Λαγουδικό *αποκαλούσαν οι παλαιότεροι (και εξακολουθούν ορισμένοι βουκολικοί ακρίτες και θεούσες κυρα-περμαθούλες) τον *παρθενικό υμένα, την ενοχλητική και μάλλον γελοία αυτή μεμβράνη για την οποία τόσα δράματα εκτυλίχτηκαν ανά τους αιώνες. Για λόγους που αντιπαρέρχονται κάθε κοινή λογική, ο υμένας αυτός θεωρείται από τότε που βγήκαν οι λάσπες σχεδόν καθολικό (αλλά και ορθόδοξο, και μουσουλμανικό) σύμβολο αγνότητας.
Όπως συμβαίνει για κάθε σπάνιο αγαθό, το αόρατο πέος δημιούργησε μια αποτελεσματική αγορά για την αγοραπωλησία λαγουδικώνε. Ο συνεπακόλουθος κατακλυσμός της αγοράς από λαγουδικά-μαϊμού κατέστησε επιτακτική την ανάγκη πιστοποίησης κατά ISO. Την εποχή που οι αρχαίοι ημών πάλευαν την χοληστερίνη εμφανίστηκε και ευδοκίμησε το επάγγελμά της γηθογυίας (εκ των γῆθος, χαρά και γυῖον, αιδοίο) επάγγελμα που οι σύγχρονοι αποκαλούμε παρθενομαμή. Η παρθενομαμή «έδινε, παρουσία των ανακριτών-εξεταστών ή δικαστών, τον λεγόμενο 'Όρκον Tιμής', και μόνη αυτή εξέταζε την παθούσα νέα 'τη ψηλαφήσει εξέταζε τα κρύφια μέρη, ακολούθως δε υπαγόρευε την πραγματογνωμοσύνη της και τις επισημάνσεις της προφορικώς, διότι εστερείτο γραμματικών γνώσεων» (εδώ).
Η υπερβάλλουσα ζήτηση για λαγουδικά οδήγησε πολλές παρθενομαμές στο παρεμπόριο «γκρι» υπηρεσιών αναπαρθενισμού αναξιοπαθούντων κορασίδωνε που υπέστησαν παρθενοφθορά, πολύ πριν αναπτυχθεί η σύγχρονη μπαγαποντοπλαστική. Οι πρωτόγονες μέθοδες τους βασίζονταν σε δύο πυλώνες:
- Την χρήση προσωρινών ραμμάτωνε, συνήθως φυτικής προέλευσης που έφεραν ονόματα όπως «σωμέλιμα τoυ ανθoύ», «μέθoδoς της χελιδoνoφωλιάς», «κoυκoύλωμα τoυ κερασιoύ».
- Τεχνικές χρήσης κόκκινων χρωστικών ουσιών με σλανγκενεργές ονομασίες όπως «βαψίμι της φωλιάς», «φκιασίδωμα τoυ μαραμένoυ αθoύ», «στύψιασμα τoυ χίσθoυ», «αβδέλλιασμα» κ.ταλ., προκειμένου το κορίτσι να περάσει θριαμβευτικά την δοκιμασία του παρθενόπανου (περισσότερα εδώ).
Το λαγουδικό μάλλον δεν ετυμολογείται από τον συμπαθή κόνικλο αλλά εκ του λαγαρό: λεπτό και ευάλωτο στα αρχαία, καθαρό και διαυγές στα νέα.
Ας πανηγυρίσουμε λοιπόν το λαγουδικό με ένα μικρό σλανγκομουναπάνθισμα συνωνύμων:
- αγερινό
- αγλαό
- αγνό
- αγριοκρινάκι
- αεράτο
- αέρινο
- αθέατο
- αθέρας της κόρης
- αθθός
- αιθέριο
- άϊρο (ιερό) ιμάτι
- αμυγδαλιάς ανθί
- αμύριστο
- ανάδερο
- ανάχλιο
- ανέγγιχτη θυρία
- ανέγκιχτο
- ανεμαίο
- ανεμικό
- ανεμίτσι
- ανεμώνη
- ανθάδα της κόρης
- ανθάκι (που δεν το είδε ο ήλιος, του βουνού)
- ανθάτο
- άνθος (αβρό, άφθαρτο, ζαχαροζύμωτο, κορύκειον, μυροβόλο)
- ανθός (άγγιχτος, αμάραντος, αναμεσιανός, ανθηνένιο της κόρης, ανθηρό, ανθί, ανθίμι, άνθιμος, ανθινό επικόλπι, ανθινο λιλί (το λουλουδένιο στολίδι), ανθινό πουγκί, ανθίτσι, ανθίτσι της νιάς, ανθοδροσόμαλλο, ανθοκουκούλα, ανθόμηλο, ανθομούνι, ανθομπούμπουκο, ανθουλάκι, ανθούλι , ανθουσένιο μάτι, ανθώλη, ανθουλλί, ακακίας, βερυκανθός, δροσανθός, ευοσμανθός, ροδιάς, της αγνείας, της κρυφής σκαφούλας, της φύσης, του αναγκαίου, του κουτιού, απάρθενος, ατίμητος, βατσινίας, βερωτός (βέρα: κυκλικός), γαρδένιας, γιασεμιού, θαλλεροζανθός , θαυμασαριός, κεραπουκάτος (που βρίσκεται κάτω από τον ομφαλό), κερασανθός, κερασένιος , κροκανθός, κρυφός ανθός της τσούπας, λεμονιάς, λουλουδανθός, λυγιάς, μηλίτσας, μολοχανθός, μοσχανθός, μυρσινανθός, νεραντζανθός, νεραντζιάς, παρθενίας, πορτοκαλιάς, πύρινος, ροδακινιάς ανθός, ροδανθός της κόρης, ροκοανθός της κόρης, φασκομηλιάς λευκανθός, χάσικος)
- ανούλι
- απαλό γιασεμί
- ασπρολούλουδο
- άσπρος κρίνος
- άσπρος μενεξές
- ατρύγητος κρίνος
- αφράτο
- αχαμνότρυπα
- αχνό
- αχνόλαστο
- βαβί
- βαγιολούλουδο
- βαίο
- βεργί
- βεργωτό
- βερωτός
- βιόλα
- βιολέτα
- βιολετάνη της τσούπας
- βοτρίδι
- γαρουφαλάτο
- γαρουφαλίτσι
- γαρυφαλλένιο λιλί
- γερανάκι
- γήο
- γλυκάδι
- γόνη
- γόνος
- δαφνολούλουδο
- δαφνούλα φουντωτή
- διόσανθος
- διχαλωτό
- δροσερή σπορτούλα
- δροσίδι
- δροσινό
- δροσολούλουδο
- ειδωλάκι
- ελειόχρυσος
- ελιανθάκι
- ζαμπάκι
- ζεοβιανό
- ζερνέκαντο του κοριτσιού
- ζουμπουλάκι
- ζουμπύλι
- ηλιόχαρο
- ήλτο
- ήλτσο
- ημεράτσι της κόρης
- ημεροκαλλίδα
- θεστό
- θύρια
- ιμέτι (ή μάτι της τιμής)
- ιό
- ίρις
- καλυδώνι
- καμαράκι
- καμπανούλα της κόρης
- καστέλι
- κατιφές της κόρης
- κερασένιο
- κόκκινος κρίνος
- κόρη γαρουφαλάτη
- κουκούλα
- κουκούλα της τιμής
- κρινάκι
- κρίνο του γιαλού
- κρόκος της χρυσαυγής
- κρυμμένο χρυσοδαφνούλι
- κρυφή λαουδιά
- κρυφό ανθάκι δροσερό
- κρυφολούλουδο
- κρυφός υάκινθος
- κυκλαμινάκι
- κύτος
- λαλέ
- λαλεδάκι
- λαλέδι
- λαλέδι της νιάς
- λαλλάρι
- λειρί της κόρης
- λειρίδι
- λεπτό
- λευκό ανθόκρινο
- λευκό νούφαρο
- λευκόγιο
- λευκός κρίνος
- λιόφλογο
- λολολάκι (φράση της παρθενομαμής: γιατί λολοδάκι μου χάλασες το λελουδάκι σου;)
- λουδιό
- λουλούδι (άγρυπνο, άδυτο, αθέατο, αλώβητο, ανθρώπινο, δροσινό, ανοιχτό, αχνολούλουδο, λουλούδα, λουλουδάτο, λουλουδάτσι, λουλουδένιο ανθί, λουλουδένιο προσάρκι , λουλουδένιος, λουλουδίμι, λούλουδο, λουλουδούλι ,μισάνοιχτο, μεβιανό, μενεξεδένιο, μοσχοϊτιάς, μοσχολουλουδάκι, μπιγόνιας λουλουδάκι, μυγδαλιάς, ολόδροσο, πενταφύλακτο, ροδονιάς, τίμιο, φεγγοβόλο)
- λούλουρο
- λουλούτσι
- λούρνος
- λυγερό
- λύγινος
- λύγιο
- λυχναράκι της κόρης
- μανουσάκι
- μαργαρίτα
- μάτι της παρθενιάς
- μάτι του ήλιου
- μελισσάκι
- μελολί
- μενεξένιο γιουλάκι
- μεσομούνι
- μέτι της αγνότης
- μηράδι
- μουρνίδι
- μπαμπακούλα
- μπαμπακωτός
- μπουμπούκι (άδοτο, άθικτο, αμύριστο, ανήλιαγο, απάρθενο, απόκρυφο, δαμασκινιάς , κιτρινολεμονιάς, κλειστό, κρυφό, μυρτιάς λευκό, μεσομπούμπουκο, μοσχοτριανταφυλλιάς, νωλιομπούμπουκο, ροδοδαφνιάς, σ' ασχήμι της κόρης, του λιλιού (λιλί : αιδοίο), ταλλιακό, της τιμής, τρυφερό)
- μυλλιδώνι
- μυριανθισμένη αλυγαριά
- μυριανθισμένο
- μυρτολούλουδο
- νεραγκούλι
- νυχάκι
- ξέτρυπο
- ξυφί
- οινάνθη
- ολοδροσάτος κρίνος
- παπαρουνίτσα
- πασχαλίτσα
- πέπλο της νύφης
- περδικούλι
- πετανίδι
- πηγανούλι
- πικόλπι
- πλοκαμιανός
- ποθεινό
- πόθη
- ποθιανό
- προσάρκιο
- πρόσαρκο
- ρόδο (κόκκινο δροσάτο, ντροπαλό, της νιας, ροδοσταμιά, ρόδινο ανθάκι, ρόδινη φλόγα)
- ροκολούλουδο
- ρολόϊ της τσούπας
- ρωγολούλουδο
- σελλιάνα
- σιμιλούδι
- σκυλίτσα
- σκυτελάκι
- σκύτος
- σπιρτούλα
- στεφανάκι
- στόλος (στολίδι)
- στρογγυλολούλουδο
- σφηκάρι
- σχιστολούλουδο
- τερυπτός
- τερυτό
- τριανταφυλλάκι κόκκινο
- τριανταφυλλένιο
- τριαντάφυλλο εκατόφυλλο της κόρης
- τριμίδι
- τρουπί
- τρύοπο
- τρυφεράδι της κόρης
- τρυφερή βιολέτα
- τρυφηλό
- τσίπα
- φαλάμι του ανθού της κόρης
- φλόγα
- φλογερή παπαρούνα
- φρυδάκι
- φυλακιό
- χαλαρό
- χρυσάθεμο της κόρης
- χρυσόκρινος
- ψαθιρένιο
- ψαφαρό
- ψιλό
- ψυχαλιδάτο γαρυφαλλάκι