Selected tags

Further tags

Αυτοκίνητο όχημα, παλαιάς μη αντιρρυπαντικής τεχνολογίας (δηλαδή άνευ καταλύτου, καίον βενζίνην αποκλειστικώς τύπου απλή ή σούπερ), το οποίο έχει υποστεί εκτενείς μοντίφες (μετατροπές), προς αύξηση της γελοιωδέστατης ιπποδύναμης του, ή της επίσης αστείας εμφάνισής του.

Ο χαρακτηρισμός αυτός πηγάζει από την υπερβολική εκπομπή ορυκτελαίου από την εξάτμιση και από τον χαρακτηριστικό ήχο του καρμπυρατέρ που θυμίζει κατά κάποιους τον ήχο φριτέζας εν πλήρη λειτουργία.

Αυτό το είδος οχήματος οδηγείται κατά κύριο λόγο από ένα ακραίο είδος κάγκουρα, που δεν γνωρίζει ότι το συνολικό κόστος των μετατροπών που έκανε, χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα, υπερβαίνει το ΑΕΠ πολλών αφρικανικών χωρών.

-Τί ειναι αυτό το χρέπι που πέρασε με την αεροτομή-σιδερώστρα;
-Κάτι σε Datsun δεκαετίας '80 μου φαίνεται.
-Ναι, μάλλον Datsun Cherry έκδοση Friteza GL!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουτί είναι το αυτοκίνητο κατά τους μοτοσικλετιστές. Λογικό δεδομένου του σχήματός τους.

- Γύριζα ρε φίλε, και η Ακαδημίας ήταν γεμάτη κουτιά, ούτε σφήνα δε μπορούσα να κάνω...

(από Vrastaman, 09/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Σκωπτικός χαρακτηρισμός για παλιό ή κατεστραμμένο αυτοκίνητο (δηλαδή όπως κατάντησε το ολοκαίνουριο αμάξι του Αλεξανδράκη η φίλη της Βουγιούκλως στη «Σοφερίνα» 1964), αλλά ήδη εν γένει άχρηστο μεταλλικό αντικείμενο και
    ευρύτερα οτιδήποτε μεγάλης ηλικίας (πράγμα ή και πρόσωπο) π.χ. ηλεκτρική συσκευή, πουράκλα κλπ.

  2. Παλιά έκφραση για το μακρύ ξίφος που έσερναν μαζί τους οι αξιωματικοί των σωμάτων ασφαλείας προ αιώνος και

  3. Μετωνυμικώς, περιπαιχτικό σχόλιο για τους ίδιους τους αξιωματικούς (παλιο-σακαράκας=καραβανάς).

Ιταλικής προελεύσεως (αλλά δεν θυμάμαι από πού), που υπέστη σημασιολογική φθορά με την πάροδο των χρόνων, όπως άλλωστε και η παλιοκαιρίσια λέξη γαζέτα (εφημερίδα <ιταλ. gazetta σήμερα giornale/quotidiano-a, που κληρονομήσαμε όμως από τους Τούρκους που ακόμα λεν τον δημοσιογράφο/ρεπόρτερ gazeteci=γαζετατζή ή haberci=χαμπερτζή), της οποίας η παλαιότερη χρήση αναφέρονταν σε μεγάλο στρατσόχαρτο<ιταλ. straccia carta (σεντόνι) και ιδίως τεράστιο χαρτονόμισμα μηδαμινής αξίας, (συνήθως ένεκα υποτιμήσεως της μονέδας).

Συνώνυμα: Κάρο, καρούλι, ψαροκασέλα (βλ. «Ο Ταξιτζής» με τον Χατζηχρήστο 1964), παντόφλα, καφεκούτι, σαράβαλο, μπα(γ)κατέλα, σαπάκι, κωλοκοτρωνέικο (π.χ. σουγιάς) κ.α.

- Πάμε Σαλονίκη το σουκού;
- Ναι αμέ! Με τί θα πάμε;
- Με το τουτού!
- Ποιό μωρέ; Με τί; Με τη δική σου τη σακαράκα;
- Γιατί δε σ’ αρέσει;
- Μωρέ μ’ αρέσει, αλλά μας βλέπω να τρώμε σουβλάκια στον Πασιάκο περιμένοντας την ΕΛΠΑ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αποκαλείται ο τύπος του αυτοκινήτου που συνδυάζει υψηλές επιδόσεις με μικρή αναλογικά ενεργητική και παθητική ασφάλεια.

Χαρακτηριστικά ο όρος αποδίδεται συχνά στα μοντέλα Peugeot 106 Rallye, Citroen Saxo VTS, Fiat Punto GT, Fiat Uno Turbo κ.λπ., δηλαδή μοντέλα με αγωνιστικό στήσιμο και μεγάλη ιπποδύναμη σε λίγα σχετικά κυβικά, που σε προ(σ)καλούν να τα γκαζώσεις, με αποτέλεσμα να πηγαίνεις κωλοπαντιέρα γειώνοντας τους κανόνες ασφαλούς οδήγησης.

- Δεν του φτάνει που έκατσε ένα μήνα στο νοσοκομείο μετά την τράκα, με το που βγήκε άρχισε να ξεσκονίζει τα σάιτ μεταχειρισμένων αυτοκινήτων για να βρει νέα γκαζοσκοτώστρα.
- Όταν έβρεχε μυαλά, κρατούσε ομπρέλα.

Fiat πούντο; (από allivegp, 14/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Όταν κάποιο καρφί μας δώσει στεγνά και βρούμε μπελάδες. Το χρησιμοποιούμε κατά κύριο ρόλο όταν κάποιος φωνάξει τους μπάτσους να σε δέσουν. (βλ. παράδειγμα 1).

  2. Η δεύτερη έννοια του λήμματος είναι η ευρύτατα γνωστή στους κάγκουρες και τους γκαζοφονιάδες πρόκειται για την καρφωτή ταχύτητα όπου οι επίδοξοι οδηγοί χωρίς συμπλέκτη, με γρήγορες κινήσεις κουμπώνουν την ταχύτητα με σκοπό να κερδίσουν πολύτιμα δευτερόλεπτα στη κόντρα. (βλ. παράδειγμα 2).

  1. -Τα 'μαθες τα νέα;
    -Ποιά νέα;
    -Δέσανε τον Μιχαλάκι απο καρφωτή!
    -Έλα ρε, αληθεια;
    -Ναι ρε!
    -Να σε ρωτήσω κάτι;
    -Για χώσε!
    -Ποιός ειναι ο Μιχαλάκης;

  2. -Χθές τι έγινε; Τα στήσατε;
    -Ναι και πάνω που του 'ριχνα 3 κολώνες σπάει το σασμάν απο καρφωτή.
    -Τσαγάκι εεε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται και για να δηλώσει τρακάρισμα αυτοκινήτου ή μηχανής.

Το σουτάρισε το αμάξι ο Γιάννης.

Got a better definition? Add it!

Published

Υποτιμητικά ο άσχετος οδηγός. Βγαίνει από το ψευδώνυμο του ραλίστα Βαρδινογιάννη.

Τι έκανε ρε ο τζίγκερ; Το γάμησε τ' αμάξι!

EΛΛΗΝΙΚΟΤΑΤΟ! (από BuBis, 26/10/09)Γιάννης Βαρδινογιάννης (Τζίγκερ) (από panos1962, 31/10/09)... του φέρνει λίγο, έτσι; (από patsis, 10/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα αργής και αγανάκτησης προς κάθε μαλάκα της ασφάλτου.

- Ρε τον πούστη τον μπάρμπα-Μπρίλιο, πάει με 60 στην δεξιά λωρίδα... - Το ένα χέρι στο τιμόνι, το άλλο μες' το παντελόνι, το ένα κάνει περιστροφικές και το άλλο παλινδρομικές!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για την «Africa Twin» της HONDA. Ο αναβάτης της λέγεται αφρικάνος. Πολύ πετυχημένο μοντέλο, κρατάει επί σειρά ετών τα σκήπτρα στις μηχανές εντός και εκτός δρόμου.

  1. Βρήκα αφρικάνα τρίτο χέρι, αλλά τζαμένια! Λέω να την πάρω.

  2. Πήγαμε με το παπί και γίναμε ρεντικότες. Όλο αφρικάνοι και Vstromάδες. Γελούσαν όλοι μαζί μας.

Africa Twin, HONDA (από panos1962, 30/10/09)Αφρικανός (από panos1962, 30/10/09)έλα να κάνουμε κονέ... (από BuBis, 30/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το μηχανάκι ή μηχανή, κυρίως με δίχρονο κινητήρα, ο οποίος είναι κατασκευασμένος έτσι ώστε από κάποιες στροφές και μετά να ροπιάζει απότομα. Το διάγραμμα ροπής συναρτήσει των στροφών του κινητήρα, δηλαδή, παρουσιάζει σκαλοπάτι (ευχαριστώ τα Δ.Π. και τον jesus για τα τεχνικά).

Εκτός του κινητήρα -που γαμεί- το υπόλοιπο μηχανάκι έχει τα απολύτως βασικά. Δυο ρόδες, ένα τιμόνι, τεπόζιτο και μανιβέλα.

Ο χειρισμός του ξερού απαιτεί μπαλετικές κινήσεις, ψυχραιμία πιλότου, μάτι αετού και χέρι χειρούργου.

Για να μάθεις να το βάζεις μπροστά θέλεις ιδιαίτερα από βετεράνο.

Η συντήρηση του απαιτεί από τον «πιλότο» να λαδώνει νυχάκι κάθε μέρα και νά 'χει και κολλητό το μάστορα.

Είναι ξερό, ξερό, κατάξερο. Τι άλλο να γράψω.

Γαμεί να τό 'χεις:

  • αν είσαι τσομπάνος,
  • κυψελιώτης,
  • ληστής.

    Πολλά ευχαριστώ στο φίλο και σύσλαγκο beth.

- Ρε μαλάκα πάμε για μπούκα;
- Όχημα;
- Ε, να φάμε κάνα ξερό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified