Selected tags

Further tags

Χαρακτηρισμός που ταιριάζει σε επικίνδυνη οδήγηση μηχανής, είτε λόγω ελλιπούς ασφάλειας του δικύκλου (μπουρδέλο, καβουρντιιστήρι), είτε λόγω μη χρήση κράνους και συναφών προστατευτικών μέσων σε συνδυασμό με ποικίλες επιδείξεις δεξιοτεχνίας π.χ. σούζες, έντο κτλ.

Ως γνωστόν, οι καμικάζι αρέσκονται να έχουν το Χάρο δικάβαλο, καθώς είναι εθισμένοι στην έξαρση αδρεναλίνης που αυτό προκαλεί.

Παρεμφερής έκφραση είναι και έχει το «τον χάρο στο πίσω κάθισμα ή στον ουρανό», για οδηγούς αυτοκινήτου που οδηγούν επικίνδυνα.

  1. Μια φορά τον Μητσάρα δεν τον έχω δει με κράνος, και σηκώνει κάτι σούζες, ξεχνάει να το κατεβάσει. Προσπεράσεις σε τυφλή στροφή και ό,τι νά 'ναι. Αυτό το παιδί όλη την ώρα δικάβαλο με τον Χάρο πάει.

  2. Ο μπαρμπά-Σταμάτης δεν έχει φρένα στο παπάκι του, προχθές τον μαζεύανε πάλι από ένα χαντάκι. Δικάβαλο με τον Χάρο πάει συνέχεια, αλλά δεν λέει να πάει να τα φτιάξει ο τσιγκούναρος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι νταλίκες είναι μεγάλα και μακριά τροχοφόρα οχήματα που, κατά τις νυκτερινές ώρες σε εθνικές και επαρχιακές οδούς, χωρίς οδικό φωτισμό, και ειδικά στις διασταυρώσεις, είναι ιδιαίτερα δύσκολο να γίνουν ορατές και άρα αντιληπτές σε όλο τους το μήκος και πλάτος. Ιδιαίτερα δε, εάν σύρουν και ρυμουλκούμενο όχημα.

Με σκοπό λοιπόν την αποφυγή των τροχαίων δυστυχημάτων, ο ιδιοκτήτης προβαίνει σε κάλυψη ολοκλήρου του οχήματος και του ρυμουλκούμενου με πλήθος εγχρώμων μικρών φωτεινών λαμπτήρων, προκειμένου το όχημά του να γίνεται έγκαιρα και από μακρινή απόσταση αντιληπτό από τους διερχόμενους και διασταυρούμενους οδηγούς των υπολοίπων Ι.Χ. η Δ.Χ. οχημάτων καθώς και από τους πεζούς.

Ο τρόπος αυτός της καθολικής φωτεινής επισήμανσης-κάλυψης του οχήματος, ονομάζεται “χριστουγεννιάτικο δέντρο”.

Το 'κανα χριστουγεννιάτικο δέντρο και τώρα ξεκινάω για Γερμανία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τη λέω σε κάποιον με σκοπό να διορθωθεί και να γίνει πιο αποδοτικός. Όπως το φρένο είναι συνώνυμο της επιβράδυνσης, το γκάζι δηλώνει την επίταση των προσπαθειών, συχνά μέχρι εξουθενώσεως του γκαζωμένου, προκειμένου να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα.

Γκάζια χώνει (ή βάζει) στους υφιστάμενους του ο προϊστάμενος, στα τεμάχια ο δίκας, στα τσιράκια του το αφεντικό κ.ο.κ, πάντοτε δηλαδή κάποιος με σχέση εξουσίας έναντι αυτού που δέχεται το (ψυχοφθόρο σε κάθε περίπτωση) γκάζωμα.

  1. από εδώ
    Έχωσε γκάζια ο Πατέρας στους παίκτες του ΠΑΟ.

  2. Θα φάμε καλά: Γκάζια έχωσε ο Υπ.Οικ. στους διευθυντές των Εφοριών, ζητώντας τους σαφάρι εσόδων.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το σκότωμα (από το σκότος), δηλαδή κενό στη περιοχή του οπτικού πεδίου, όπου η ορατότητα είναι μηδενική, άσχετα από συνθήκες φωτισμού η φυσικών εμποδίων.

Οφείλεται σε ιδιαιτερότητα της οπτικής ικανότητας (ή ανικανότητας) του ματιού, και η ύπαρξη του δεν γίνεται αντιληπτή από το άτομο.

Επίσης στην οδήγηση, τυφλό σημείο λέγεται η περιοχή που δεν είναι ορατή στον οδηγό είτε με ευθείας όραση είτε από ανάκλαση μέσω των καθρεπτών του αυτοκινήτου.

  1. Κατάθεση στη τροχαία:
    - Δεν τον είδα καθόλου, που ερχόταν πίσω μου με το μηχανάκι. Ήταν μέσα στο τυφλό σημείο.

  2. Δεν τον είδε. Ήταν μέσα στο σκότωμα.

(από iwn, 03/11/10)Κεντρικό σκότωμα (central scotoma) (από allivegp, 03/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Θέαμα του οποίου θεατής έτυχα μικρός. Στήνεται σε μια αλάνα ένα πελώριο ξύλινο βαρέλι στα εσωτερικά τοιχώματα του οποίου εκτελούνται ακροβατικά πάνω σε μοτοσυκλέτες και μικρά αυτοκίνητα (μου 'παν και για γουρούνες, αλλά δεν έτυχα μάρτυς οπότε κι επιφυλάσσομαι κάργα), εκμεταλλευόμενοι τη φυγόκεντρο που εμφανίζεται λόγω ταχύτητας. Προκαλεί ενθουσιασμό μέσα σε εκκωφαντικά ντεσιμπέλ και μπόχα εξάτμισης. (Δεν το θεωρώ slang).

  2. Όρος-φιγούρα του παραπέντε (του σπορ όχι του σήριαλ). Ο παραπεντίστας διαγράφει κύκλους παράλληλους με το έδαφος και πολύ κοντά σ' αυτό (εδώ κι η μαγκιά).

  3. Το 'χω ακούσει να το λένε και φοιτητές του εξωτερικού (καραεπιφύλαξη λόγω αναξιόπιστης πηγής) για Παρασκευάτικα μπεκρουλιάσματα στυλάκι «ποιος θ' αντέξει μέχρι τέλους», οπότε και αναφέρεται (επιπλέον) στην τελευταία γύρα που 'χουν μείνει δύο κι όλοι οι άλλοι ντίρλα γύρω - γύρω ξερνοβολούν τ' άντερά τους περιμένοντας το νικητή.

Το αφιερώνω με σεβασμό, στον Vrastaman που μου έδωσε την ιδέα του ανεβάσματος.

  1. - Μα πώς το 'παθε; - Πήγε να κάνει το γύρο του θανάτου και σαβουρντίστηκε άσχημα ο μαλάκας. Αφού δεν το κατέχεις το σπορ που πας ρε Καραμήτρο;

  2. Δείτε πως το χρησιμοποιεί η Μάρω Βαμβουνάκη δια λαλιάς Φίλιππου Πλιάτσικα:

«Στα ηλεκτρισμένα ξενυχτάδικα οι γυναίκες μισοκρύβονται πίσω απ' τη λήθη
Στα κολασμένα παζάρια της λεωφόρου οι αστυνόμοι
οι πλούσιοι επαρχιώτες μηχανόβιοι
μάσκες ακάλυπτες μικρές στο γύρο του θανάτου
που τρεμοπαίζουν τον άγγελο ή τον δαίμονα
στις άκρες των δακτύλων τους, ξημέρωμα Σαββάτου»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην αργκό των μοτοσυκλετιστών, η βεβιασμένη και ενίοτε επικίνδυνη έξοδος από το δρόμο σε ανοιχτές στροφές. Υπονοεί ότι το θύμα της περίστασης έχει σταματήσει στο χωράφι έξω από το δρόμο, το οποίο θέλει να αγοράσει ή έχει αγοράσει ήδη.

Παίρνω φέτα στροφή, μου πετάγεται ένα τρακτέρ μπροστά και αγοράζω ένα χωράφι άλλο πράμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στα Σκυριανά, ο γοργοπόδαρος.

  2. Στα μηχανόβια σινάφια το αλάνι της ασφάλτου. Ο μοναχικός καβαλάρης που κόβει με τα γκάζια στο φουλ περισσότερα χιλιόμετρα το μήνα απ’ ότι άλλοι στο χρόνο. Ντόπες του η ταχύτητα, η μυρωδιά βενζίνης και γράσου ακομπανιαμέντο με τους ήχους της θεάς Μηχανής. Σκληρές ροκιές παίζουν σαν υπόκρουση στις πλείστες ταινίες που τον μυθοποίησαν σαν προσωποποίηση της ελευθερίας. Φέρει τον χαρακτηρισμό με τιμή και καμάρι. Η συνοδεύουσα βρωμιά, κούραση και ταλαιπωρημένη επιδερμίδα από ήλιο κι αέρα είναι αξεσουάρ όπως π.χ. η μπαντάνα. Ό,τι έχει νοιώσει δε θα το νοιώσουν οι λοιποί φευ, ούτε με μεταμόσχευση.

Από κοντά κι ο γκαζόκαυλος οδηγός πειραγμένων οχημάτων παντός είδους.

  1. Σε διάφορα επαγγέλματα δηλώνει το αντίθετο του στρογγυλοκαθισμένου στην καρέκλα γραφειάκια – κομπιουτεράκια του κλεισμένου σε τέσσερα ντουβάρια. Αυτόν που είναι μέσα σ’ όλα, συνεχώς σε κίνηση, τον κυνηγό στη ζούγκλα του πεζοδρομίου, τον μάχιμο π.χ. ρεπόρτερ.

Στα φωτογραφικά σινάφια είν’ αυτός που αντλεί τα θέματα απ’ τη ζωή του δρόμου, που ‘ναι στην τσίτα για τη στιγμή – ευκαιρία για το μεγάλο θέμα.

Νομίζω πως κυκλοφορούν δρομιάρηδες σλαγκοανταποκριτές.

  1. – Πού χάθηκες πάλι βρε δρομιάρη;
    - Εδώ.
    - Καππαδοκία!! Για τριήμερο ρε πούστη; Έχεις τζαζέψει κάργα. Καλά τη μάχα δε τη λυπάσαι; Τι την τάιζες;
    - Πάντα τα καλύτερα και μάλιστα φθηνότερα.
    - Αν βάλω χεράκι στο καθάρισμα παίζω στα προσεχώς;
    - Στα πόσα αλλάζεις φλάντζα;

  2. «… Θα μου πεις η Nikon δεν έχεις autofocus, αλλά η φωτογραφία δρόμου γίνεται κατά κανόνα μέρα, σε άπλετο φως. Σε αυτά τα εστιακά μήκη και γύρω στο f8 με f11, το βάθος πεδίου είναι γιγαντιαίο, πόσο δύσκολο είναι να το πετύχεις; Ότι πρέπει για τον... φτωχό, ερασιτέχνη, δρομιάρη καλλιτέχνη….»
    (αγορασμένο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατάσταση κατά την οποία όλα τα αυτοκίνητα είναι ακινητοποιημένα λόγω υπερβολικής κίνησης, με συνέπεια το σκηνικό να μοιάζει με φωτογραφία.

Συνώνυμο: πάρκινγκ.

Προϊστάμενος: Τι ώρα είναι αυτή που έρχεσαι στη δουλειά ρε άχρηστο υποκείμενο;
Κακομοίρογλου: Με συγχωρείτε κύριε προϊστάμενε, αλλά σήμερα έχουν απεργία τα λεωφορεία, και η εθνική είναι φωτογραφία.

(από Khan, 15/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

'Οταν ένας οδηγός παίρνει πολύ απότομα στροφή και το αμάξι (ή άλλο μεταφορικό μέσο) πετάγεται πολύ απότομα, αλλά συνήθως ο οδηγός δεν χάνει τον έλεγχο.

Σε αυτή την στροφή θα μπω με τις μπάντες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το χάρβαλο που προέρχεται κατά μια ακόμα ετυμολογία από το άρβαλον, (απ’ τη ρίζα -ρα- > ρήγνυμι (γ>β) > ραβάσσω > αρραβάσσω (α, ευφωνικό.) > αραβέω > άραβος > αρβαλώ) που σχετίζεται ως προς τη σημασία με το ρήμα αρβελίζω που σημαίνει κόβω σε μικρά κομμάτια.

1. Σημαίνει κάτι που είναι χάρβαλο, σαράβαλο, ξεχαρβαλιασμένο, και γι’ αυτό κάνει θόρυβο.

Όπως έφη ο acg, χάρχαλο είναι το ξεχαρβαλωμένο πράγμα, κάτι που έχει προ πολλού χάσει το αρχικό του σχήμα· βρίσκοντας σύμφωνο τον xalikoutis πως χάρβαλο κατράβαλο είναι παιδική λέξη για το χάρχαλο ή το σαράβαλο (εδώ).

Όταν αναφερόμαστε σε κτίρια, οικοδομήματα ή κατασκευές σημαίνει ερείπιο, ρημάδι.

2. Για πρόσωπα είναι ένας μειωτικός χαρακτηρισμός που σημαίνει χαζός, βλάκας, μαλάκας που έχει πάρει ψηλά τον αμανέ.

Aν αναφερόμαστε σε ηλικιωμένους δίνεται έμφαση στη μεγάλη ηλικία και υπονοείται πως είναι ανήμπορος σωματικά, ξεκουτιασμένος, ραμολί.

3. Στον πληθυντικό χάρχαλα σημαίνει αρχίδια, προφανέστατα αντί του χαρχάλια.

Οι εκφράσεις μου ‘κανες τ’ αρχίδια χάρχαλα ή μου τα ‘κανες χάρχαλα είναι ταυτόσημες με τις: μου ‘σπασες/ζάλισες τ’ αρχίδια, μου τα ‘πρηξες/ζάλισες.

4. Κυρίως στον πληθυντικό σημαίνει τα άχρηστα μικρά κομματάκια, θρύμματα, σκουπίδια που προέρχονται από την κατεργασία/επεξεργασία κάποιας πρώτης ύλης για να δημιουργηθεί κάποιο χρήσιμο αντικείμενο / προϊόν.

Εξού η φράση είναι για τα χάρχαλα σημαίνει πως κάποιος ή κάτι είναι άχρηστο/για τα μπάζα, για τα σκουπίδια, για τα τσακίδια, για τον πούτσο.

5. Όταν αναφερόμαστε σε μια κατάσταση είναι συνώνυμο του μπάχαλο.

Υπάρχουν και τα κάργα σχετικά:

6. ο χαρχάλας, χαρχαλάς,

7. η χαρχάλα,

8. η χαρχάλω,

9. Τα ρήματα χαρχαλεύω, χαρχαλίζω, χαρχαλώ σημαίνουν κάνω θόρυβο ψάχνοντας, ψαχουλεύοντας, ανακατεύοντας διάφορα πράγματα αλλά και χαϊδεύω, πασπατεύω, γαργαλεύω, σκαλίζω, αφρατεύω το χώμα, μαστορεύω.

Σχετικό και το Κερκυραϊκό χαρχαλιάζω που σημαίνει «δοκιμάζω».

Όταν ένα ζευγάρι χαρχαλεύεται σημαίνει πως ερωτοτροπεί, βρίσκεται στα προκαταρκτικά.

Προέρχονται από το χαλεύω (με αναδίπλωση του χαλ-, κι ανάπτυξη υγρού στην προπαραλήγουσα λόγω της παρουσίας υγρού στη λήγουσα) που σημαίνει ψάχνω (αναζητώ, ζητώ, γυρεύω, θέλω –από το «σκαλίζω» ή το «χαλώ»: διαλύω τα ενωμένα, αραιώνω τα πηχτά, ανοίγω τα κλεισμένα).

Μια άλλη ετυμολογία τα θεωρεί ηχομιμητικά.

  1. «…είχα κι εγώ ένα χάρχαλο αμάξι εικοσαετίας που δεν το κινούσα σχεδόν καθόλου παρά μόνο αν χρειαζόταν για το παιδί...»

  2. «…Πολλοί πιστεύουν ότι είμαι ηλίθιος και μηδαμινά ταξιδεμένος που δε γουστάρω τη Σαλόνικα. Τουλάχιστον για το δεύτερο είναι πολύ σωστοί. Μα δε μπορώ το άναρχο μπάχαλο, πρασινοτσιμεντένιο με βούλες από πολιτισμό μεταφρασμένο σε δυο-τρία πέτρινα χάρχαλα σε κεντρικά σημεία…»

  3. «-σιγά ρε θείο. Και εμείς αγαπήσαμε αλλά δεν κάναμε έτσι. Κάναμε χειρότερα.
    -ρε χάρχαλο , δεν την αγάπησα. Αλλά η γυναίκα είναι απίστευτη. Σε περίπτωση που είσαι ολίγον πιτσιρικάς και ολίγον πουτανοκαψούρης, άνετα και με συνοπτικές το κάνεις το έγκλημα...»

  4. «…Ένα παιδαρέλι, ένας δανδής, ένα χάρχαλο. Δεν ηξεύρω κιόλας, αν ημπορούσε, κατά τη σκαμπρόζικη ιδέα του Βάρναλη, να γαμεί. Έχει το μυαλό ενός μεγάλου παιδιού. Ό,τι και να ειπεί είναι παρόλες και λύματα. … Ο Σιδώνιος με την ποίησή του, θαρρεί ότι θα φωτίσει τον κόσμο. Και γι’ αυτό τα δίνει όλα για την ποίηση. Και τη ζωή και το θάνατο. … Ωστόσο από το ζωηρό Σιδώνιο λείπει το καίριο. Εκείνο που δεν έλειψε βέβαια από τον Αισχύλο. Του λείπει η χάρη της αληθινής γνώσης. Του λείπει η φυσική διαλεκτική με τη σκληρότητα του κόσμου και της ζωής, που είναι ανεκλάλητα αδυσώπητη. Εντελώς αναγκαία όμως για τη μεγάλη τέχνη…»

  5. «…Εγώ έτυχε να αγοράσω απ’ αυτόν τον χάρχαλο, το φίλτρο αέρα που έχει το VTEC αφού τσακωθήκαμε μέχρι να τον πείσω ότι το φίλτρο που κάνει για το δικό μου είναι αυτό του μοντέλου 1998 (δεν υπήρχε στον κατάλογο το μοντέλο το δικό μου....και ήταν και 2003 ο κατάλογος!!!) ήθελε να του πάω και όλας το mail που μου έστειλαν απ’ την Αμερική κάποια παιδιά που μου έλεγαν ότι είναι ίδιο το φίλτρο με του 1998. Ποτέ ξανά απ’ τον τύπο γιατί το υφάκι μου την δίνει στον εγκέφαλο...»

  6. «…Αυτό το χάρχαλο ο Δεξιοκουμουνιστής όπου υπάρχει μάσα μέσα είναι. … Μας έχουν ζαλίσει τα ούμπαλα με τη μουσική του. Και λοιπόν; Όταν θέλει να προβληθεί κάνει τον κουμουνιστή μετά το γυρίζει στη δεξιά για να τα κονομήσει…»

  7. «…Όσο για τη Λάτσιο δε με νοιάζει που ήταν άουτ το γκολ. Με νοιάζει που έξυνε τα χάρχαλα του. Και το γκολ μέτρησε…»

  8. «…Ρε συ μ..1 τι πράγμα είναι αυτό με σένα ρε τρεις μέρες τώρα; τι ζόρι τραβάς και τους έχεις κάνει τ’ αρχίδια χάρχαλα των ανθρώπων εδώ μέσα; Σεβάσου ρε κακομοίρη το χώρο που σε φιλοξενεί. κι εγώ αλλόθρησκος είμαι αλλά σέβομαι το χώρο εδώ μέσα…»

  9. «…Κατά την πορεία της μεταφοράς ο αγωγιάτης-αγγειοπλάστης έπρεπε να επαγρυπνεί μην τυχόν εκτραπεί ο γάιδαρος από τη μέση του δρόμου και προσκρούσουν τα τσίκαλα σε κανένα τράφο ή δέντρο και γίνουν χάρχαλα….»

  10. «Β…ς Μ…ς – Το προσωπικό μου πουλέν εδώ και χρόνια. Κάτι όμως μου λέει, ότι θα είναι λίγο για τα χάρχαλα. Μην με ρωτάτε να σας εξηγήσω, το είδα σε όνειρο…»

  11. « Είτε αποποινικοποιήσουμε είτε όχι (την ινδική κάνναβη) το ίδιο χάρχαλο θα γίνεται. Μην την ψάχνετε…»

  12. « Μα είναι δυνατόν κάποιοι γραφειοκράτες, καρεκλοκένταυροι, δεινοσαυρίσκοι του χειρίστου είδους να εκθέτουν έτσι μια ολόκληρη χώρα και κανείς να μην κάνει κάτι επιτέλους; Δεν υπάρχει πολιτική ηγεσία, σ’ αυτό το χάρχαλο που λέγετε ΥΠΑ, να τρίξει λίγο τα δόντια;..»

  13. «…Η άμυνα όπως καταλάβατε έκανε μεγάλο παιχνίδι όμως το κλειδί ήταν ότι στη μεγαλύτερη διάρκεια του αγώνα το κέντρο ήταν συγκροτημένο κι όχι χάρχαλο…»
    (όλα απ’ το δίχτυ)

  14. - Πώς και δεν ακούγονται τα πιτσουνάκια;
    - Θα χαρχαλεύονται ακόμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified