Selected tags

Further tags

Συναντάται και ως: κλανοπουτσομουνορουφήχτρα δίχως εννοιολογική μεταβολή.

Χρησιμοποιείται για χαρακτηρισμό προσώπων και των δύο φύλλων:

α) Άνδρες: Ο κλανομουνοπουτσορουφήχτρας είναι αυτός που έχει όλα τα καλά: Αδερφή, κότα, φλώρος, λαμόγιο, θρασύδειλος, αρχίδι, κωλοτρυπίδα και ότι άλλο μπορεί να φανταστεί κάποιος. Όσον αφορά το σεξ είναι 100% αμφιφυλόφιλος.

β) Γυναίκες: Κορίτσι για οικογένεια. Αυτή που τα «παίρνει όλα», πάει με όλους και με όλα, τα κάνει όλα. Από εμπρός, από πίσω, από πάνω, από κάτω, από τα πλάγια και δεν έχει πρόβλημα ούτε με τα σπορ που καταλήγουν σε «-λαγνεία» και «-βασία».

- Ρε Τάκη, τι έγινε ρε με την γκόμενα; Την έδιωξες έμαθα;
- Όχι ρε, θα την παντρευόμουνα. Την παίρναμε 4 άτομα παρτούζα και δεν της φτάναμε. Μεγάλη κλανοπουτσομουνορουφήχτρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πουτανγαμών (< πουτάνα + γαμών) αναφέρεται στον συστηματικό θαμώνα οίκων ανοχής και γενικώς σε όποιον αρέσκεται να συνευρίσκεται με πόρνες.

Καθώς παραπέμπει στον Φαραώ της Αιγύπτου Τουταγχαμών, προσδίδει αίγλη σχετικά με την γνώση και την εμπειρία στον πληρωμένο έρωτα.

- Λοιπόν ετοιμάσου έρχεται ο Άρης να μας κυκλοφορήσει στα πιο πονηρά στέκια του πληρωμένου έρωτα.
- Ξέρει από τέτοια;
- Ο Άρης; Εννοείται, μεγάλος πουτανγαμών!

Τουταγχαμών: έρεψε από το πολύ... (από Vrastaman, 14/03/10)Πάει με Τουτανπροσιούττο (από Vrastaman, 15/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βασικά, γαμάω. Ειδικότερα, γαμάω μέχρις εξαντλήσεως κάποια σχετικά άβγαλτη ψωλίτσα ή, συνηθέστερα, ένα τεκνό που αφελώς νόμιζε ότι θα σπρώξει και μετά έμεινε να μονολογάει «αλλιώς τα περιμέναμε κι αλλιώς μας ήρθανε». (Παραδείγματα 1 & 2)

Νομίζω ότι η φόρτιση της λέξης έχει μια αντίφαση. Από τη μια, το πούπουλο παραπέμπει σε κάτι ανάλαφρο, έως και παιχνιδιάρικο. Από την άλλη, το πρόθεμα ξε- εδώ είναι, θα έλεγα, και στερητικό και επιτατικό - βγάζω τα πούπουλα ένα-ένα μέχρι και το τελευταίο - και, βέβαια, η ίδια η αναφορά στο πουλί (κοτόπουλο;) παραπέμπει σε κάτι αδύναμο, σε άθυρμα και στην κατά κράτος επιβολή.

Όμως, και γιατί ντε και καλά αντίφαση; Έχω ακουστά ότι στην συνεύρεση η άσκηση εξουσίας δεν αποκλείει απαραίτητα το παιχνίδι.

Άλλες μεταφορικές σημασίες της λέξης έχουν ενταχθεί στην καθομιλουμένη και στερούνται αργκοτικού ενδιαφέροντος. Π.χ. ξεπουπουλιάζω σημαίνει και εξαντλώ κάποιον οικονομικά, του τα τρώω μέχρι μίας. (Παρ. 3 & 4) Είναι επίσης και ενα μπανάλ και εύκολο κλισέ των αθλητικογράφων όταν αναφέρονται σε ευρεία ήττα μιας ομάδας που έχει κάτι φτερωτό στο όνομα ή στα σύμβολά της - λ.χ. οι δικέφαλοι αετοί ΑΕΚ και ΠΑΟΚ, οι Πετεινοί της Τότεναμ, το Περιστέρι στο μπάσκετ κ.ο.κ. (Παρ. 5)

  1. Το Λιτσάκι; Το ξεπουπούλιασα, προχτές. Το κωλαράκι τσούζει ακόμα...

  2. Και λοιπόν, είμαστε με τη Νικόλ στο Αύτανδρο ψες και μπαίνουνε δυο τεκνά... έτσι, βλαχαδερά ήτανε αλλά μπάνικα, με δυο γκιόσες, αρραβωνιάρες ήτανε, δεν ξέρω τι ήτανε, να κόψουνε κίνηση θέλανε και καλά, και αρχίζει η Νικόλ το παιχνίδι και να μη στα πολυλογώ, σε μισή ώρα φύγανε, σε μια ώρα νατα πάλι τα τεκνά χωρίς τα βρωμόμουνα και να κεράσουμε ποτό μας λένε, να κεράστε παιδιά... ε, να μη στα πολυλογώ, κατάλαβες, αυτή η περιέργεια τα έφαγε, πήγαμε πάνω στο σπίτι και τα ξεπουπουλιάσαμε, σου λέω, τα ξεπουπουλιάσαμε, σταμάτα μωρή λυσσάρα, της λέω της Νικόλ, άστα τα παιδιά, πρώτη φορά είναι, αλλά αυτή κρατημό δεν είχε, κρατημό...

  3. Aσπρομάλλης γέροντας, με την πλάτη γυρισμένη στον φακό, εξομολογείται ότι παντρεύτηκε μια Oυκρανέζα, που αφού τον ξεπουπούλιασε, «βρήκε έναν γκόμενο» και τον άφησε στους πέντε δρόμους. (από εδώ)

  4. Με τον ΟΤΕ τα έχω από τότε που άλλαξε τον τρόπο τιμολόγησης (κάπου το 1998/1999) και μας ξεπουπούλιασε... Δεν ξεχνάω πόσα μας πήρε τότε με το νταβατζιλίκι του και περιμένω να τον γειώσω με την πρώτη ευκαιρία (ήδη τον έχω γειώσει μερικώς με εναλλακτικό φορέα και φραγή σε μερικά σταθερά). (από εδώ)

5α. Πάλι το ξεπουπουλιάσαμε το δικέφαλο κοτόπουλο. (από εδώ, Ολυμπιακός-ΠΑΟΚ 2-0)

5β. Με στόφα πρωταθλήτριας η Μάντσεστερ... ξεπουπούλιασε τους «πετεινούς». (από εδώ, Μαν.Γ-Τότεναμ 5-2)

5γ. Ο Ολυμπιακός ξεπουπούλιασε τους «Αετούς» της Λισαβόνας. (από εδώ, Ολυμπιακός-Μπενφίκα 5-1)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πλατειάζουσα αναδιατύπωση του κλασικού αφορισμού γ@μιέται ο Δίας. Ο τελευταίος, σαν μόνιμος κάτοικος της κορυφής του Ολύμπου, νοείται ως αποδέκτης του φορτίου.

- Πώς το κόβεις ρε, θα τα βρεις μέχρι αύριο τα λεφτά που χρωστάς στον Κορλεόνε;
- Φίλε μου, ένα πράμα θα σου πω: νταλίκα ολόκληρη τίγκα στις καπότες έφυγε για Όλυμπο χτες το πρωί....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορά και σουρεαλισμός. Αναφέρεται στις ιδιοτροπίες του Αιόλου.
Δηλαδή, όταν είμαστε κάπου και έχει αέρα.

Κάθομαι στην ψωλή του ανέμου.

(από Vrastaman, 07/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για την έννοια μπάζο, σκόρτσα, μπαφόλα, φέτα και τα λοιπά ευγενή αθλήματα υπάρχει ήδη επαρκής ορισμός. Για την εδώ αναπτυσσόμενη έννοια υπάρχει απόπειρα, αλλά χρήζει εξελικτικής ανάλυσης. Πάμε λοιπόν.

Οριγκινάλε, η λέξη σημαίνει δέρμα. Το υποκοριστικό πετσούλα πάει συνήθως στο μεζέ του ψητού, αυτό που περισσεύει και επειδή μας χαλάει την αισθητική πρέπει να το φάμε αμέσως, κι ας μας καούν τα δάχτυλα. Το υποκοριστικό πετσάκι, όμως, παραπέμπει αποκλειστικά στο κομμάτι δέρματος που καλύπτει το πουτσοκέφαλο.

Σινεφίλ παρέκβασις, στο «ο μπαμπάς λείπει ταξίδι για δουλειές», πριν ο μπαμπάς την κάνει κάνουν περιτομή στο μικρό. Ανατριχιαστική σκηνή με το λεπίδι που το ακονίζουν, κόβεται το πετσάκι, και ο θεός παππούς λέει κάτι σαν «όταν μου έκαναν εμένα περιτομή, περίσσεψε αρκετό δέρμα για να κάνουν παλτό».

Επιστροφή στη γλωσσολογία, από το πετσάκι προκύπτει το ρήμα πετσώνω ίζολ γαμάω, σπρώχνω, μπήκω.

Και από κει πίσω πάλι, για να κλείσει αυτός ο καύλος κύκλος, η πέτσα, ως επιφώνημα, σημαίνει μας τον φορέσανε, πουστιά, προδοσία, παλληκάρια, μας ρίξανε στα σκατά, αλλά και αυτονομημένο ως συνεκδοχή για το πέος, πχ άραξε στην πέτσα σου και άλλα τέτοια.

Βλέπε και πετσάκιας.

Πάσα: χτεσινό μάθημα για υποκοριστικά στα ρώσσικα. Εκεί κι αν είναι χάος τα υποκοριστικά και οι χροιές στις έννοιες...

  1. (ενώ μοιράζονται τα θέματα στο αμφιθέατρο)
    - Πστ, πώς είναι τα θέματα;
    - Πέτσα.

  2. - Πώς πάει η δουλειά;
    - Πέτσα...

  3. (τύπος οδηγάει στα τέμπη, βλέπει το βράχο να έρχεται για φιλάκι)
    - Πέτσα.

Πως πάει η πολιτική του σταδιοδρομία? Πέτσα! (από Vrastaman, 05/03/10)(από gaidouragathos, 13/07/12)

Δες ακόμη τσάκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Προφέρεται: Μπαλντήρ-γ-ια όπως καινούρ-γ-ια –όχι όπως πλυντήρια).

Τουρκομερίτικη έκφραση ορισμένων περιοχών της Β. Ελλάδας, που σημαίνει (επιτιμητικά) τα γυμνά-εκτεθειμένα μέρη του σώματος ή την γύμνια εν γένει.

Προέρχεται από την τούρκικη λέξη baldir = μοσχαράκι και συνεκδοχικώς ποδαράκι μοσχαριού.

Κατ’ επέκταση το σύνθετο baldırı çıplak σημαίνει γύμνια (όπως αγγλ. stark / bollocks naked = τσιτσίδι) και σήμερα πήρε τη σημασία των ακαλύπτων μελών του σώματος ιδίως της γυναίκας.

Αντίστοιχα στην Ελλάδα, τα (unisex) γυμνά μέρη του σώματος λέμε «κρέατα» και η πλήρης γύμνια λέγεται τσιτσίδι (είτε εκ του ιταλ. cicci = βυζιά/μαστοί είτε εκ του τουρκ. çırılçıplak = θεόγυμνος είτε εκ του παιδικού τσιτσί = κρέας), ενώ ειδικώτερα για τα γεννητικά όργανα, σώζονται στη νεοελληνική λογοτεχνία τα ντροπαλά: «Άσχημα κρέατα», η «φύση», το «γένος», το «φύλο» κλπ.

Την έκφραση χρησιμοποιεί ατόφια ο Νίκος Κοεμτζής στο βιβλίο του «Το Μακρύ Ζεϊμπέκικο».

  1. Ρίξε κανα χράμι, κανα πεσκίρι πάνω σου και μάσ’ τα μπαλντήρια σου, μη μας γελάει ο μαχαλάς.

  2. -Τι έτσι θα μού ’ρθεις έξω;
    -Γιατί, τι έχω;
    -Που τά ’χεις βγάλει όλα όξω, αυτό λέω!
    -Ααα! Το σχέδιο; Είναι της μόδας, έτσι τα φοράνε τώρα…
    -Άμε παιδάκι μου ντύσου λέω, κι εσύ μην πουντιάσεις κι εγώ να μην τσακώνομαι με τους αρκουδόμαγκες για τα μπαλντήρια σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λολίτα, νυμφίδιο ή γενικά γυνή οποιασδήποτε ηλικίας, προικισμένη με το σπάνιο χάρισμα να μπορεί, σαν άλλη θεά Κάλι, να ικανοποιήσει αποτελεσματικά περισσότερους του ενός ερωτικών συντρόφων -σε αρκετές περιπτώσεις, μάλιστα, χωρίς να υπάρξει κολπική ή πρωκτική διείσδυση.

Ρε, αυτής άμα της πετάξουμε τις ψωλές μας έξω θα κάνει μονόζυγο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που αναφέρεται σε γυναίκα πλούσιας σε σεξουαλικές εμπειρίες, της οποίας οι πλούσιες φωνητικές ικανότητες, το σπάνιο ηχόχρωμα, αλλά και ο απύθμενος λάρυγγας, μπορούν να ικανοποιήσουν και το πλέον απαιτητικό πέος και να εξυψώσουν το πολιτιστικό και κάθε άλλο επίπεδό του.

Καλά η τύπισσα είναι πρώτη αρπάχτρα. Της μιλάει της ψωλής, της πιάνει και κουβέντα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ερωτικές συνευρέσεις που χαρακτηρίζονται για το μέγα πάθος που τις διακρίνει, την ιδιαίτερη ένταση και, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, την ποικιλία στις εφαρμοζόμενες στάσεις.

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάθε περίπτωση που αναμένονται περιπτύξεις που προσομοιάζουν με ταινία πορνογραφικού περιεχομένου.

Άμα μου φάει το γκομενάκι το τσουτσέκι θα έχουμε ανάποδα ψαλίδια!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified