Selected tags

Further tags

Το Nissan Qashqai, ως αντίθετο του Nissan Picra.

Ιδέα του Jonas.

Έδωσα απόσυρση ένα Νισάν Πίκρα και πήρα ένα Νισάν Τασπάει!

(από nick, 30/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Συνήθως το λέμε για τον βοηθό οποιασδήποτε ειδικότητας, ο οποίος το παίζει έξυπνος και πολύξερος.

..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι τελειωμένοι auto-motάκηδες, την καύλα την λένε «στροφιλίκι», τον δε οργασμό φουρκέτα.

Στροφιλίκια αποκαλούνται οι ορεινές και απόκρημνες φιδίσιες διαδρομές. Η δε βασίλισσα του στροφιλικίου είναι η φουρκέτα: η στροφή 180 μοιρών που προκαλεί σε κάθε επιζήσαντα φλοκοπόταμους αδρεναλίνης.

Αατα.

  1. Γρεβενά-Χιονοδρομικό Βασιλίτσας-Κόνιτσα: Αυτή η διαδρομή ρε μάγκες θα μου μείνει αξέχαστη.Η ανάβαση στο Χιονοδρομικό είχε μια τέλεια άσφαλτο και στροφίλικι να σου πέφτουν τα χέρια. Φουρκέτες φουρκέτες φουρκέτες (ό,τι πρέπει για mottard).

(από εδώ)

  1. Στροφιλίκια και μάσα... Τι φαγητό πρέπει να αποτελεί το επιστέγασμα ενός στροφιλικιού;
  • Κρεατικό στα κάρβουνα με τα κλασικά συνοδευτικά (φέτα, πατάτες, τζατζίκι, χωριάτικη κλπ) ή, για το καλοκαίρι, ψαρικά/θαλασσινά: 83%
  • Ιταλική κουζίνα: 5%
  • Διεθνής κουζίνα ή nouvelle cuisine: 3%
  • Βρώμικα (καντίνες, φαστφουντάδικα της κακιάς ώρας): 3%
  • Μαγειρευτό (μουσακάς, μελιτζάνες, γεμιστά, κοκκινιστό...): 3%
  • Χάμπουργκερ από Goody's, McDonald's ή αντίστοιχα μαγαζιά: 2%
  • Γερμανική, σουηδική, γενικά κεντροευρωπαϊκή κουζίνα: 2%
  • Γαλλική κουζίνα: 0%
  • Ιαπωνική, κινέζικη, πολυνησιακή κ.α. εξωτικές κουζίνες ή fusion: 0%
  • Αγγλική κουζίνα (fish'n'chips, kidney pie, χοιρινό βραστό με σάλτσα μέντας - καημένο ζωντανό - κλπ, σερβιρισμένα με χλιαρή μπύρα): 0%

(Από εδώ)

Στροφιλίκια με φουρκέτες on the road to Πάπιγκο (από Vrastaman, 03/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το Πονηρόσκυλο, αυτό που κάνουν οι μοτοσυκλέτες στην μία ρόδα, και τα σκυλιά στα δύο πόδια (κάτι παραπάνω θα ξέρει). Επίσης: Το να στέκεται κάποιος ακίνητος μπροστά σε κάποιον (συνήθως ιεραρχικά ανώτερο) και να δείχνει απόλυτη πειθαρχία και φόβο.

Ετυμολογία: σούζα < ιταλικό suso < λατινικό επίρρημα su(r)sum = κίνηση από κάτω προς τα πάνω < subversum (σουπίνο) < subvertere = αναστρέφω, ανατρέπω < sub (= υπό) + vertere στρέφω, τέρπω.

Να μην συγχέεται με το τσούζει Σούζη;. Ή μήπως να συγχέεται;

Η πεθερά τους έχει όλους σούζα στο σπίτι! Δεν τολμά κανείς να της φέρει αντίρρηση!

John Philip Susa / Washington Post (από panos1962, 30/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση προερχόμενη από το χώρο του αυτοκινήτου. Κυριολεκτικά σημαίνει πως έχω άνεση με τις γρήγορες εναλλαγές σχέσεων στο κιβώτιο όταν ξεκινώ από στάση και κινούμαι με χαμηλές ταχύτητες ώστε το εργαλείο να μη μου σβήνει ποτέ.

Σλανγκιστί, άνεση στις πρώτες-δεύτερες έχει ένας άνθρωπος σπίρτο, ένα τσακαλάκι που του κόβει, έχει γρήγορη σκέψη με επιταχύνσεις και σβέλτες αλλαγές, χωρίς να κωλώνει από σαρδάμ ή από κεραυνοβόλα αντεπιχειρήματα του συνομιλητή, είναι ετοιμόλογος και ετοιμόσλανγκος, τέσπα ένας ρήτορας με χρόνους dt.

Δευτερευόντως, ο γράφων άκουσε την έκφραση να χρησιμοποιείται για να εξάρει τις αφηγηματικές ικανότητες κάποιου, κάτι που δεν είναι ολωσδιόλου ξένο με την προηγούμενη ερμηνεία.

  1. [παλιό ανέκδοτο]
    - Λοιπόν μισό λεπτό να ρωτήσω το αφεντικό αν έχουμε το μισό κρεβάτι που θέλετε... ΑΦΕΝΤΙΚΟ! Χρειάζομαι μισό κρεβάτι για πελάτη! Έχουμεεε;
    - [Ρουμάνος, από το βάθος, αγνοώντας ότι ο πελάτης είναι παρών] Πες του μαλάκα με τις πίπες του να μην πατήσει στο μαγαζί. Ακούς εκεί!
    Ο πελάτης προσβάλλεται και πάει να αγριέψει. Ο πωλητής ψύχραιμος, φωνάζει ξανά και ταυτόχρονα επεξηγεί:
    - Όχι αυτός! Εδώ έχω έναν άλλο κύριο που θέλει να αγοράσει το άλλο μισό!...
    Ο αφεντικός πλησιάζει ανήσυχος και, αφού το ντηλ λήγει με επιτυχία, επαινεί τον πωλητή του:
    - Μπράβο ρε μεγάλε! Έχεις άνεση στις πρώτες-δεύτερες! Λοιπόν, επειδή είμαι φοβερά ευχαριστημένος με την πάρτη σου, σου κάνω δώρο για την άδειά σου ταξιδάκι στη Βραζιλία!
    - Νά ’σαι καλά! Αλλά στη Βραζιλία; Μόνο πουτάνες και ποδοσφαιριστές έχει...
    - Για στάσου ρε συ, η γυναίκα μου είναι από τη Βραζιλία!
    - Αλήθεια; Σε ποια ομάδα παίζει;

  2. [άλλο παλιό ανέκδοτο]
    - Και που λέτε παιδιά, πέφτω πάνω σε μια αντιλόπη τρία μέτρα ύψος. Μπάμ! Πάρ’ την κάτω!
    - Και τι έκανες;
    - Πού να την κουβαλήσω μόνος μου... Κόβω ένα πόδι για μεζέ και το βάζω στον ώμο μου.
    - Μετά;
    - Δεν κάνω δυο βήματα, βλέπω δεύτερη, ακόμα πιο μεγάλη! Μπαμ! Τέζα κι αυτή!
    - Και;
    - Ε τι και; Πόδι στον άλλον ώμο και συνεχίζω..
    [Εκείνη τη στιγμή τον διακόπτει το κινητό του, τον απορροφά για λίγα λεπτά η συνομιλία κι έπειτα γυρνά αφηρημένος στην ομήγυρη που κρέμεται από τα χείλη του]
    - Πού ήμουνα;
    - Είχες τα δυο πόδια στους ώμους.
    - Ε, και της ρίχνω ένα γαμήσι...
    - Χαχαχα, παραμύθια μεν, άνεση στις πρώτες-δεύτερες δε... Ζαγοραίος!

Άνεση του Γουγανέλη στις πρώτες δεύτερες. Σταύρος Τσιώλης, Ας περιμένουν οι γυναίκες. Γιάννης Ζουγανέλης, Σάκης Μπουλάς, Αργύρης Μπακιρτζής (από patsis, 06/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας εραστής που έχει καλή εκκίνηση και επιτάχυνση στις πρώτες ταχύτητες. Δηλαδή μπορεί εύκολα να (ξανα)περιέλθει σε στύση και να είναι μάχιμος. Ακόμη και μετά από κόκκινα φανάρια, δηλ. αντικούκου καταστάσεις ή και από πολλαπλούς οργασμούς.

Η ιδιότητα αυτή είναι αναγκαία συνθήκη για να είσαι καλός εραστής, αλλά όχι επαρκής. Πολλές φορές, αυτός που φτάνει γρήγορα ως την πέμπτη έχει άλλες παρενέργειες, λ.χ. γρήγορη εκσπερμάτιση, μη συντονισμό με την παρτενέρ κτλ. Αλλά αυτό είναι άλλης σλανγκομούνας Πουτσοπόλιταν.

Ανασεισιφάλλων διάλογος (σ.ς.: αν οι κορασίδες είχαν άνεση στη σλανγκική):
Σούζι: Ποιον μαλάκα να χτυπήσουμε; Τον ψηλό ή τον χοντρό;
Λαρίσα: Πάρε εσύ τον χοντρό. Σ.: Μα του έχεις ήδη χτυπήσει τέσσερεις φραπέδες κι έναν ποδό-.
Λ.: Άλλο εκείνο, δεν έχει να κάνει! Έχει άνεση στις πρώτες- δεύτερες! Να δεις για πότε θα τα καταφέρει!
Σ.: Και τότε γιατί δεν τον παίρνεις εσύ;
Λ.: Έχει υπερβολική άνεση! Ούτε ένα τραγούδι δεν περνάει κι έτοιμος ο φραπουτσίνο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξάρτημα του αυτοκινήτου που εισήχθη αρχικά ως αξεσουάρ πολυτελείας και από το '40 και μετά αποτελεί τμήμα του βασικού εξοπλισμού. Μέχρι το '70 τις υπηρεσίες του γυαλοκαθαριστήρα απολάμβανε μόνο το παρμπρίζ αλλά μετά επεκτάθη η χρήση του και στο πίσω τζάμι, στους προβολείς καθώς και στα γυαλιά του Ελτον Τζον.

Διάφορες προσπάθειες έγιναν για αντικατάσταση του κλασικού μηχανισμού από εξελιγμένα συστήματα (υπερήχους, αεροπίδακες κ.α.) αλλά απέτυχαν γιατί δεν μπορούν αυτά τα νεωτερίστικα συστήματα να αποθαρρύνουν τον Πακιστανό στο φανάρι, να μας πλύνει το τζάμι με το ζόρι. Αντιθέτως ο παραδοσιακός μηχανισμός, άπαξ ενεργοποιηθεί καταλλήλως μπροστά του, τον κάνει να νιώθει παντελώς άχρηστος και πεμπτοκοσμικός, ιδιαίτερα αν συνοδεύεται από το χαρακτηριστικό ειρωνικό μειδίαμα ανωτερότητος, οδηγώντας τον μετανάστη στην οριστική απόσυρση από τον επιβουλευόμενο στόχο.

Μεταφορικά ως χαρακτηρισμός ανθρώπου, γυαλοκαθαριστήρας λέγεται αυτός που αλλάζει συνεχώς θέση και άποψη με μιά φυσικότητα στην κίνηση, που θα ζήλευε μέχρι και το Μαράκι το Δαμανάκι.

- Ρε, θα μας τρελλάνει ο Μάνος; Αυτός δεν είχε πρωτοεισάγει το νόμο που χάριζε το 2% του τζίρου στους εκδότες; Τώρα βγαίνει και κάνει δήθεν αγώνα για την κατάργησή του;
- Μιλάμε και για γαμώ τους γυαλοκαθαριστήρες το άτομο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με μεγάλη ταχύτητα, του σκοτωμού, κομμάτια, σπασμένος. Επίσης: μαλλιοκούβαρα, κουβάρια.

  1. Κατεβαίναμε χτες τη Συγγρού με τον Κωστάκη, μαλλιά σου λέω... Βελάξανε τα μηχανάκια φίλε, τους ήπιαμε το αίμα.

  2. - Ρε φίλε, το έμαθες με τη νταλίκα που έπεσε σε στάση λεωφορείου; Χτύπησε μια γιαγιά κι έγινε πουλάκι...
    - Αφού πήγαινε μαλλιοκούβαρα ο μαλάκας ο οδηγός, τι ήθελες δηλαδή;

(από pvnrt, 27/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοριτσίστικη ή παιδική έκφραση, ισοδύναμη τής «αλλάζω τα φώτα (κάποιου/κάποιας)». Παράλληλα με τις έννοιες που εκεί αναλύονται, εκφράζει μια οργή ή απειλή απέναντι στον συνομιλητή μας. Ίσως η αρχική έκφραση είναι πολύ χάρντκορ για τις πιανίστριες.

Αυθεντικά ακουσμένη σλανγκιά που έπρεπε να καταγραφεί, sad but true.

  1. - Μαμάαα, ο Νίκος πάλι κατεβάζει ταινίες από το ίντερνετ!
    - Ρε μικρέ ρουφιάνε θα σε σκίσω, θα σου γ...
    - Νίκοοοο!
    - Θα σου αλλάξω τα λάδια ρε αμα σε πιάσω!

  2. - Τους έχω πει χιλιάδες φορές να μη μου τα στέλνουν χύμα αλλά με επιστολή! Νισάφι πια!
    - Άσ' τους ρε Ελένη, ξεκόλλα.
    - Θα σου πω εγώ, αν μου ξαναστείλουν έτσι έγγραφα θα τους τηλεφωνήσω και θα τους αλλάξω τα πετρέλαια!

(από Galadriel, 09/09/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κωλοφτιαγμένο αμάξι, το γκαζώνεις και ξηλώνει την άσφαλτο.

Ετυμολογείται εκ του ''κτήνος'', του οποίου συνιστά προφανώς κάποιου είδους υπερθετικό. Εννοείται ότι το απλό ''κτήνος'' δύναται να χαρακτηρίζει, εκτός των αμαξιών, και σωματώδεις ανθρώπους, τεράστια κτίρια ή πλεούμενα κ.ο.κ.

Μόνο τα άλογα (η καθαρή ισχύς δηλαδή) δεν αρκεί για να χαρακτηρισθεί ένα τετράτροχο ως κτηνάρι. Επιβάλλεται να έχει πέσει και το καθιερωμένο στους κύκλους των καγκουροειδών ''φτιάξιμο'' (οι Αμερικάνοι το λένε και customizing).

Mια Ferrari είναι μάλλον απρεπές να την πεις ''κτηνάρι'' (διότι αυτόν που θα είχε τα φράγκα να την αγοράσει δύσκολα τον λες κάγκουρα, όπως και να 'χει). Θα την πεις απλά κι αγαπημένα ''κτήνος'', χρησιμοποιώντας παράλληλα κι άλλες κλισεδιάρικες εκφράσεις όπως π.χ. ''η καρδιά του κτήνους'' (όταν αναφέρεσαι στον κινητήρα) κ.λπ.

Δηλαδή τώρα δε φτάνουν όσα είπα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified