Άνθρωπος ζαλισμένος ή μεθυσμένος από την κατανάλωση αλκοόλ ή την χρήση ελαφρών ναρκωτικών. Αφορά όμως κυρίως στη χρήση του ναργιλέ.
Πώπω αδερφέ μου! Εχτές στον τεκέ του Τάσου γίναμε όλοι μανουάλια απ' το μπάφο.
Άνθρωπος ζαλισμένος ή μεθυσμένος από την κατανάλωση αλκοόλ ή την χρήση ελαφρών ναρκωτικών. Αφορά όμως κυρίως στη χρήση του ναργιλέ.
Πώπω αδερφέ μου! Εχτές στον τεκέ του Τάσου γίναμε όλοι μανουάλια απ' το μπάφο.
Δες και λιάρδα.
Got a better definition? Add it!
Υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες γιαουρτιών:
Συνθηματική ναρκοσλάνγκ για την κοκαΐνη, σχετικά πρόσφατη. Μια από τις πολλές φλωρατζήδικες μεταφορές για την μεγάλη κυρία των ναρκωτικών, βασισμένη στο λευκόν του πράγματος. Άμα σκεφτείς και το γιαουρτάκι της γιαγιάς με την πέτσα και την ζάχαρη από πάνω, μπορεί να σου θυμίσει το κρυσταλλοειδές της κόκας. Για άλλες φλωρατζήδικες μεταφορές βλ. χιόνι, χιονάτη, νιφάδες, χιονόμπαλα, παγόβουνο, αναψυκτικό και ταλιμπάν και ταλιμπάν...
Στην σεξοσλάνγκ είναι τα φλόκια. Κυρίως, στο ωραίο θέαμα που προσφέρουν όταν απλώνονται χυτά στο λείο γυναικείο δέρμα. Πιθανολογώ ότι ο συνειρμός είναι από το γιαούρτωμα. Οπότε και εδώ έχουμε εκτίναξη σπέρματος δίκην γιαουρτιού στο ταλαιπωρημένο δέρμα, πάντα για το καλό της γυναίκας, σύμφωνα με τον γνωστό εξουσιαστικό φαλλογοκεντρισμό. Το Πονηρόσκυλο έχει καταγράψει και την έκφραση στα μπούτια τα γιαούρτια, όπου μιλάμε μάλλον για υπερεκχείλιση σπέρματος από το αιδοίο και ολίσθησή του στους μηρούς. Το γιαούρτι είναι ένα μόνο από τα γαλακτοκομικά προϊόντα που συνδέονται σλανγκικώς με το σπέρμα, βλ. και τα τυρί, φέτα, γαλατάς.
This definition has the tendency of becoming silly, θα με διέκοπτε ο Graham Chapman...
Σλανγκασίστ: Ένα ακόμη ψιχίο από την σλανγκοτράπεζα του Χότζα.
Λέξεις για το σπέρμα: αγιασμός, γιαούρτια, κατάθεση, λάβα, μαλακία, ματσαφλόκια, μυτζήθρα, παπαροζούμι, παχιά, πέο τζους, πηχτή, σκάγια, σως, το άσπρο που κολλάει, του πουλιού το γάλα, τσουτσού σορόπ, τσουτσουνόζουμο, τυρί, φλόκια, χοντράδια, χυσαμόλι, χύσια, ψωλόχυμα.
Got a better definition? Add it!
Δεν μιλάμε για την κοακόλα, αλλά για την κοκαΐνη, της οποίας η ομωνυμία (κόκα- Coke) με το γνωστό αναψηστικό οδηγεί στον τοιούτο μπανεύκολο συνθηματικό σλανγκισμό. Λέγεται εξάλλου και αναψυκτικό. Μην ξεχνάμε ότι, όπως παρατηρεί ο John Black, ο κοκάκιας είναι πιο φλωρατζής, έχει λόγω κοινωνικού υποβάθρου και συναφούς παιγνιώδους διάθεσης την ευχέρεια για αστεϊσμούς, αναδεικνυόμενος σε άλλον γιο του κοκακόλα, εξ ου και η κοκαΐνη είναι το ναρκωτικό για το οποίο έχουν δημιουργηθεί οι περισσότεροι σλανγκισμοί. Αντιθέτως, ο πρεζάκιας, αν και έχει δημιουργήσει μια σειρά από συνθηματικές σλανγκιές για την ιέρειά του, είναι συγκριτικά πιο σλανγκιπενής και είναι βασικά μία η λέξη που τριβελίζει το μυαλό του για την αιτία όλων του των δεινών.
Caveat: Aν ακούσετε κάποιον να φωνάζει κοκακόλα καφεδάκι σποράκι ροξάκι παιδιά, δεν είναι κατ' ανάγκη βαποράκι.
Πάσα: Χότζας encore.
Συγγνώμη που θα σε απογοητεύσω φίλε αλλά η Τζούλια των καλιστείων (προτού πλακωθεί στις κόκα κόλες) ήταν σαφώς πιο όμορφη από το σκυλί του πολέμου που πόσταρες.
Και στο λέω εγώ που προσκυνώ τις Τσέχες.
(από δώθε).
Σχετικά: κοκό, κοκορέτσι, κοκόρι, αναψυκτικό
Got a better definition? Add it!
«Υποκοριστικό» της λέξεως πρετζόνι, που προφανώς σχηματίζεται από την λέξη πρεζόνι μαζί με το «τζ» από την αγγλικάνικη ομόλογη της λέξη junkie.
Συνώνυμη με τις: πρέζονας, ζακιπρέ, ζέο, ζάκι.
Σε αντίθεση με τις προαναφερθείσες λέξεις που χρησιμοποιούνται, ως επί το πλείστον, για άτομα που κάνουν χρήση πρέζας (βλέπε και ζαμπόν, ζουζού, κ.τ.λ.) η συγκεκριμένη χρησιμοποιείται κυρίως για να κοροϊδέψει ή να ειρωνευτεί κάποιον (πως αυτά που λέει δλδ είναι αποτέλεσμα χρήσης ουσιών) όταν αυτός είτε είναι μπουρδολόγος- παπαρολόγος με την καλή έννοια, είτε το μυαλό του (λέμε τώρα) έχει πνεύσει τα λοίσθια, με αποτέλεσμα αυτά που λέει να σε κάνουν να μην την παλεύεις, να βαράς ενέσεις.
(συζήτηση μεταξύ σλάνγκου κ «φιλομπαμπανιώτη»)
-…..αφού το έγραψε και ο Μπαμπινιώτης σε λέω. Είναι σίγουρο ρε…
- Εεε άμα το ’πε κι ο Μπάμπης αλλάζει το πράγμα… Δεν μας χέζεις ρε Τζόνι λέω 'γω; Άντε κόψε τα ληγμένα να ησυχάσουμε όλοι μας.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Επίσης, στη ναρκοσλάνγκ είναι η κοκαΐνη, άλλο ένα μπανεύκολο φλωρατζήδικο συνθηματικό, που βασίζεται σε ανάπτυξη του «κόκα», όπως και το κοκορέτσι. Συναντάται συνήθως στον πληθυντικό, ως κοκόρια.
Επίσης, το κοκοράκι.
Είσαι να χτυπήσουμε τίποτα κοκόρια το βράδυ;
Σχετικά: κοκό, κοκορέτσι, κοκακόλα, αναψυκτικό
Got a better definition? Add it!
Greek slang word for the cigarette; derived from καρκίνος (cancer) and σωλήνας (tube). Used mainly during the eighties to imply that cigarette smoking causes cancer. Still in use today, but by elderly people (see μπαμπαδισμός). Some may also use it for tobacco pipe (not the other). Be reminded that Greece is probably the only country in the world that has a cigarette brand called Santé (French for health)!
• This definition is dedicated to all foreign friends of Greece who while trying hard to learn Greek find it more and more difficult to rely only on outdated textbooks and dictionaries. Slang.gr is here to help you all with your linguistic needs! It may seem to you that most spoken Greek today is slang… well, you may be right!
- Hi Janet! How from here morning morning;
- Yo Haralambos! How's hanging today;
- E; Νο, Haralambos me, not my son! Ρε πούστη μου τι μου λέει τώρα;
- Hey, do you have a light;
- Ναι, πως... Welcome. But don't smoke this karkinosolinas, is bad for your health.
- Don't smoke a carcinowhat;
- Tσίγαρετ, is bad for you health, bring cancer... it is how we say it in Greece...
- But ρε Babis, I smoke Santé! Ahahahahahahah (foreign σλανγκομούνα)
- Good wines! I have become a robe... Let's go for a party with Ouza;
- A what;!
Got a better definition? Add it!
Το μπουμπάρι βγαίνει από την λέξη bumbar που, αν και χρησιμοποιείται σε διάφορες γλώσσες, όπως στα Σέρβικα ή στα Κροατικά, με διάφορες σημασίες, κατά πάσα πιθανότητα την έχουμε υιοθετήσει από την τουρκική γλώσσα, στην οποία σημαίνει εντόσθια ζώων.
Εξ ου και το (θεσπέσιο κατά πολλούς έδεσμα) που αποτελείται από γεμιστά (με κρέας και διάφορα κοκοκόψια) εντόσθια. Μαγειρικές αναλύσεις τέλος. Όποιος θέλει περισσότερα εδώ και εδώ.
Στην ναρκοσλάνγκ, μπουμπάρι ονομάζουμε την πολύ λεπτή σκόνη που παράγεται από το κοσκίνισμα της φούντας. Εξηγούμαι με κόπι πέιστ από εδώ:
«Όταν τα φυτά ωριμάζουν κατά τους τελευταίους θερινούς μήνες, εκριζώνονται, και στη συνέχεια αναρτώνται με τις κορυφές προς τα κάτω, μέσα σε ανήλιους και καλά αεριζόμενους χώρους, μέχρις ότου αποξηρανθούν τελείως. Η ανάρτηση κατά τον τρόπο αυτό αποβλέπει στη συγκέντρωση όλων των ρητινών στις κορυφές. Στη συνέχεια αποκόπτονται οι κορυφές, τρίβονται καλά και κοσκινίζονται για να γίνει ο διαχωρισμός των σπόρων και των μη χρήσιμων υπολειμμάτων των κορυφών. Το κοσκίνισμα συνεχίζεται με μικρότερου διαμετρήματος κόσκινα μέχρι να παραχθεί χασίς σε λεπτή σκόνη. Η λεπτή αυτή σκόνη ονομάζεται στη γλώσσα των χρηστών και των εμπόρων μπουμπάρι.»
Σλανγκασσίστ: Khan
απόσπασμα από:Νανούρισμα για μωρά και γέρους (Νίκος Καββαδίας)
…Αριβάρει στο Μακάο
μ' ένα φόρτωμα κακάο.
Όμως βρέθηκε στ' αμπάρι
όλο φούντα και μπουμπάρι.
Αφού το μοσχοπούλησε
στη λίρα κολυμπάει.
Τσου χαιρετάει κινέζικα
και πάει για τη Μπομπάη…
(σς μελοποιημένο στο μήδι)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Για τους Θεσσαλονικείς και λοιπούς Βορείους, το κόκκινο γλυκό πιπέρι τύπου πάπρικα που βάζουν οι, Αθηναίοι κυρίως, σουβλατζήδες στα σουβλάκια με γύρο ή καλαμάκι, χωρίς καν να ρωτάν αφού συμπεριλαμβάνεται στο «μαπόλα».
- Και με λέει ρε ο σαψάλης, «μαπόλα», και του λέω, «ναι ρε φιλλαράκι», και με βάζει τότε, τζατζίκι, κρεμμύδι, ντομάτα, δυο πατάτες και κανέλα μην-τον- γαμήσω. Τρελάθηκα!
- Και τι έκανες μετά; Τζερτζελέ;
- Πλάκα με κάνεις του λέω; Ούτε μουστάρδα, ούτε κέτσαπ, και με βάζεις δυο πατατούδια;
Got a better definition? Add it!
Η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να μάθουμε τον δείκτη γαμησιμότητας κάποιας κοπέλας εκφρασμένο σε κλίμακα ποτού (πιθανόν να χρησιμοποιείται και για άντρες, αλλά δεν κόβω και τη μπούτσαμ για αυτό).
Δηλαδή το κατά πόσο είναι αξιαγάμητη, φακάμπλ, γαμισάμπλ, ευγάμητη, κρεβατάμπλ. Δηλαδίς αν έχει τούτο το πολυπόθητο χάι φακαμπίλιτι.
Η απάντηση προφάνουσλυ είναι ένας αριθμός, π.χ. 4 ποτά, που σημαίνει ότι για να προχωρήσει κάποιος σε νταχντιρντί με την εν λόγω δίδα πρέπει να καταναλώσει πρώτα την εν λόγω ποσότητα.
Δηλαδίς όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των ποτών τόσο περισσότερο λιάρδα πρέπει να είναι ο ερωτηθέμενος για να κάνει κάτι με την εν λόγω.
Άρα με μηδέν ποτά η σενιόρα έχει υπερχάι φακαμπίλιτι ενώ όσο ανεβαίνουν τα ποτά πέφτει η αξία γαμησιμότητάς της.
Προλαβαίνω κάποιους σλανγκαρχίδιδες, που θα πουν πως τα 4 ποτά για κάποιον είναι πολλά και για άλλον τίποτα, άρα τα αποτελέσματα του δείκτη είναι κάπως «αόριστα», λέγοντας πως τέτοιες «μετρήσεις» γίνονται συνήθως μεταξύ φίλων ή γνωστών, ωσεκτουτού είναι λίγο πολύ γνωστό το πόσο μεγάλη καταπιόνα έχει κάποιος.
(συζήτηση μεταξύ απελπισμένου αγάμητου και –άντε να σου κάτσει καμία να ησυχάσουμε- φίλου)
- Ρε συ λακαμά λέω να τα ρίξω στην Άννα, τι λες;
- Πλάκα με κάνεις, έτσι;
- Γιατί ρε εσύ δεν την έπαιρνες;
- Εεε με 5-6 ποτάκια κάτι γίνεται.
- Ε να τα ρίξω στην Λίλιαν τότε. Αυτή με πόσα ποτά την παίρνεις;
- Τι με πόσα ρε μαλάκα; Με την Λίλιαν και ξεσούρωτος πάω, αλλά άσ' το καλύτερα…
- Γιατί ρεεεεε;
- Γιατί αυτή θα θέλει γερό «πότισμα» για να ’ρθει μαζί σου…
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το χασισάκι, στην αργκό των κουτσαβάκηδων.
Αποκαλείται έτσι λόγω σκούρου χρώματος.
Αγγλιστί: black hash.
- Ξηγιέμαι μαυράκι της Πόλης...
(εδώ)
- Νταξ να πούμε ρε συ θείο, λίγο μαυράκι ήπιαμε να πούμε, ένα διφυλλάκι κόλλησα ξέρω γω...
(ομοούσιους του Señor σλάνγκος, βλ. σχόλια παρακάτω)
Ηρωίνη και μαυράκι
Να ξεφύγω δεν μπορούσα
Καθώς γύρναγα απ' την Προύσα
Με πρόδωσαν κάτι μπράβοι
Και με πιάσαν στο καράβι
Είχα ράψει στο σακάκι
Δυο σακούλες με μαυράκι
Και στα κούφια μου τακούνια
ηρωίνη ως τα μπούνια
Στίχοι και μουσική: Σωτήρης Γαβαλάς, Μεμέτης
Πρώτη εκτέλεση: Στελλάκης Περπινιάδης
Άλλες ερμηνείες: Ακατανόμαστος
Got a better definition? Add it!