Εκμεταλλεύομαι ευκαιριακά ή συστηματικά, θεμιτά ή αθέμιτα, ηθικά ή ανήθικα μια ευνοϊκή κατάσταση που μου προσπορίζει διαφορών ειδών οφέλη ή ανταλλάγματα.
Συνώνυμη έκφραση: βρίσκω το μήνα που θρέφει τους έντεκα
Εκμεταλλεύομαι ευκαιριακά ή συστηματικά, θεμιτά ή αθέμιτα, ηθικά ή ανήθικα μια ευνοϊκή κατάσταση που μου προσπορίζει διαφορών ειδών οφέλη ή ανταλλάγματα.
Συνώνυμη έκφραση: βρίσκω το μήνα που θρέφει τους έντεκα
Got a better definition? Add it!
Συνώνυμο του κλάνω μέντες, δηλαδή διακατέχομαι από μεγάλη τρομάρα. Οι μπάμιες ως δύσπεπτες προκαλούν αέρια, οπότε η χρήση τους εδώ μάλλον είναι επιτατική, δηλαδή κλάνω πάρα πολύ (από τρόμο).
Πάσα: Μπίφτεξ, Πονηρόσκυλο.
Ε ετσι πρεπει να παιζεται το Σκοτεινο Δωματιο.Να ακουει ο αλλος «σειρα σου» και να κλανει μπαμιες. (Εδώ).
Μου παν πως είσαι μπελαλής
άντρας σκληρός και ντερτιλής
μα σαν τον παίρνεις και γελάς
κλάνεις μπάμιες και πονάς. (Ποίηση).
nikolaki θα το παρω μια μερα να σε παω λαμπαδα να κλασεις μπαμιες. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Όταν κάποιο έδεσμα είναι τόσο καλό που δε θες να το μοιραστείς με κανέναν.
- Πώς σας φάνηκε το τιραμισού;
- Να τρώει ο Λυριτζής και στον Οικονόμου να μη δίνει!
Got a better definition? Add it!
Η μπόχα των μποχών στη Δ.Κρήτη, τουλάιστο ηχητικά και ως μέρος της σχετικής γκριμάτσας αηδίας και απογοήτευσης που συνοδεύει την εκφορά της. (Στην Κρήτη οι άσχημες οσμές σχηματίζονται με το -έα, στο τέλος, π.χ. σκυλέα, αυγουλέα, σκατουλέα, τσουκνέα κ.λπ.). Όχι επειδή δεν υπάρχουν εφάμιλλα ανυπόφορες οσμές, αλλά επειδή αυτή η λέξη κττμγ σ' όσους έχουν βιωματικά μεγαλώσει μαζί της δημιουργεί συναισθησία, σα να παράγει η εκφορά την την οσμή στον εγκέφαλο ναούμ'. Είναι η όχι απαραίτητα έντονη αλλά αναγουλιαστική, ταγκιά μυρωδιά που βγάζει κάτι σάπιο ή βουρκιασμένο. Θρασουλέα βγάζει το κρέας που άφησες στη συντήρηση μέρες και έχει αρχίσει να μυρίζει, αλλά και το κακοπλυμένο ποτήρι που βρωμάει αυγουλίλα, και άλλα, βλ. στα "παραδείγματα" όπου κι άλλοι έχουν προσπαθήσει να την ορίσουν . Ετυμολογία: το λεξικό Ξανθινάκη λέει από το θρασίμι = ψοφίμι (το οποίο θρασίμι, από το σαθρός).
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
(Μαγειρική) Ο φόβος μήπως καθαρίσεις υπερβολικά πολλές, ή υπερβολικά λίγες πατάτες, όταν θέλεις να τηγανίσεις πατάτες ή να φτιάξεις πουρέ.
Πηγή: Λύο Καλοβυρνάς.
Με είχε πιάσει γεωμηλοφοβία, αλλά τελικά οι πατάτες ήταν όσες έπρεπε για τους καλεσμένους...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το υβριδικό γλυκό που προέκυψε από διασταύρωση της μπουγάτσας με το κρουασάν και έκανε πραγματική θραύση, προσελκύοντας το ενδιαφέρον και των διεθνών μέσων ενημέρωσης.
Γρήγορα όμως προέκυψαν σοβαρότατες ενστάσεις:
Η μπουγατσα εχει μια φυση (λεπτο τραγανο φυλλο) και δυο υποστασεις (κρεμα, τυρι). Τα υπολοιπα ειναι σκευασματα αιρετικων.
Μεταφορικώς δηλώνει μεταμοντέρνα -πάντα με την κακή έννοια- και τραβηγμένη απ' τα μαλλιά μείξη χωρίς δημιουργικότητα, -κάτι σε σταθεροτυρόπιτα δηλαδή-, καθώς και βλαχομπαρόκ αισθητική.
Έχω την εντύπωση οτι σημαίνει και Ελλαδιστάν, ταιριάζει σαν νόημα και τελειώνει σε -άν, αφού.
Το πολιτικό μπουγατσάν, που λέγεται ΣΥΡΙΖΑ, απ' έξω Ευρώπη, κι από μέσα κρέμα της αριστερής γιαγιάς από τας Σέρρας ας πούμε, ετοιμάζεται τώρα, που έχει μεγάλη κοινοβουλευτική δύναμη και αντιπρόεδρο στο Ευρωκοινοβούλιο, να καταθέσει αίτημα κατοχύρωσης της ελληνικότητας του μπουγατσάν και με ειδική ανθρωπιστική οικονομική μελέτη των οικονομολόγων του όλων των τάσεων, έτσι ώστε το μπουγατσάν να είναι κεντρική τροφή μη κυβερνητικών οργανώσεων που θα χορηγείται σε αναξιοπαθούντες πληθυσμούς.
Οι χυλοπίτες γίνανε ταλιατέλες, η μπουγάτσα έγινε μπουγατσάν, τα Goodys γίνανε Burger house και ο Σημίτης πρώτος μάγκας (εδώ)
το μονο καινοτομο προιον που διαφημιστηκε οσο κανενα αλλο στην Ελλαδα της 5χρονης κρισης ειναι το Μπουγατσαν....αυτοι ειμαστε....
Γάλλοι τεχνοκράτες + Πρόγραμμα Θεσσαλονίκης = μνημόνιο μπουγατσάν
- βγαλτε στον κοσμο εσεις οι δημοσιογραφοι νεους ανθρωπους δημιουργικους με οραμα κ οχι μονο τα Μπουγατσαν....
- Το μπουρδελο είτε Αριστερό είτε Δεξί μπουρδελο ειναι ! Ελληνικό κράτος! (εδώ)
- Διασκευή εκείνο, διασκευή τούτο. Και ναι μπορεί να ακούσεις διαμαντάκια και άλλα τόσα σαχλά πειράγματα. Απορία μου όμως- έχει στερέψει η γλώσσα, η μουσική, το βίωμα για να 'γεννηθούν' νέα τραγούδια όσων ασχολούνται συνεχώς με διασκευές.?? Μου λείπουν σημερινά δυνατά κομμάτια. Όχι δοκιμασμένα στο χρόνο κομμάτια με νέο φόρεμα...
- [...] και μενα μου λειπουν πολυ τα νεα ακουσματα, θα ρθουν θα γεννηθουν θα δεις [...] την επομενη φορα ομως θα φαμε μαζι μπουγατσαν
Got a better definition? Add it!
Το κοινό τροπικό επίρρημα έτσι και το μάλλον κοινό πήλινο σκεύος γιουβέτσι -και το νοστιμότατο φαγητό που παρασκευάζεται μέσα σ' αυτό- δεν έχουν καμία σχέση, πέραν της ομοιοκαταληξίας. Αλλά, η ομοιοκαταληξία αυτή ήταν αρκετή για να φέρει τις λεξούλες κοντά και να τις κάνει τη σύγχρονη εκδοχή του «ήξεις - αφήξεις».
Το έτσι και το γιουβέτσι συνδυάζονται σε τρεις κυρίως εκφράσεις που έχουν μεταξύ τους λεπτές νοηματικές διαφορές.
Η έκφραση «μια έτσι, μια γιουβέτσι» σημαίνει «μια ζεστό, μια κρύο» -κάτι σαν σκοτσέζικο ντους- και χρησιμοποιείται για να περιγράψει καταστάσεις και άτομα ευμετάβλητα και απρόβλεπτα.
Η έκφραση και έτσι και γιουβέτσι δηλώνει, συνήθως, κάποιον που θέλει να τα 'χει καλά και με τη μια μεριά και με την άλλη, λέει πράγματα που νομίζει ότι θα ικανοποιήσουν αμφοτέρους και, φυσικά, αντιφάσκει.
Σπανιότερα λέγεται και το ούτε έτσι ούτε γιουβέτσι για να περιγράψει κάτι μεσοβέζικο που προσπαθεί να τα κάνει όλα και καταλήγει να μην κάνει τίποτα καλά.
Όπως ξέρουν οι “τακτικοί αναγνώστες” (χα, χα, χα… μ’ άρεσε αυτή η έκφραση “κονσέρβα”), ετούτο το blog είναι, “μία έτσι, μία γκιουβέτσι”. Πάνω που πας να πεις, “σοβαρός άνθρωπος αυτός ο Παραμυθάς”, σου ανάβει κάτι τύπου, “τρία πουλάκια κάθονται” και αλλάζεις γνώμη. (Από blog)
- Δεν μπορείς να βασιστείς σ' αυτά που λέει. Μια έτσι, μια γιουβέτσι.
- Ναι, ρε γαμώτο, το ξέρω. Και δεν μπορώ με τίποτα τους ανθρώπους είπα-ξείπα, ήξεις-αφήξεις, έτσι-γιουβέτσι.
Υποσχέθηκε «σκληρή αντιπολίτευση προς τον κ. Ψωμιάδη», τον οποίο επέκρινε για την τακτική με την οποία πολιτεύεται, τακτική «κι έτσι και γκιουβέτσι», όπως είπε. (Δηλώσεις Β. Πατουλίδου, ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, 22/12/06)
Στα τεχνικά χαρακτηριστικά του πάντως, το Accupower αναφέρει ότι δίνει τροποποιημένη ημιτονοειδή κυματομορφή, από ότι ξέρω είναι μια νέα ενδιάμεση μπάσταρδη κατάσταση, ούτε έτσι ούτε γιουβέτσι, ούτε καθαρά τετράγωνη μορφή αλλά ούτε και καθαρά ημιτονοειδή μορφή. (Από το avsite.gr)
Βλ. και: ...κι έτσι., έτσι, έτσι!, ετς
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σλανγκική εκφορά της ουτοπίας και εν γένει ενός φανταστικού / ιδεατού / ονειρικού κόσμου. Από λεξιπλασία του Ευγένιου Τριβιζά για ομώνυμο κόμικ / τηλεοπτική σειρά με πρωταγωνιστές φρούτα.
Είναι μία, μόνο μία, η ονειρεμένη Φρουτοπία!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Παρμένο από τελειωμένη διαφήμιση φέτας - του γαλακτοκομικού προϊόντος - τους τελευταίους μήνες έχει γίνει πια και συνώνυμο του «άραξε την πέτσα σου» .
Προφέρεται με τραβηγμένο το «ε», δηλαδή: «Φέέέτα!».
- Μαλάκα, κόψε ταχύτητα θα τη δώσουμε σε κάνα στύλο!
- Φέέέέέτα...!
Got a better definition? Add it!
Ρήμα της κρητικής διαλέκτου, που χρησιμοποιείται κυρίως στον αόριστο της παθητικής φωνής, «λιγωμαριάστηκα, λιγωμαριάστηκες κλπ».
Σημαίνει ότι κάποιος έχει καταναλώσει τόσο μεγάλη ποσότητα γλυκών που του έρχεται αναγούλα.
Συνώνυμο, το «λιγώθηκα», αν και σε άλλο ορισμό, έχει εύστοχα σχολιαστεί πως το «λιγώθηκα» σημαίνει και λαχτάρησα κάτι πάρα πολύ, πράγμα που δεν ισχύει για το «λιγωμαριάστηκα».
Έφαγα ένα δίλιτρο παγωτό και λιγωμαριάστηκα, γι' αυτό έχω τον κουβά από δίπλα, για να είμαι σε ετοιμότητα όταν θα μου έρθει ο εμετός.

Got a better definition? Add it!