Selected tags

Further tags

Αυτός που την έχει ακούσει με τριπάκι ή πακιτρί.

  1. - Πώ, τρίπιος ο δικός σου δικέ μου!

  2. Εδώ: Και ο Hicks γκρίνιαξε σχετικά με το ζήτημα του βλάκα που πηδάει από το παράθυρο τρίπιος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίρνω κοκαΐνη. Προκύπτει απ' τον βράχο, που είναι η κόκα στην αργκό.

- Καλά ρε γιατί είναι έτσι αυτός στην τσίτα;
- Αφού ρε έσπαγε βράχια όλο το βράδυ.

(από patsis, 21/07/11)Στο 0:11. (από patsis, 02/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καλής ποιότητας ηρωίνη. Από το (πρέ)-ζα και το γαλλικό bon που σημαίνει καλό.

- Μου 'φερε ο Κώστας χτες ένα ζαμπόν άλλο πράγμα.

(από Galadriel, 23/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η πρέζα. Για να βρει τα λεφτά για τη δόση του ο χρήστης αναγκάζεται να σκαρώσει συνηθισμένες ή και απίθανες ιστορίες τις οποίες προσπαθεί να τις πλασάρει σε γνωστούς και αγνώστους.

Πέθανε ο πατέρας μου... έχω την κακομοίρα την μάνα μου στο νοσοκομείο για εγχείρηση... ξέμεινα από βενζίνα... με λήστεψαν δυο πρεζόνια εδώ πιο κάτω... είμαι φίλος / υπάλληλος του γιου σας...

  1. Κάθε ιστορία την οποία αυτός που στην διηγείται την χρησιμοποιεί για να σου αποσπάσει λεφτά ή άλλο όφελος.
  1. Η παραμύθα έχει βασανίσει κόσμο.

  2. Άσε την παραμύθα ρε φίλε !

Εγώ την πρέζα την έχω -χίκ- γραμμένη... (από Marco De Sade, 19/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκύπτει με παράφραση της αγγλικής λέξης user (γιούζερ), που σημαίνει: χρήστης.

  1. Ο όρος μπορεί να αναφέρεται σε κάποιον ουζοπότη (που χρησιμοποιεί ούζο, ως υγρό καύσιμο, βλ. παρ. 1).

  2. Θα μπορούσε να αναφέρεται και σε κάποιον κατ' επίφαση χρήστη (γιούζερ) μηχανήματος, εφαρμογής κ.λπ., που απαξιωτικά ή χιουμοριστικά μπορεί, να αποκαλεστεί ή να αυτo-αποκαλεστεί ούζερ (λόγω παραπομπής της λέξης ούζερ, στη λέξη ούζο και στις αρνητικές συνδηλώσεις της αρχικής συλλαβής της, ου).

Κάποιες χαρακτηριστικές περιπτώσεις της χρήσης του όρου, παρουσιάζονται παρακάτω. Θα μπορούσαμε να μιλάμε λοιπόν για κάποιον:

- Kαθ' όλα εντάξει χρήστη, στα πλαίσια τριγκαρίσματος (βλ. παρ. 2).

- Tζακντανιελίστα χρήστη, που δεν έχει καμιά συναίσθηση του καθήκοντος κατά την επιτέλεση μιας εργασίας, π.χ.: λόγω ιδιοσυγκρασίας, λόγω ταπηροκρανίασης με τον προϊστάμενο του, κ.λπ. (βλ. παρ. 3)..

- Aνεπίδεκτο μαθήσεως με μυαλό αϊκιού ραδικιού, ή για κάποιον κακό εφαρμοστή των όσων έμαθε. (βλ. παρ. 4).

- Που του ανατίθεται στο εταιρικό περιβάλλον, ένα σύνθετο έργο, άνευ: εκπαιδεύσεως, παροχής του κατάλληλου υλικοτεχνικού εξοπλισμού, λοιπής υποστήριξης, κλπ. Έτσι ο όρος θα μπορούσε να λεχθεί, π.χ: στα πλαίσια αυτοσαρκασμού κάποιου για τον εταιρικό ρόλο του. (βλ. παρ. 5).

.

  1. - Ωχ πάλι, ο κ. Ουζούνογλου πίνει τα ουζάκια του σήμερα. Χάλια θα γίνει πάλι.
    - Ούζερ, όνομα και πράγμα ο τύπος. Σαν το ούζο 12 πίνει!

  2. - Γεια σου ρε ούζερ!
    - Ούζερ; - Έλα ρε σε πειράζω. Αφού είναι γνωστόν πώς είσαι ο μόνος στην εταιρεία, που ξέρεις την εφαρμογή απέξω κι ανακατωτά, γι’ αυτό και δεν παίρνεις κι ανάσα.
    - Ούτε γιούζερ, ούτε ούζερ. Λούζερ είμαι φίλε.

  3. - Σ' αυτόν θέλεις να αναθέσεις τη δουλειά; Σώθηκες. Μη βασιστείς σ' αυτόν. - Μα ξέρω πως είναι εύκαιρος τώρα και ξέρω επίσης πως ξέρει να χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο μηχάνημα.
    - Κοίτα γιούζερ του μηχανήματος δεν τον λες, ούζερ σίγουρα, γιατί τη δουλειά που θέλεις να σου παραδώσει μέχρι αύριο, θα στη δώσει την επόμενη βδομάδα. Ο άνθρωπος, παίρνει τις...δόσεις γραψαρχιδίνης.

  4. - Τον έχω εκπαιδεύσει όσο δεν πάει. Το....ντουβάρι! Σιγά μη γίνει γιούζερ αυτός! Ούζερ μπορεί!

  5. - Άσε, μου 'χουν, αναθέσει μια πολυσύνθετη εργασία. Αλλά ούτε εκπαίδευση μου 'χουν κάνει, ούτε άλλη βοήθεια έχω, ενώ παράλληλα με έχουν βαφτίσει και εξπέρ γιούζερ της εφαρμογής, για να μου φορτώσουν την ευθύνη σε περίπτωση μαλακίας. Ούτε καν γιούζερ, δεν μπορείς να με πεις. Ούζερ είμαι o μαλάκας, αφού παρά τις ελλείψεις συνεχίζω να την παλεύω. Θα πρέπει να 'μαι και το... ψώνιο αν κάποιες στιγμές καυλώνω στη σκέψη, πως είμαι εξπέρ γιούζερ.

Βλ. και luser

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κωδική ονομασία της κόκας.

Έμεινε καθόλου πράμα εδώ κάτω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι προέκταση της λέξης κόκαλο και αναφέρεται σ' αυτόν που βρίσκεται υπό την έντονη επήρεια ουσιών ή/και αλκοόλ.

-Γεια σου Billy! -Ω τη Μαίρη μας!
-Είσαι καλά;
-Εγώ καλά είμαι, εσύ καλά είσαι;
-Α κατάλαβα. Πάλι κοκαλίγκα είσαι Bill!

(από baburas, 28/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καφές φραπέ.

Παρωχημένη σλανγκ της δεκαετίας του '70. Από την καφετέρια ΛΕΝΤΖΟΣ στην πλατεία του Άλσους στο Παγκράτι.

Αν ο Δημήτρης Βικόνδιος παίρνει τα εύσημα για την επινόηση - τυχαία, έστω - του φραπέ (δες τι λέει η Βίκυ εδώ και τα σχόλια στο λήμμα φραπεδοκράτορας), ο Χρήστος Λέντζος, που άνοιξε την ομώνυμη καφετέρια το 1964, είναι αυτός που καθιέρωσε το όνομα «φραπέ» και έκανε πρώτος την φραπεδιά της μοδός. Βοήθησε ότι ο καφές του ήταν καλός - βαρύς, πηχτός, γευστικός και, κυρίως, δεν χαλούσε όση ώρα και να τον άφηνες και, συνεπώς, προσφερόταν για ατελείωτο χαβαλέ.

Επί πολλά χρόνια, κυκλοφορούσε ο μύθος η ιδιαίτερη υφή του λέντζου οφειλόταν στο γεγονός ότι ο συγκεκριμένος φραπέ περιείχε χτυπημένο ασπράδι αυγού, μαρέγκα. Αυτό ο ίδιος ο κύριος Λέντζος το διαψεύδει (δες εδώ μια σχετικά πρόσφατη συνέντευξή του στο Maxim). Δεν αποκαλύπτει τη συνταγή, αλλά λέει ότι το μυστικό είναι πολύς καφές και πολύ δυνατό μίξερ.

Ανεπισήμως, το ρεκόρ βραδύτητας στο λέντζο το έχει ένας ανώνυμος 20χρονος που έκανε 8 (οκτώ) ώρες να πιει έναν καφέ.

  1. (από το περιοδικό 4Τροχοί τεύχος 327, Δεκέμβριος 1997, άρθρο με τίτλο «Τα στέκια του καφέ»)

ΛΕΝΤΖΟΣ
Το ιερό άντρο του φραπέ. Αν θέλεις να δοκιμάσεις τον καλύτερο φραπέ στην πόλη, ο Λέντζος είναι must. Στο Παγκράτι συναντώνται άνθρωποι απ' όλη την Αθήνα για να δοκιμάσουν το αριστούργημα του καφέ. Τραπεζάκια έξω που τώρα βέβαια που ο καιρός δροσίζει μάλλον μεταφέρονται στο εσωτερικό του Λέντζου, όπου το κλασικό συναντά τη συνήθεια και όλα περνούν μέσα από το καλαμάκι του φραπέ.

  1. - Σούλα, θα μας χτυπήσεις τρεις λέντζους περιποιημένους τώρα που θάρθουν τα παιδιά ...

Ο φραπεδοκράτωρ κύριος Χρήστος Λέντζος - ο ίδιος πίνει μόνο εσπρέσσο (από poniroskylo, 18/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Μου διαρρηγνύεται η κωλοτρυπίς και είμαι πλέον τρύπιος.

  2. Παίρνω ναρκωτικά με ένεση.

  3. Ανορθογραφιστί, τριπιέμαι σημαίνει βρίσκομαι σε τριπάκι.

Ιδιαίτερα ευπαθείς ομάδες για AIDS είναι αυτοί που τρυπιούνται και με τις δύο έννοιες. Όχι ότι οι άλλοι πρέπει να βρίσκονται σε ρατσιστικό εφησυχασμό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  • Πρακτικό φάρμακο που χρησιμοποιείται για δυναμωτικό.
  • Όλα τα φάρμακα που δεν είναι έτοιμα, αλλά παρασκευάζονται από τον φαρμακοποιό επί τόπου.

Έχει υποτιμητική χροιά για τα φάρμακα.

Η λέξη είναι Τουρκικής προέλευσης και σημαίνει δυναμωτικό.

  1. -Έχω ένα κρύωμα άστα να πάνε.
    -Πάρε κανένα ματζούνι ντε!

  2. -Τί σου έδωσε ο γιατρός;
    -Τί να μου δώσει μωρέ; ένα σωρό ματζούνια μου έγραψε ο άσχετος.

Macun Şeker (από BuBis, 25/08/09)Sweet... majoon (από BuBis, 25/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified