωριμιών με τη βιβλική έννοια του όρου.

  2. Την μεταφορική σημασία, η οποία χωρίζεται στα εξής σκέλη:

α) Μπουρδελιάζω ίσον ρεμαλιάζω, με την έννοια του γλεντάω μέχρι τελικής πτώσεως και εξαντλήσεως (σωματικής ή / και οικονομικής), το ρίχνω στις κάθε είδους καταχρήσεις.

β) Χαλάω ή καταστρέφω κάτι, το κάνω πουτάνα ή μπουρδέλο, του γαμάω τη μάνα κλπ συναφείς εκφράσεις. Συνήθως χρησιμοποιείται αναφορικά με υλικά πράγματα (κτίρια, μηχανήματα, εξοπλισμός κλπ).

γ) Στον διαδικτυακό λόγο, μπουρδελιάζω ενίοτε σημαίνει ότι αναρτώ οφ-τόπικ μηνύματα και σχόλια με αποτέλεσμα να καταστρέφω τη ροή του νήματος και να εκτρέπω το λόγο. Χρησιμοποιείται δηλαδή ως συνώνυμο του τρολάρω και του σπαμάρω.

Συνώνυμο: ξεμπουρδελεύομαι, ξεμπουρδελιάζω.

  1. Το αγαπημένο μου είναι να μπουρδελιάζω Κυριακή πρωί είναι τόσο ήρεμα κ ήσυχα τα μπουρδέλα υπολειτουργούν οι κοπέλες είναι πιο χαλαρά κτλ. Ότι φάτσα συναντάς στο βαρδάρη ξέρεις για τι δουλεία έχει έρθει. (Από εδώ, ακατάλληλο κάτω των 18)

2α. Ξυπνάς. Και διψάς ..Νιώθεις το κεφάλι σου πιο βαρύ και από την Φρύνη Αρβανίτη , το κορμί σου σαν 80χρόνου που τον «γλέντησαν» ματατζήδες επειδή κατέβηκε σε πορεία για το συνταξιοδοτικό, ανάσα χαλυβουργική από τα τσιγάρα και τα ξίδια, στόμα που αντί για σάλιο έχει σιδηρόστοκο και το μόνο πράγμα που θες είναι μια λεκάνη με νερό να πετάξεις μέσα το αφυδατωμένο συκώτι σου.. καταφέρνεις να καθίσεις στο κρεβάτι και να ψελλίσεις ..
-..Μπουρδέλιασα.. (Από εδώ)

2β. ΑΝ λοιπόν τα φέρει η ζωή και ο Μπιτσαξής μείνει χωρίς δουλειά, μπορεί να στείλει το βιογραφικό του στη FIFA και να κάνει αίτηση πρόσληψης. Σαν ειδικός περί της βίας. Και για να πούμε και του στραβού το δίκιο, πολύ καλά έκανε και απαγόρευσε τις μετακινήσεις των οπαδών. Κι ας φωνάζει σήμερα ο Μαρινάκης κι αύριο ο Πατέρας. Πήγανε οι Παναθηναϊκοί στην Καβάλα, τα μπουρδελιάσανε. Πήγανε οι Ολυμπιακοί στις Σέρρες τα κάνανε μαντάρα. Στο επόμενο εκτός έδρας ματς λοιπόν δεν πάει κανείς. (Από εδώ)

2γ. Πωπω εντάξει το μπουρδελιάσαμε το τόπικ. Δυστυχώς. Απλά όταν ο dr. red φωνάζει «κοπρίτες, κοπρίτες» κτλ. για εργαζόμενους ανθρώπους διαβάζοντας τα πρωτοσέλιδα φυλλάδων σαν τον πρώτο θέμα που κάνουν ανακαλύψεις σαν την «κληρονομική τρομοκρατία», λογικό είναι να υπάρχουν αντιδράσεις. (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η ατμοσφαιρική ψυχεδελική ροκ μουσική.

  2. Η κάθε είδους αποφασιστική ή τολμηρή κίνηση, όπως το πέσιμο στο άλλο φύλο.

  3. Η άσκηση πίεσης σε κάποιο άτομο ή αντικείμενο.

Για έμφαση, χρησιμοποιείται η φράση: Δώσε απότομα ατμόσφαιρες.

- Βάλε ατμόσφαιρες να παίζουν στο CD player κι έλα ν' αράξουμε!

- Έλα μαλάκα σε κοιτάει, δώσε ατμόσφαιρες!

- Ρε μη κωλώνεις, δώσε ατμόσφαιρες εσύ και θα τον πείσεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά λέξη μετάφραση του αγγλικού «what's your poison» που στην ουσία ρωτά «με τι φτιάχνεσαι;», «με τι την βρίσκεις;», «ποιο το κόλλημά σου;».

Αν κι αναφέρεται κυρίως σε ξίδια, ουσίες και βίτσια, έχει φτάσει να κυκλοφορεί από και καλά αλάνια μπάρμεν, ίσως, γιατρούς και νταβατζήδες με πολλά κονέ, μέχρι το πληκτρολόγιο κάθε βιαστικής ντεμέκ άνετης και περπατημένης νετο-γιαλόμας, όταν βολιδοσκοπεί τα όποια γούστα του εκάστοτε συζητητή.

To γνωστό αναντάμ παπαντάμ απ' τον Titus Lucretius Carus: Ut quod ali cibus est aliis fuat acre venenum πως «ό,τι αποτελεί τροφή για κάποιον, αποτελεί πικρό δηλητήριο για κάποιον άλλον», μοιάζει να ανάγεται από μια υπερανεκτική κοινωνία, σχεδόν χαριτωμένα και τελείως απενοχοποιητικά, σε αήθη κατανάλωση (ο πελάτης έχει πάντα δίκιο) οποιουδήποτε προϊόντος ή υπηρεσίας (όλα εμπορεύματα προς πώληση, για να κινηθεί με το νταλαβέρι η Αγορά).

Υπονοείται προφανέστατα, πως καθένας έχει τουλάχιστον από ένα, που στην τελική τον χαρακτηρίζει μονοδιάστατα, τουλάχιστον σ' όποιον ρωτά.

1.
-Η μόνη απορία πλέον είναι ποιο είναι το δηλητήριο σου πρωί - πρωί. Ουίσκι; Βότκα; Ρούμι; Τσίπουρο; Ποιο; -Όλα ρε, σε σφηνάκι.

2.
Λοιπόν, ποιο είναι το δηλητήριό σου απόψε; Τι είναι αυτό που σε βοηθά να κρύψεις αυτό που τα μάτια σου προσπαθούν να προδώσουν; Τι είναι αυτό που σου δίνει ενέργεια να χορεύεις όλο το βράδυ, αυτό που σε κάνει να δείχνεις όμορφη, ευχάριστη κι ενδιαφέρουσα; Τι έχει κάνει όλα τα μάτια να καρφωθούν πάνω σου; Είναι μήπως αυτό που βρίσκεται μέσα στο ποτήρι σου, που έχει γεμίσει κι αδειάσει ήδη τρεις φορές; Είναι η μουσική που έχει πλέον γίνει ένα με τους παλμούς της καρδιά σου, τα φώτα που έχουν κάνει τα πάντα γύρω σου να εξαφανιστούν κι αισθάνεσαι σα να έχεις μεταφερθεί ολομόναχη σ' έναν πύρινο πλανήτη;

(όλα απ' το δίχτυ)

Δες και δηλητήριο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτοεπιβεβαιωτική έκφραση που λέγεται κατά το τσούγκρισμα ποτηριών σε τσιπουράδικα, ταβέρνες και γενικά αλκοολοπωλεία, από παρέες που αποτελούνται μόνο από άτομα αρσενικού φύλου.

- Άιντε γεια μας και στα μακρυά πουλιά μας!
- Βασίλη φέρνε!

+ουσίες & χυνοπνεύματα (από GATZMAN, 09/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος πικάντικου αφροδισιακού μπαχαρικού εκ Ιταλίας που καταναλώνει ο Μικρός Νικόλας και ευθύνεται για το μεγάλο σεξ ντράηβ του και για το γουρουνοπούτσι του.

Έλα να κεράσω λίγη παπαρδέλα, πάμε Μποκαρίνο για πάπια με κανέλλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το βιάγκρα του δάσους, όπως λέγεται. Το εξωτικό δέντρο bwa-bande που έχει αφροδισιακές ιδιότητες.

Υπάρχει και ομώνυμο συγκρότημα.

Το δέντρο λέγεται και zabuco, πιθανόν να σχετίζεται, λέω εγώ, με τη Σαμπούκα.

Θυμήθηκα το αντιλλέζικο καβλόξυλο (bwa-bande), που βγαίνει απ’ το ομώνυμο καβλόδεντρο και το βουτάνε στο ρούμι, με προφανείς προσδοκίες.

από το νέτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να μάθουμε τον δείκτη γαμησιμότητας κάποιας κοπέλας εκφρασμένο σε κλίμακα ποτού (πιθανόν να χρησιμοποιείται και για άντρες, αλλά δεν κόβω και τη μπούτσαμ για αυτό).

Δηλαδή το κατά πόσο είναι αξιαγάμητη, φακάμπλ, γαμισάμπλ, ευγάμητη, κρεβατάμπλ. Δηλαδίς αν έχει τούτο το πολυπόθητο χάι φακαμπίλιτι.

Η απάντηση προφάνουσλυ είναι ένας αριθμός, π.χ. 4 ποτά, που σημαίνει ότι για να προχωρήσει κάποιος σε νταχντιρντί με την εν λόγω δίδα πρέπει να καταναλώσει πρώτα την εν λόγω ποσότητα.

Δηλαδίς όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των ποτών τόσο περισσότερο λιάρδα πρέπει να είναι ο ερωτηθέμενος για να κάνει κάτι με την εν λόγω.

Άρα με μηδέν ποτά η σενιόρα έχει υπερχάι φακαμπίλιτι ενώ όσο ανεβαίνουν τα ποτά πέφτει η αξία γαμησιμότητάς της.

Προλαβαίνω κάποιους σλανγκαρχίδιδες, που θα πουν πως τα 4 ποτά για κάποιον είναι πολλά και για άλλον τίποτα, άρα τα αποτελέσματα του δείκτη είναι κάπως «αόριστα», λέγοντας πως τέτοιες «μετρήσεις» γίνονται συνήθως μεταξύ φίλων ή γνωστών, ωσεκτουτού είναι λίγο πολύ γνωστό το πόσο μεγάλη καταπιόνα έχει κάποιος.

(συζήτηση μεταξύ απελπισμένου αγάμητου και –άντε να σου κάτσει καμία να ησυχάσουμε- φίλου)

- Ρε συ λακαμά λέω να τα ρίξω στην Άννα, τι λες;
- Πλάκα με κάνεις, έτσι;
- Γιατί ρε εσύ δεν την έπαιρνες;
- Εεε με 5-6 ποτάκια κάτι γίνεται.
- Ε να τα ρίξω στην Λίλιαν τότε. Αυτή με πόσα ποτά την παίρνεις;
- Τι με πόσα ρε μαλάκα; Με την Λίλιαν και ξεσούρωτος πάω, αλλά άσ' το καλύτερα…
- Γιατί ρεεεεε;
- Γιατί αυτή θα θέλει γερό «πότισμα» για να ’ρθει μαζί σου…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified