Selected tags

Further tags

Έκφραση που κατά βάση χρησιμοποιείται για κάποιον που παρ' ότι ο mainstream πληθυσμός -σε οποιοδήποτε stream (ρεύμα)- τον θεωρεί επιτυχημένο, κατά τ' άλλα οι απόψεις / μέθοδοι / πράξεις του θεωρούνται από κόσμο και κοσμάκη ως λανθασμένες / υπερβολικές / γενικά καταστροφικές ως προς την αυθεντική ιδέα με την οποία ασχολείται ο εν λόγω κύριος.

(πατέρας-τέρας σαν να λέμε).

Φυσικά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και εντελώς ειρωνικά, για κάποιον που είναι κατά γενική ομολογία εντελώς άμπαλος σ' αυτό που κάνει, όπως επίσης και σε πιο στενό κύκλο, πχ για χαβαλέ μεταξύ φίλων, χωρίς δηλαδή να αφορά κάποιο διάσημο πρόσωπο.

Παραπλήσια έκφραση: «με τον <τάδε> είμαστε μια οικογένεια, γιατί μας έχει γαμήσει τη μάνα!»

  1. - Ρε μαλάκα, άκουσες το νέο κομμάτι του Τιέστο; Τρομερή μουσικάρα ρε! Μιλάμε ο τύπος έχει πάει την ηλεκτρονική μουσική σε άλλο επίπεδο!
    - Ναι ρε, αφού πλέον τον λένε «πατέρα της ηλεκτρονικής μουσικής»...
    - Ναι ε;
    - Ε ναι, αφού της έχει γαμήσει τη μάνα!

  2. - Καλά ε, βλέπω κάθε μέρα αυτή την εκπομπή μαγειρικής με τον Ευτύχη Μπλέτσα. Ωραίος τυπάκος...
    - Μμμ, αφού πλέον τον λένε «πατέρα της μαγειρικής».
    - Ναι ε;
    - Ε ναι, αφού της έχει γαμήσει τη μάνα!

  3. - Χθες που λες, είδα μία παλιά δραματική ταινία, «το κορίτσι του μπαρ» με τον Φλωρινιώτη. Πολύ καλός ηθοποιός ήτανε ρε, μαλακία που δεν έκανε άλλες ταινίες...
    - Δεν έχεις κι άδικο, αφού κάποτε τον έλεγαν «πατέρα της υποκριτικής»...
    - Ναι ε;
    - Ε ναι, αφού της είχε γαμήσει τη μάνα!

  4. - Ω ρε μάγκα, πολύ ωραία στη δουλειά σήμερα... Δεν ξέρω ρε φίλε, μ' αρέσει να δουλέψω γι' αυτόν τον διευθυντή, κι ας παίρνει 3 χιλιάρικα για να κάθεται ενώ εγώ τρέχω. Είναι πολύ κουλ τύπος.
    - Ναι, κι εμείς στο γραφείο είμαστε μια οικογένεια με τον ρέτζιοναλ μάνατζερ...
    - Ναι ε;
    - Ε ναι, αφού μας έχει γαμήσει τη μάνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πουτσοσκάμπιλο. Το ράπισμα, σκαμπίλι (χτύπημα) του πέους που δέχεται ο ερωτικός σύντροφος (γυναίκα). Μπορεί να γίνει και πουτσόβελος ή πουτσοβέλος.

Έχει χρησιμοποιηθεί κι από τον ράπερ Tus σε τραγούδια του, π.χ. «Το Έχασα».

- Τι έγινε χθες με τη γκόμενα που μας είπες;
- Ουουου! Τα πάντα κάναμε! Της έσκασα κάνα δυο πουτσόβελα. Μου πίπωσε τη μαλαπέρδα. Μού 'γλειψε τα λαμπούρια. Πολύ γαμάτη. Έχυσα τα φλόκια 2 φορές. Δεν κατάφερα τρίτη όμως. Της έκανα οθωμανικό και τσίμπησα μεζέ. Ξενέρωσα μετά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκληρότερη μορφή της έκφρασης «θα δεις του κώλου σου την τρύπα» = θα σε γαμήσω (κυριολ. ή μεταφ.) με τρόπο που δεν παραδέχεται η Εκκλησία μας.

Συναφείς εκφράσεις της μοδιστρικής του κώλου εδώ. Αυτά.

- Ρε μαλακιασμένο, σου’ δωσα καινούριο αμάξι να πας μια βόλτα και μου’ φερες πίσω τέντζερη;
- Να, ήτανε ένας μπροστά που σταμάτησε απότομα και...
- Για κατέβα, να δεις του κώλου σου τη φόδρα!
- Θα πληρώσω ό,τι είναι...
- Κατέβα τώρα, να φας λίγες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σηκουέλ των άκρως επιτυχημένων προσβολών γκοοκνούλα μωρή τσούλα και βα φανκούλο (και πάρε και τον πούλο) που βασίζονται σε ομοιοκαταληξία / ομοηχία μιας ελληνικής και μιας ξένης φράσης. Εν προκειμένω έχουμε το (ψευδο)ισπανικό «¿Quieres mucho;» («Θέλεις/επιθυμείς πολύ;) και το κλασσικό «πάρ' το λούτσο» ως παραλλαγή του «πάρ' το μπ0u1o». Μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εναλλακτικό του «Θά 'θελες!» όταν ο συνομιλητής έχει εκφράσει μια -κατ' εμάς- μη ρεαλιστική επιθυμία.

- Ε ρε και να μπορούσα να βγω ένα μόνο ραντεβού με το Λίλιαν...
- Ενόσω τα έχει με το το Χόλγκερ Σφίχτερμαν; Κιέρες μούτσο; Πάρ 'το λούτσο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η αναποδιά, όπως φαίνεται στην έκφραση τρώω ψωλιά.

  2. Μια μαλακοκουβέντα ή μαλακοκατάσταση, κ. παπαριά, αρχιδιά, μπαρούφα κττ., εξ ου κι ο ψωλέμπορας που τις πουλάει, ή κάτι το οποίο θεωρούμε σκέτη σαχλαμάρα.

  3. Δε ρήαλ θινγκ, η κίνηση του πέοντα τη στιγμή που τα φλόκια πετάγονται α λα Πήτερ Νορθ.

  4. Κυριολεκτικά πάλι, το γαμήσι.

  1. Αλλά πάντα έτσι δεν γίνεται; Χρηματιστήριο; Ψωλιά το 1992, ψωλιά το 2.000. Δάνεια; Ψωλιά το 95, ψωλιά το 2010.
    Δεν μαθαίνει ρε ο Ελληνας, δεν μαθαίνει.

  2. ...είχε και καλό χαρακτήρα, γλυκό πρόσωπο και άκουγε και Madrugada και όλες τις ψωλιές αυτές.

  3. … και με γέμισε με τα χύσια του με μια δυνατή ψωλιά….

  4. Κάθισα αποκαμωμένη στον καναπέ ευτυχισμένη όμως από τις δυνατές ψωλιές που έφαγα…

-όλα διχτυωτά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εδώ έχουμε δύο ερμηνείες:

Η πρώτη έχει να κάνει με τη μοίρα του ανθρώπου που του έρχονται τα κακά μαζεμένα. Διότι δεν φθάνει που είσαι ορφανή, σε γαμεί και ο θεός με τον μεγάλο ψώλο και πονάς. Κάτι σαν «Όπου φτωχός και η μοίρα του».

Η δεύτερη είναι τελείως αντίθετη: είναι τιμή να σε γαμάει ο ψώλος του θεού και μια που είσαι ορφανή κάνε υπομονή. Κάτι σαν θα γυρίσει ο τροχός, θα γαμήσει κι ο φτωχός.

1η περίπτωση: Είσαι άνεργη, φτωχή, σε έχει αφήσει ο γκόμενος, σε διώχνουν από το σπίτι σου και φεύγοντας πέφτεις και σπας το πόδι σου.

2η περίπτωση: Είσαι άνεργη, φτωχή, σε έχει αφήσει ο γκόμενος, σε διώχνουν από το σπίτι σου και φεύγοντας βρίσκεις καλή δουλειά και σε ερωτεύεται το νέο σου αφεντικό που είναι νέος, ωραίος και πλούσιος.

(από Vrastaman, 13/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια κλασσική (παλιά αλλά ακόμα εν ενεργεία) γείωση, που ρουπώνει κάποιον που λέει μαλακίες αναφερόμενος σε λεγόμενα-πεπραγμένα ετέρου τρόμπα.

Η στιχομυθία είναι λίγο-πολύ τυποποιημένη:

Ομιλητής Α:
- Ο/η τάδε λέει ότι μπλα-μπλα (παπαριές)
Ομιλητής Β:
- Του το 'πες;
Ομιλητής Α:
- Ποιο;
Ομιλητής Β:
- Να πα' να γαμηθεί!

Κάπως έτσι.

1. Ερωτικά σκιρτήματα:

(Τσιν-τσιν)!
- Δεν με κοίταξες στα μάτια!
- ...;
- Οι Γάλλοι λένε, όταν τσουγκρίζεις με κάποιον πρέπει να τον κοιτάς στα μάτια, έτσι λένε.
- Τους το 'πες;
- Ποιο;
- Να πα' να γαμηθούνε!

2. Πολιτική ανάλυσις:

- Ρε συ, άκου τί λέει εδώ: Ο κύριος Υπουργός είπε χτες καλεσμένος σε μιαν εκπομπή, ότι ντάξει θα το διερευνήσουν το θέμα με τους μπάτσους που σακατέψανε τον άνθρωπο και άμα είναι θ' αποδοθούν ευθύνες, αλλά δεν θα πρέπει να αποπροσανατολίζεται ο λαός με τέτοια, γιατί οι Έλληνες πρέπει να σφίξουν κι άλλο το ζωνάρι, να κάνουν λίγη υπομονή και να 'χουν πίστη στο θεό και στο ΠΑΣΟΚ κι όλα θα πάνε καλά, και λεφτά υπάρχουνε κι απ' όλα τα καλούδια, βέβαια αν τελικά πτωχεύσουμε τί φταίει αυτός, γιατί στο κάτω-κάτω είμαστε συνυπαίτιοι της κρίσης αφού μαζί τα φάγαμε και σιγά μην επαναστατήσουμε κιόλας, τέτοιος μικροαστικός και δειλός λαός που είμαστε, οι Έλληνες. Α! Όποιος δεν συμφωνεί, είναι τρομοκράτης, λέει.
- Του το 'πες;
- Ποιο;
- Να πα' να γαμηθεί!

Elevator look (από Khan, 17/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται για να δείξουμε σε κάποιον ότι δεν τον υπολογίζουμε.

  1. - Σαν αρχηγός της ομάδας λέω να απέχουμε από τις προπονήσεις. Ο πρόεδρος έχει να μας πληρώσει κάνα τρίμηνο.
    - Ρε Δημήτρη εγώ λέω να το ξανασκεφτούμε. Κινδυνεύουμε να πέσουμε κατηγορία.
    - Άσε ρε Μανωλάκη. Ποιος σε γαμάει εσένα; Δεξί πάγκο παίζεις.

  2. - Παιδιά, λυπάμαι αλλά το club έχει γεμίσει απόψε.
    - Καλά, εντάξει. Ποιος σε γαμάει εσένα; Φώναξέ μου τον Κώστα τον μετρ για να μη γίνουμε κώλος εδώ μέσα.

(από HardcoreGR, 16/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτικός τρόπος για να αναφερθούμε διακριτικά στην πρωκτική συνουσία.

  1. - Τι λέει ρε μαλάκα με το πιπίνι που τραβιέσαι τελευταία; Ψαρεύεις κάνα σκατό;
    - Όχι, απαγορεύεται η είσοδος απ' την πίσω πόρτα μέχρι στιγμής.
    - Μαλακία...

  2. - Καλά ε, με τη Λίλιαν χθες τα κάναμε όλα. Τι ισπανικά, τι 69... μέχρι και σκατό ψάρεψα!

βλ. και μεζές

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παρούσα έκφραση φέρει την ανάγκη μιας απάντησης σε όσους θεωρούν ότι μπορούν με το πρόσχημα της αναγκαιότητας να αναγκάζουν τους άλλους να βρεθούν σε άβολες καταστάσεις.

Αν νομίζεις ότι μπορείς να κάνεις αυτό που νομίζεις, κόψε τον εγωισμό σου για να σου φύγουν οι αυταπάτες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified