Selected tags

Further tags

Μοτοσυκλετιστικός όρος. Αφορά τις επιδόσεις δίχρονων, ως επί το πλείστoν, κινητήρων, που δεν έχουν ομαλή κατανομή ισχύος και η υψηλή τους ιποδύναμη εμφανίζεται απότομα σε κάποιες στροφές του κινητήρα.

Ο «εξευγενισμός» και περιορισμός στα μικρά κυβικά των δίχρονων κινητήρων τείνει να εξαφανίσει τον όρο από το λεξιλόγιο των μηχανοχρηστών.

  1. – Το RD* έχει φοβερό μπαμ. Όταν πιάσει τις στροφές του δεν κρατιέται με τίποτα!

*(παλαιό δίχρονο της Yamaha, 350cc)

  1. – Αυτό το μηχανάκι δεν το πάω. Όσο και να το γκαζώσεις, δεν έχει μπαμ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρίβω το τιμόνι.

- Κόψε κόψε κόψε κόψε… ΟΠΑ! Ίσιωσε τώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το αγγλικό top το οποίο και σημαίνει κορυφή, κορυφαίος γενικότερα, και το συνθετικό μουν- από την λέξη μουνάρα. Αυτονοήτως αντιλαμβάνεσθε ότι πρόκειται για την κορυφαία μουνάρα γκόμενα στην κυριολεξία.

Σπανιότερα χρησιμοποιείται και για αντικείμενα που τυγχάνουν σεβασμού για την σχεδιασή τους, όπως αυτοκίνητα, μοτοσικλέτες κ.ά.

- Και νόμιζα την Τασία για μουνάρα, μέχρι που είδα την Ασπασία!!! Τι τοπ-μουν είναι αυτό!!!!!!!

Δες και τοπ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά, ογκώδης και ξεχαρβαλωμένη μοτοσυκλέτα.

- Με τη μηχανή θα πάει Κόρινθο;
- Ποια μηχανή... Με τη μπουργκάνα που έχει, ούτε αύριο δεν θα φτάσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αποτέλεσμα, ύστερα από λάθος χειρισμό μηχανισμού με γρανάζια. Συνοδεύεται από έναν απότομο μεταλλικό ήχο. Συνήθως χρησιμοποιείται σε μηχανολογικού περιεχομένου καταστάσεις.

Από συζήτηση σε συνεργείο:
- Ρε Λευτέρη, δεν κουμπώνει η δευτέρα με τίποτα. Έχασα μια αλλαγή χτες και άκουσα και κάτι. Τι είναι;
- Τι να είναι ρε μαλάκα, γρανάζι κούρεψες... και σου 'χω πει ρε κουλάδι, με προσοχή τις αλλαγές, να στρώσουν καλά οι βαλβολίνες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Aπό την Ιαπωνική εταιρία διαφόρων ανταλλακτικών μοτοσυκλέτας Yoshimura. Γιουσουμούρια ή Γιοσιμούρια είναι η αργκοτική εκδοχή και χρησιμοποιέιται κυρίως στους κύκλους των καγκουρό, κατόχων costumized μοτοσυκλετών και μοτοποδηλάτων.

Φίλε το παπί ειναι χαρτι. κατοστάρι μοτερ εχει επάνω, κοκκινη φρατζόλα, γιοσιμούρια, νίκελα κομπλε όλα.

(από Neron, 04/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Φορητό μικρό ηλεκτρικό ματάκι με πρίζα για το μπρίκι του καφέ.

  2. Είδος μικρού πυροτεχνήματος που σέρνεται φλεγόμενο στο έδαφος και σφυρίζει.

  3. Μηχάνημα - φορτωτάκι, άλλως εκσκαφάκι, πιο επίσημα φορτωτής πλάγιας ολίσθησης, αγγλιστί skid street loader. Πρόκειται για μικρό αυτοκινούμενο μηχάνημα, με τετράτροχη κίνηση στους δεξιούς και αριστερούς τροχούς, η οποία του επιτρέπει να είναι εξαιρετικά ευέλικτο, μέχρι και να κάνει πιρουέτες. Φέρει δυο βραχίονες, στους οποίους προσαρμόζεται ότι χωράει ο νους του ανθρώπου, φαγάνα, εκχιονιστήρας, χορτοκοπτικό, μπετονιέρα, πηρούνια και άλλα 16 που αναφέρει η Wikipedia και δεν ξέρω τι σημαίνουν.

  4. Χημικό καθαριστικό για λεκέδες ρούχων.

  1. - Ρε συ δεν έχεις κανένα γκαζάκι να κάνω τον καφέ, μ’ αυτό το διαβολάκι δέκα ώρες θα κάνω.
    - Το διαβολάκι κάνει το καλό καϊμάκι.

  2. Μια φορά Πάσχα, μετά την Ανάσταση, έχω κατέβει αρματωμένη (όπως κάθε Νησιώτισσα/ης που σέβεται τον εαυτό της/του) με καμιά εικοσαριά γουρούνες, διαβολάκια και συνδυασμούς των παραπάνω. (Τρεις γουρούνες μαζί δεμένες με μονωτική, γουρούνες με διαβολάκια για μίτσες, απλά πράγματα ψιλοετοιματζίδικα. Παλιά με τα αδέρφια μου φτιάχναμε τα δικά μας τρίγωνα κλπ, αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία). εδώ.

  3. Εδώ είναι η λίστα των αγγελιών από την κατηγορία διαβολάκια που προέρχονται από Ιταλία. Μπορείτε να ταξινομήσετε μεταχειρισμένα διαβολάκια ανά τιμή, έτος παραγωγής ή μοντέλο. Παρακαλούμε χρησιμοποιήστε την πλοήγηση στην αριστερή πλευρά για να περιορίσετε την αναζήτησή σας. Μπορείτε να διευρύνετε την αναζήτησή σας για διαβολάκια που προέρχονται από άλλες χώρες.εδώ.

  4. Πώς καθαρίζει το ρετσίνι απ' τα ρούχα;
    Προσπάθησε να δοκιμάσεις το διαβολάκι του λεκέ.

Άσχετο αλλά ωραίο. (από joe909, 16/08/11)(από joe909, 16/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που οδηγεί έχοντας πάντα αναμμένη την ενδεικτική λυχνία (λαμπάκι) προειδοποίησης έλλειψης καυσίμου στο αυτοκίνητό του.
Συνήθως αγνοεί επιδεικτικά τα πρατήρια βενζίνης και, ακόμη και όταν αναγκαστεί να ανεφοδιάσει επιτέλους το όχημά του, το ποσό της βενζίνης που βάζει είναι της τάξεως των 10 ευρώ. Έχουν αναφερθεί ωστόσο και περιστατικά κατά τα οποία ο άτυχος πρατηριούχος πληρώθηκε με κέρματα.

Τα αίτια της ψυχανωμαλίας αυτής δεν έχουν εντοπιστεί μέχρι σήμερα, αν και πιστεύεται πως οφείλεται στην ανάγκη δημιουργίας ψευδαίσθησης οικονομίας, καθώς ο καψολαμπάκιας αποφεύγει να δει άμεσα να φεύγει από το πορτοφόλι του προς την τσέπη του βενζινά ένα π.χ. ολόκληρο καφετί 50ευρο.

Τέλος, σύμφωνα με ανεπίσημες ερμηνείες του φαινομένου, ο καψολαμπάκιας ενδέχεται να ερεθίζεται από τον ήχο που κάνει ο κινητήρας όταν καίει χαλίκια, σκουπίδια και κάθε λογής φλόκι και πουρί που η βενζίνη εναποθέτει γλυκά στον πάτο του ρεζερβουάρ, μετά τα αλλεπάλληλα και υπεράριθμα γεμίσματα, νιώθοντας παράλληλα αυτοπεποίθηση για την αντοχή και τις επιδόσεις του αγαπημένου του οχήματος κάτω από αυτές της αντίξοες συνθήκες χρήσης.

  1. Ρε Γιάννη, γιατί είσαι τόσο καψολαμπάκιας; Θα μείνουμε πάλι στη μέση του πουθενά!

  2. Και του τα 'λεγα του καψολαμπάκια πως θα του μείνει ο κύλινδρος της Lancia στο χέρι κάποια μέρα...

  3. Έχεις κάνει τα βενζινάδικα εκκλησάκια ρε καψολαμπάκια!

  4. Shell γράφει η ταμπέλα, όχι ουφάδικο ρε καψολαμπάκια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενεργώ αντίθετα από κάποια δύναμη προσπαθώντας να ισορροπήσω κάτι. Χρησιμοποιείται κυρίως στη μηχανολογική ορολογία, για να δηλώσει ότι το αυτοκίνητο «κλωτσάει», δηλαδή αντιστέκεται στο ομαλό άφημα του συμπλέκτη, με αποτέλεσμα να ξεκινά άτσαλα.

- Καλορίζικο ρε φίλε το αμάξι! Πώς πάει;
- Άσε ρε φίλε δεν το έχω συνηθίσει ακόμα και σκορτσάρει συνέχεια... Κατά τα άλλα είναι βολίδα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καγκουροσλάνγκ εισαγωγής, που αναφέρεται στην ανάποδη σούζα. Δηλαδή το προοδευτικό αλλά έντονο και διακεκομμένο φρενάρισμα του μπροστινού τροχού, με αποτέλεσμα ο πίσω τροχός να σηκώνεται.

Ο όρος (ναι, έκανα έρευνα) προέρχεται από τα αγγλικά και είναι συντόμευση του «end over front», δλδ το πίσω πάνω από το μπρος, σε ελεύθερη μετάφραση. Τα τελευταία χρόνια ο όρος χρησιμοποιείται πολύ, και ήλθε μαζί με τα μοτάρ, τουλάστιχον στα μηχανάκια. Διότι τα μοτάρ είναι τα πιο κατάλληλα (ανάποδα καλάμια, γερά φρένα, 17άρης τροχός) μηχανακια για έντο.

Έχω την εντύπωση (διορθώστε με αν ξέρετε), ότι σαν φιγούρα προήλθε από τα ποδήλατα bmx, και μεταπήδησε στα μηχανάκια.

- Κι εκεί που πηγαίνω στη μία ρόδα, έξω από τα μπαράκια, μπανίζω ένα εξακύλινδρο γκομενάκι, πλακώνω τα τριπίστονα μπρέμπο, και το γυρνάω σε έντο. Πέφτοντας η κωλοσιά, σπάω μέση, κάνω λίγο burn-out, καπάκι ένα τετακέ, εφτά σκαμπίλια, και ακινητοποιώ το μωρό μου, μπροστά στο εμβρόντητο μωρό... - Ίσα ρε Βαλεντίνο! Όλα αυτά με το στρογγυλοφάναρο; - Όχι ρε Μπάμπη, με το δεκατεσσάρι του μπρο.
- Α, τώρα σε πιστεύω ρε φιδέμπορα!!

(από electron, 20/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified