Selected tags

Further tags

Το λέμε σε γηραιά, άμυαλη κυρία (εντός εισαγωγικών), τρελοκαμπέρω, αμφιβόλου ηθικής υπόστασης, η οποία καμώνεται και την ωραία και μοιραία... τρομάρα της.

Εκ του «αμόλα μωρή ψώλα».

Τι είναι αυτές οι μαλακίες που λες... Σκάσε μωρή φόλαψόλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για τον αντίπαλο πού επιφέρει συντριπτική ήττα λόγω απροσδόκητης κρυφής υπεροχής.

Όταν οι Πέρσες έκαναν εισβολή στην Ελλάδα, οι Αθηναίοι τους τον έπαιξαν στα δύο κωλομέρια πρώτα στον Μαραθώνα και αργότερα στην Σαλαμίνα.

(από guess, 24/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εργάτης του μουνιού.
Λογοπαίγνιο με τον «μιναδόρο», εργάτη ορυχείου.

ιδιο με τον ορισμο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αυτοερωτική πεοπαλινδρόμηση όταν εκτελείται χωρίς συνοδό μέσο διέγερσης όπως οπτικό υλικό (ντατσό ή μπανιστήρι) ή άλλο, και που απαντάται σε καταστάσεις μακροχρόνιας, ακραίας στέρησης, για να φύγουν τα χοντρά.

Συνήθως επιστρατεύεται υλικό που ανασύρεται εκ μνήμης από παλαιότερες σεξουαλικές εμπειρίες του υποκειμένου, σκηνές από τσόντες, πορνοστάρ, ή οπτικό υλικό που συλλέγει κανείς στον καθημερινό βίο του, στον δρόμο, στο γραφείο, στο μετρό, στο σούπερ-μάρκετ, οπουδήποτε τεσπά συναντά κανείς ποδόγυρο.

Όπως πίνουμε ένα ουζάκι ξεροσφύρι, δηλαδή χωρίς μεζέ, έτσι και η μαλακία-ξεροσφύρι εκτελείται άνευ πουτσομεζέ, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει ότι δεν δύναται να επαληθεύσει το ρηθέν υπό των Ημίζ «σαν πετύχει η μαλακία, τύφλα να 'χει το γαμήσι».

Άλλωστε, όπως είπε και ο Winston αναρχία Churchill, «Tί να τις κάνω τις γυναίκες αφού έχω το χέρι μου;»

Προφάνουσλυ, είχε βρει ν' ακουμπάει αλλού το ποτήρι του με το ουίσκι όταν έβλεπε τη West Ham στην tv.

Μετά τα γκάζια που μου έχωσε η ΕΜΘ Λχιας Τζοάννα επειδή δεν καθάρισα καλά το καζάνι, έγινα τόσο πύρκαυλος, πού τράβηξα τρεις ξεροσφύρι στη σκοπιά.

Πίνεται και ξεροσφύρι (από allivegp, 23/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα που απαντάει στην πρόποση «Εβίβα».

Ο Γεώργιος Γρίβας (Διγενής) ήταν αξιωματικός του ελληνικού στρατού, που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην απελευθέρωση της Κύπρου από τους Άγγλους ως ιδρυτής και αρχηγός της οργάνωσης ΕΟΚΑ και, σε αναγνώριση της προσφοράς του, πολλοί πίνουν και νερό στο όνομά του. Άλλοι πάλι, το πετάνε μετά τα εβίβα έτσι απλά στο άσχετο, ιδιαίτερα υπό την επήρεια της αιωρούμενης κρασοκατάνυξης.

Βλέπετε και το προτελευταίο σχόλιο εδώ.

- Άντε, εβίβα!
- Και στην ψωλή του Γρίβα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω σεξ ενεργητικά, ήτοι κάνω σεξ σε μια γυναίκα. Ως εκ τούτου απαντάται στην περιγραφή της σεξουαλικής πράξης από άνδρες. Συναντάται στην Ήπειρο και στη Ρούμελη κυρίως.

Τα κατάφερε τελικά. Τη φαρμάκωσε τη χήρα ο άτιμος!

(από Nakas, 24/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Με το θράσος που επιτρέπει η σημερινή καταχώριση, ρισκάρω ένα νεογνό αυτοσχέδιο λήμμα. Προέκυψε από ένα σύμπτωμα το οποίο συζητείται εδώ και μέρες, στα σχόλια εδώ. Στην κρίση και στην χρήση σας, ωσεκτουτού.

Γαμησομασχάλης λοιπόν, είναι ο φετιχιστής γαμιάς ο οποίος τη βρίσκει με τις μασχάλες της/του παρτενέρ του –αυτά είναι!. Είτε για προκαταρκτικά ή για την τελική φάση, η αμασχάλη του ετέρου ημίσεος είναι το πεδίο δράσης του φετιχιστού.

Μα τον γούγλη! –που με έβγαλε ασπροπρόσωπη, θεματικά τουλάχιστον:

[I]α. Σεξ στη Μασχάλη: Πρόκειται για κείνους που αρέσκονται να κάνουν σεξ στη μασχάλη. Αλλιώς την ονομάζουν και «Τσεπάκι του Παραδείσου».

β. Εχετε σεξουαλικα φετιχ και αν ναι τι;
Εγω εχω με τις πατουσες !!
Ο κολλητος μου με τις μασχαλες!!![/I]


Το κόπυράιτ μεν δικό μου, αλλά η έμπνευσις από τον αναγραμματισμό του Γκάτσειου λήμματος που περιμένει την τύχη του στο ΔΠ.

Βρε τον Γιαννάκη τον γαμησομασχάλη... Από το πολύ τρίψιμο, του συγκάηκε ο πέοντας του μαλάκα... φαίνεται η γκόμενα είχε ξηγηθεί ξυράφι κι όχι χαλάουα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χώρος μεταξύ αιδοίου και πρωκτού, που ανατομικά ονομάζεται περίνεο.

Η βίαιη και επαναλαμβανόμενη πρόσκρουση των όρχεων στην ανωτέρω περιοχή κατά τη διάρκεια της συνουσίας, εξηγεί την προέλευση της λέξης.

- Και πάω που λες να πέσω με τα μούτρα στο νιμού και τι να δω...;;; Μαύρη δίπλα η αρχιδοπαλαίστρα!!! Την παρατάω λοιπόν την γκόμενα και σηκώνομαι και φεύγω!
- Και καλά της έκανες! Άμα είναι βρωμιάρα η άλλη... Άσ' τα να πάνε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμώ και εκσπερματίζω. Γιατί η σχέση είναι ένα ευαίσθητο λουλούδι, που πρέπει να το ποτίζουμε συχνά. Με σπέρμα.

Βλ. και ποιος πότιζε τα μουνιά όσο έλειπα;, το ποτίζει το γκαζόν, απότιστη.

Οι κακές γλώσσες λένε ότι όσο ο Κώστας έλειπε στον στρατό, ο φίλος του του πότιζε την γκόμενα τακτικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πούττος=μουνί, κότσιρος=κουράδα.
(που τα μούνναρα στα πούτταρα τζιαι που τα σκατά στα κότσιρα)
Είναι η γνωστή φράση: «από το κακό στο χειρότερο».

- Άκουσες ποιος διορίστηκε υπουργός δικαιοσύνης; Ο Παπαδόπουλος. Αυτός που ακούστηκε κάποτε ότι τα έπαιρνε χοντρά για να καλύπτει τις βρωμιές των μπάτσων.
- Πεεεε.... Που τα μούνναρα στα πούτταρα τζιαι που τα σκατά στα κότσιρα.

Κι από τα σκατά στον Κότσιρα... (από Khan, 09/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified