Όψιμα απαξιωτικός χαρακτηρισμός του Κόμματος για τους φιλοξενούμενους στο Μπούλκες στα χρόνια του εμφυλίου.

Το Μπούλκες είναι μια πόλη στην γιουγκοσλαβική Βοϊβοντίνα όπου φιλοξενήθηκαν (με την ευγενή φροντίδα του Τίτο) κάποιες χιλιάδες έλληνες αντάρτες και στρατευμένα γυναικόπαιδα. Λειτούργησε από το 1945 έως το 1948 ως λιλιπούτεια Λαϊκή Δημοκρατία υπό την διοίκηση του Κόμματος, ένα μπέτα-τεστ για μια μελλοντικής Ελληνικής Λ.Δ.

Χωρίς να μπούμε σε λεπτομέρειες, το πείραμα Μπούλκες κατά κοινή ομολογία εκφυλίστηκε σε ένα μίνι αστυνομικό κράτος / στρατόπεδο βασισμένο στο τρόμο, το δε ρήγμα τιτοϊκών - σταλινικών οδήγησε στην ακύρωση του πειράματος και στον στιγματισμό και ανακαταγραφή των μπουλκιωτώνε από τον Ζαχαριάδη.

1.
Διαχρονικά οι μεγαλύτεροι λάτρεις της «μονταζιέρας» (sic) υπήρξαν οι παλαιοκομουνιστές κατά των «συντρόφων» τους. Από τους «Αρχείους» έως τους «Εκτοολομελίτες» και από τους «Κούτβηδες» έως τους «Μπουλκιώτες». Φονικά όπλα, χωρίς αιδώ και ανθρώπινη υπόσταση.

2.
Στις 20 Μαρτίου 1947, το κλίμα αποσταθεροποιήθηκε ακόμη περισσότερο με τη δολοφονία στη Θεσσαλονίκη του ανώτατου στελέχους του ΚΚΕ, Γιάννη Ζεύγου, από έναν πρώην μπουλκιώτη μαχητή. Η σκοτεινή αυτή υπόθεση, έφερε στην επιφάνεια πολλά σενάρια συνωμοσίας.

3.
Κατά το 1950-1951, οι «Μπουλκιώτες», όπως τους ονομάζανε, στιγματίζονται άδικα στο σύνολό τους από το ΚΚΕ. Ο όρος «Μπουλκιώτης» είχε καταντήσει «πολιτική ύβρις». Στη διάρκεια της ανακαταγραφής, κατέστησαν ο προνομιακός στόχος των εκκαθαρίσεων που εξαπολύθηκαν στους κόλπους του κόμματος. Οι πραγματικοί υπεύθυνοι της τρομοκρατίας που βασίλευε στο Μπούλκες καλύφθηκαν από τις ανώτερες κομματικές αρχές.

4.
επί εξίμισι χρόνα έλιωσα παντελόνια διαβάζοντας την ιερή και βλάσφημη ιστορία της εποχής. Μίλησα, επί μακρόν, με Μπουλκιώτες, με Οπλατζήδες, με ευσεβείς και ασεβείς της πορφυρής περιπέτειας, με διανοούμενους, με περιώνυμα ή απλά στελέχη. Συμπέρασμα; Μπήκα αβέβαιος σ’ αυτήν την ιστορική δίνη και κειμενική περιπέτεια και βγήκα ακόμα πιο αβέβαιος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσάτσος με δίπλωμα.

Μέχρι το 1950 που τα μπουρδέλα ήταν νόμιμα στην Ιταλία, ο τσάτσος έπρεπε να έχει δίπλωμα, πατέντε, από την αστυνομία, για να μπορεί να έχει νόμιμο το μπουρδέλο και φυσικά αφού οι μπάτσοι τον είχαν στο χέρι ήταν και καταδότης της αστυνομίας.

Ρε μαλάκα μη πεις τίποτα στον Πάνο για την διαδήλωση, γιατί αυτός είναι ρουφιάνος πατεντάτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας στα Ρομανί (γύφτικα). Κανονικά εκφέρεται χωρίς το τελικό -ς, το οποίο προστίθεται για εξελληνισμό.

- Θα πάρεις ένα λουλουδάκι για το κορίτσι σου, παλικάρι;
- Σο κερές, σουκαρί;
- Άι στο διά'λο ρε μπουλιάκο, που μου 'μαθες και τα γύφτικα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αρχηγός στο μινάρισμα (= στη μαλακία). Έχει και αρχοντικό ύφος (ως μπέης)...

- Ποιος ρε μινάρα; Ο Ντούλης; Τι να μας πει κι αυτός;... Έχει κάνει το μινάρισμα επάγγελμα ο μιναρόμπεης...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελεεινολογώντας και λολοπαίζοντας με το πάλαι ποτέ "λούμπεν προλεταριάτο" το λήμμα πέη ατένσιο σε λουμπενικές ιδιότητες και χαρακτηριστικά που διέλαθαν μέχρι τώρα την προσοχή μας· Αντισημιτισμός, ομοφοφία, σεξισμός, διακρίσεις εναντίον των γυναικών/ μεταναστών, πατερναλισμός αλλά και γλείψιμο προς τον "τίμιο πλην παραπλανημένο λαό", μικροαστεία υποκρισία και στάση τ. πατριωτική μαγκιά-κλανιά, είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά που αποδίδονται στο λούμπεν ελληναριάτο (ή και σκέτο Ελληναριάτο) και δέχονται ανελέητη κριτική, με ασυνήθιστα σκληρή, καυστική, απόλυτα πολιτική αλλά και σύγχρονη γλώσσα.

Αντίθετα με τα άλλα λήμματα της "Σάγκας του Λούμπεν" (λουμπενικοί, λουμπενάδες, λουμπενιάρηδες, λουμπεναρία, λουμπεναριό), όπου συχνά υπονοείται ή και εκφράζεται ανοιχτά η ανοχή, η συμπάθεια, ακόμα και η υποστήριξη προς τη τρασόβια υποκουλτούρα και συμπεριφορά, για το λούμπεν ελλαναριάτο αντί για γοητεία βρίσκουμε μόνο οργή και μίσος, απ' τη μεριά των χρηστών.

Ο λαός δεν είναι ένα επαναστατικό υποκείμενο στην ελλάδα, αλλά κατά βάση ένα μάτσο άχρηστοι, σεξιστές, αντισημίτες αερολόγοι. Είναι το λούμπεν ελληναριάτο. Ο διαχωρισμός δεξιά/αριστερά/αναρχικοί έχει σταματήσει να έχει κάποια σημασία πλέον, αφού όλοι αυτοί πιστεύουν στην “επισκευή” της οικονομίας ως λύση των κοινωνικών προβλημάτων και όλοι θεωρητικά είναι αντιφασίστες χωρίς βέβαια να κάνουν όντως κάτι στην πράξη εκτός από λόγια φεστιβάλ και αφίσες.
Γι αυτό μιλάμε για λούμπεν με την έννοια του πεφωτισμένου ξερόλα που έχει μια θεωρία για όλα (δεξιά/αριστερή/αναρχική) και δεν πράττει, ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να πρήξει τους πάντες ότι “τα λέει καλά και έξω απ’ τα δόντια”. Και φυσικά να πάρει τον τίμιο πλην παραπλανημένο λαό με το μέρος του. Μια τέτοια προσπάθεια φυσικά υποτιμά τη νοημοσύνη κάποιου που όντος θα κάτσει να ακούσει τι έχει να πει ο λούμπεν που, με βουλωμένα αυτιά, μιλάει συνεχώς. Δεν μιλάμε για τον λούμπεν με εισοδηματικά κριτήρια, για το underclass των Άγγλων.

. . .
Γι αυτό μόνο οργή και μίσος για το λούμπεν ελληναριάτο που τρέχει μόνο για τους δικούς του. Μόνο οι δικοί τους είναι στις ομάδες τους, μόνο αυτό βλέπουν, μόνο αυτό κάνουν, και μας πρήζουν και τα ούμπαλα ότι είναι γαμάτοι. Στην πράξη ούτε έχουν ενσωματώσει τις γυναίκες και τους πρόσφυγες στις ομάδες τους, ούτε βοηθάνε πρακτικά να βελτιωθεί το βιωτικό επίπεδο ή να σωθεί η ίδια η ζωή ενός αιτούντος άσυλο. Εκτός αν πιστεύεις ότι βοηθάς να σωθούν ζωές με τα κωλοφεστιβάλ σου και με τις γαμωαφίσες σου.
Τόσοι έλληνες γίναν οι ίδιοι κατά κάποιον τρόπο οικονομικοί μετανάστες τελευταία και οι περισσότεροι δεν χαμπάριασαν τίποτα. Απλά διαδίδουν τη λουμπενιά και στο εξωτερικό. Συμπερασματικά, αν σε ενδιαφέρει να κάνεις όντως κάτι και βαρέθηκες τα λόγια, ξεκίνα με το να αλλάξεις την παρέα σου, τη συλλογικότητα σου, τη ζωή σου.

Τέρμα οι λευκοί, αρσενικοί, λούμπεν έλληνες!

Πηγή εδώ

  1. [...] γι αυτό από τις ισπανικές πλατείες ξεπήδησαν τόσα πολλά κινήματα που βοηθάνε πρακτικά τον κόσμο ενώ από τις ελληνικές πλατείες ξεπήδησε ο βούρκος της πατριωτικής μαγκιάς-κλανιάς, τίγκα στον τζάμπα αντιγερμανισμό και αντισημιτισμό. γιατί, όταν είσαι λούμπεν ελληναριάτο, ποιο είναι το σύνθημα (πάμε όλοι μαζί;): για όλα φταίνε οι κακοί ξένοι. (spiltmilk)

  2. Ego dn ipotheto, eise megalos vlakas agori mou. Iparxoun polloi tropoi na to apodeikseis ston eafto sou kai na stamatiseis na to pezeis eksipnos. Esy kai olo to ipoloipo luben ellinariato pou mas ta exete kanei na tosa xronia kai dn stamatate me tpt. (εδώ)

  3. Οι Σύριοι πρόσφυγες "απομακρύνθηκαν", κοιμήσου ήσυχο ελληναριάτο. Τα μόνα λαμπάκια που σου ανάβουν δεν κινδυνεύουν πλέον #Christmas #Greece (εδώ)

  4. Φυσικά ο όχλος του ελληνορθόδοξου βούρκου, το λούμπεν ελληναριάτο, έχει τις δικαιολογίες έτοιμες. Φτώχεια, Κατοχή, εδώ δεν μπορούσες να σώσεις το τομάρι σου θα έτρεχες για τον διπλανο σου; Σωστά, άρα όταν σταματούσε η Κατοχή θα έτρεχες για τον διπλανό σου, έτσι δεν είναι; Έλα όμως που δεν έγιναν έτσι τα πράγματα. Ένα από τα πολλά παραδείγματα προέρχεται πάλι από τη μαρτυρία της κυρίας Εσθήρ όταν εκείνη επέζησε του Άουσβιτς και γύρισε στο σπίτι της στα Γιάννενα:
    «Χτύπησα την πόρτα και άνοιξε ένας άγνωστος. “Τι θέλετε”, με ρώτησε; “Εδώ είναι το σπίτι μου”, του είπα. “Θυμάσαι αν είχε φούρνο το σπίτι;”, είπε. “Ναι, βέβαια ψήναμε το ψωμί και ωραίες πίτες”, συνέχισα όλο χαρά. “Ε, λοιπόν, εξαφανίσου. Γλίτωσες από τους φούρνους στη Γερμανία, θα σε ψήσω εδώ στον φούρνο του σπιτιού σου”, άκουσα με φρίκη να μου λέει». (εδώ)

  5. Όπως Παττακός. Που κι αυτός είχε αρχικά τη λαϊκή αποδοχή του Ελληναριάτου (metarithmisi)

  6. Εδώ είναι μαζεμένα τα χρυσαυγίτικα αποβράσματα του λούμπεν ελληναριάτου. Κάποτε όταν είχαν λεφτά την έβγαζαν στο γήπεδο, πλέον μαζεύονται στα καφενεία του Πειραιά και βρίζουν αυτά που ψήφιζαν τόσα χρόνια (τους εαυτούς τους δηλαδή). Είναι ο ορισμός του "Εγώ ΠΑΣΟΚ ψήφιζα 30 χρόνια, αλλά μια Χρυσή Αυγή μας χρειάζεται". Αυτοί είναι οι πραγματικοί άπλυτοι. Ξεδοντιάρηδες, βρωμύλοι, ζέχνουν τσιγαρίλα και σαπίλα και αν ανοίξουν τον οχετό που έχουν για στόμα βγαίνει μόνο εμετός μίσους.
    Η πραγματικά επικίνδυνη πλέμπα της κοινωνίας: εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φιλάργυρος και συμφεροντολόγος άνθρωπος που εκμεταλλεύεται τους αδύναμους. Λέξη τουρκικής προελεύσεως < çιfιt, σημαίνει τσιγκούνης και φιλάργυρος.

- Ήρθε ο παλιοτσιφούτης ο ιδιοκτήτης για το ενοίκιο σήμερα. Μου είπε ότι έτσι και δεν το πληρώνουμε την πρώτη μέρα του μήνα, θα μας κάνει έξωση. Απίστευτος μαλάκας!

βλ. και τσιαφούτης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified