Selected tags

Further tags

Οι όρχεις ή αλλιώς λιμπά, καμπανέλια, καλαμπαλίκια, γκογκόβια. Ιδιαιτέρως ευαίσθητο σημείο της ανδρικής ανατομίας, εκτεθειμένο λόγω της θέσης του στη διαστροφή και το ανύπαρκτο έλεος κάθε περδόμενου, υποζυγίου έλξης, λογοτέχνη ή ζωγράφου, μαγείρου, Ιταλού, Πελοποννήσιου, ζαχαροπλάστη, βοτανοσυλλέκτη, μασκαρά, μουσικού. Ως απόρροια αυτής της αχαρακτήριστης επιθετικότητας, τα δυστυχή κατσαμπάνια πάσχουν συχνά από ιλίγγους με συνοδά φαινόμενα ολικής εξοίδησης.

Ωστόσο, κάποιοι ειδικευμένοι επιστήμονες ισχυρίζονται ότι η εξοίδηση μπορεί να οφείλεται σε υπαγορευμένες αλαζονικές συμπεριφορές, οπότε και είναι απαραίτητη μια κατά μέτωπον επίθεση για την αποκατάσταση της φυσικής ισορροπίας.

Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες τα κατσαμπάνια αρέσκονται στην ψηλάφηση και τριβή τους με τα νύχια ή τις άκρες των δακτύλων. Μέχρι στιγμής δεν έχει καταστεί δυνατή η αιτιολόγηση αυτής της προτίμησης, εφόσον βεβαίως δεν πρόκειται περί ψεύδους.

Η λέξη είναι πιθανότατα λακωνικής προέλευσης, όπως φαίνεται και από εν εκ των παραδειγμάτων. Προς επίρρωσιν, να αναφέρω ότι την πρωτοάκουσα από τον μακαρίτη τον μπατζανάκη μου, Λάκωνα την καταγωγή.

  1. Τα «κατσαμπάνια» είναι τα αντρικά γεννητικά όργανα εξαιρουμένου του μορίου, οι όρχεις. Η λέξη ισορροπεί με χάρη ανάμεσα στην ευγενική αναφορά του αντικειμένου και στις μάγκικες / χωριάτικες καταβολές του αναφέροντός την, και χρησιμοποιείται κυρίως από μεσήλικες επαρχιακής καταγωγής.
    αριστερό.

  2. ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΣΕ ΓΡΑΦΟΥΝ ΣΤΑ ΚΑΤΣΑΜΠΑΝΙΑ ΤΟΥΣ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΕ ΜΑΣ ΤΙ ΘΑ ΚΑΝΗΣ ; δεξί.

Επίσης από το νέτι :

ΝΑ ΨΟΦΗΣΟΥΝ ΟΛΟΙ ΤΟΣ. Ο ΚΟΣΜΟΣ ΠΕΙΝΑΕΙ Κ ΟΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ ΤΗΣ ΒΟΥΛΑΣ ΠΑΙΡΝΟΥΝ ΒΑΣΗΛΗΚΟΥΣ ΜΙΣΘΟΥΣ ΓΙΑ ΝΑ ΞΥΝΟΥΝ ΤΑ ΚΑΤΣΑΜΠΑΝΙΑ ΤΟΥΣ Κ ΤΙΣ ΚΟΛΟΧΑΡΑΜΑΔΕΣ ΤΟΥΣ.

ΣΤΑ ΚΑΤΣΑΜΠΑΝΙΑ ΜΑΣ ΡΕ ΟΠΟΙΟΣ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΦΥΓΕΙ ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΑΓΥΡΙΣΤΟ ΣΤΗΝ ΤΕΛΙΚΗ.
κατσαμπάνια ;.........τελικα τα @ρχιδι@ εχουν πολλα nicks.

Στη Μάνη τα λέμε κατσαμπάνια.

Η γιαγιά μου λέει μερικά μανιάτικα αλλά τα κατσαμπάνια δεν τα έχει ξεστομίσει ποτέ !
(Σ.Σ. Προφ επειδή δεν τα έχει βάλει ποτέ στο στόμα της).

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεαρή κοπέλα- πιπίνι, που βρίσκεται ηλικιακώς στις καύλες της απάνω, στα ντουζένια της, προκαλώντας αντίστοιχη καύλα στους θεατές της. Πρβλ. και το καυλοπιτσιρικάς (που δεν έχει βέβαια αποκλειστικά σεξουαλική σημασία).

  1. Στο υπογειο αριστερα,ευπαρουσιαστο καυλοπιπινο,με ξανθο μπουκλε μαλι με μαυρες ανταυγειες,ωραιο κορμι,και πορνοπροκλητικο βλεμμα. (Από το θρεντ «Ρομαντισμός και Μπουρδέλα» γνωστού μπουρδελοσάη).

  2. εννοειται οτι ρωτησα το καυλοπιπινο το οποιο μου εξηγησε τι περιπου χρειαζεται (οσο αυτη εξηγουσε εγω καταστρωνα σχεδιο δρασης... ΑΛΛΑ λογαριαζα χωρις τον ξενοδοχο) καθως αυτη δεν ηταν και η υπευθυνη μολις ειπα οτι θα γραφτω,φωναξε την αλλη κοπελα η οποια μου ειπε μεσα στα αλλα οτι για να γραφτω πρεπει να μου παρουν την αρτηριακη πιεση ....
    Εν τω μεταξυ ο πιπιναρος σχολαγε εκεινη την ωρα και ειχε βγαλει τα ρουχα της δουλειας και θα πηγαινε για εξασκηση αλλα ηρθε αυτη να μου παρει την αρτηριακη πιεση .. με παει στο δωματιο και μου βαζει το μηχανημα... 140 σφυγμοι το δευτερολεπτο... (Εδώ).

H Adriana Lima, ονείρωξη όλων των λημματολάγνων. (από Khan, 16/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Όταν κάποιος δεσμεύεται ότι δεν θα κάνει κάτι (συνήθως πολιτικός), όμως και μόνο η αναφορά μας προϊδεάζει ότι τελικά θα γίνει.

- Άκουσα στις ειδήσεις ότι τελικά δεν θα ληφθούν τα νέα μέτρα που ακούστηκαν.
- Και τους πιστεύεις; Είδες χέρι στο βυζί, δέξου μουνί μαντάτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορίζεται ως η εκσπερμάτιση σε γυναικείο πρόσωπο, κατόπιν πεολειχίας ή/και συνουσίας. Αποτελεί λογοπαίγνιο της ταυτοπροσωπίας και λέγεται σε περιπτώσεις όπου δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί η λέξη χυσομαπίδι, πουτσομούρα, χυσοκέφαλο κλπ.

- Για πε ρε, τι έκαμες με το Σούζυ;
- Πω πω δικέ μου, άσε έπαιξε Σκόττι Πίππεν, και πεοράπισμα κ σπερματοπροσωπία... Δεν μπορώ και να μιλήσω είμαστε στην εκκλησία...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πόση ποτού κατευθείαν εκ του μπουκαλιού. Λόγω έλλειψης ποτηριών ή λόγω άποψης. Θεσσαλονικιώτικο. Λέμε τώρα...

  1. - Θέλεις ποτηράκι με την μπύρα, μωρό;
    - Όχι μωρέ, τσιμπούκι!
    - Ξέρεις δεν έχω κλειτορίδα.
    - Α, καλά, πιάσε μια Amstel...

  2. - Πώς τα περάσατε χθες;
    - «εν σε λέω τίποτα! Τα περάσαμε πίπα, χτυπήσαμε και από 5 μπυρόνια τσιμπούκι δίπλα στο κύμα και γίναμε ντίρλα!
    - Γάμησες;
    - Kαλά, πιάσε μια Amstel...
    - τσιμπούκι, ε;

cheers mate! (από MXΣ, 21/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά τη διάρκεια της τσιμπουκοληψίας, πολλοί δέκτες (θήλεα, αλλά και άρρενες-γιαλαντζή) παθιάζονται υπερβολικά, είτε λόγω ωραιότητος του πέους, είτε λόγω γλυκοτσουτσουνίασης. Σε αυτή την περίπτωση, πασπατεύουν την τσαπού, την ρουφάνε, την πιπιλάνε, την βάζουν ανάμεσα από δόντια και μάγουλο, υπογλώσσια, στον ουρανίσκο κ στις αμυγδαλές. Σε αυτή την περίπτωση λέγεται ότι την κάνουν οδοντόβουρτσα, σε μια προσπάθεια εξαγνισμού της στοματικής κοιλότητας από τον Πεωσφόρο.

Σε πιο προχώ μορφή λέγεται και οδοντόπουτσα. Κατόπιν εκσπερμάτισης εμφανίζεται και οδοντόπαστα.

- Πού 'σαι ρε, τι λέει, ανέβηκες στο Λίλιαν;
- Πσσσσσσσσσσστ ναι ρε, σου μιλάω για κοσμογονία στην πίπα...
- Για πε....
- Μου τον έστριβε από εδώ, τον τράβαγε από εκεί, τον έτριβε κ μούγκριζε ρε! Οδοντόβουρτσα μου τον έκανε!!!

(από dk636, 21/06/12)πάρε πασά μου την οδοντόβουρτσα μου... (από MXΣ, 22/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποτελεί σύντομη και αρκετά χυδαία περιγραφή του πρωκτικού σεξ.

Αποτελεί σύνθετη λέξη με πρώτο συνθετικό το πουτσο- εκ του ο πούτσος και δεύτερο συνθετικό το -κώλι εκ του ο κώλος, το κωλί.

Στην ουσία περιγράφει με συντομία την ένωση-διείσδυση του πέους με τον πρωκτό.

- Τί έγινε ρε μαλάκα χθες; την πήδηξες τη γκόμενα τελικά;
- Αμέ! Και όχι μόνο...
- Τι ρε, τι;
- Της έριξα κι ένα πουτσοκώλι και το φχαριστήθηκε η καριόλα!
- Μπράβο η Ελενίτσα... και μας το 'παιζε και μυξοπαρθένα...

Πρωκτικό σεξ: από πίσω, γάμα σούφρα, οθωμανικό, οθωμανικό δίκαιο, πουτσοκώλι, πρωκτηδόν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πλάσμα το οποίο ξεχειλίζει τόσο πολύ από καύλα... που λέγεται ότι έχει βουτηχτεί στο ιαματικό καυλόνερο. Παρόμοια περίπτωση με τον Οβελίξ, μόνο που εκείνος έγινε χοντρός και δυνατός, ενώ οι βουτηγμένες στο καυλόνερο προκαλούν ονειρώξεις και σπερματεγχύσεις, ακόμα και ασταμάτητο μπαρμπούτι.

Στο 99,99% των περιπτώσεων χρησιμοποιείται για γυναίκα, ενώ για άντρες μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο χάριν αστεϊσμού.

(Αληθινή περιγραφή χορεύτριας σε στριπτιτζάδικο από τον dj)
- Και τώρα ετοιμαστείτε να υποδεχτείτε τη Λάουρα, μια γυναίκα βουτηγμένη στο καυλόνερο...
Λάουρα είσαι καύ(ε)λα, είσαι καύ(ε)λα...

(από bmwgkouklidis, 24/06/12)

σχετικά με τον Οβελίξ βλ. έχω πέσει στη μαρμίτα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτική ονομασία του ομαδικού ανδρικού αυνανισμού, καθώς η κίνηση του χεριού προσομοιάζει σε εκείνη του κουνήματος των ζαριών πριν τη ρίψη, ενώ φυσικά χρειάζεται άνω του ενός ατόμου για να παιχτεί σωστό, ζουμερό μπαρμπούτι. Πλεονεκτεί στο ότι δεν κινδυνεύει ο παίκτης να χάσει την περιουσία του, αλλά το πολύ πολύ 100 θερμίδες και 5ml σπέρματος.

- Τι κάνει ο γιόκας σου ο Γιαννάκης ρε; Μπήκε στο Γυμνάσιο;
- Τι να κάνει μωρέ... Όπου σταθεί κι όπου βρεθεί εξασκείται στο τρομπόνι. Τον έχει κάνει λάστιχο... Προχθές που λείπαμε στο εξοχικό και γυρίσαμε, τον έπιασα με την παρέα του να παίζουνε μπαρμπούτι. Εἰχε γεμίσει χύσια το τηλεκοντρόλ. Εν τω μεταξύ έχει κι έναν ανώμαλο φίλο που του αρέσει να ξεριζώνει τις πουτσότριχες... Και βρήκα 5-6 στο βούτυρο. Βλέπεις δεν είχαμε ενυδατική... Μα γάμησέ τα σου λέω να τρίζει το σκυλί!

(από bmwgkouklidis, 24/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παιδί που η σύλληψή του έγινε μετά την τρίτη εκσπερμάτωση, με αποτέλεσμα να βγει αδύνατο, ασθενικό, ανίκανο για οποιαδήποτε χειρωνακτική εργασία...

Ρε δεν ντρέπεσαι! Έβαλες το απογαμίδι να τραβήξει τη μάνικα και εσύ έμεινες στον αυλό;

Βλ. επίσης: μισοριξιά, μισοχυσιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified