Επώνυμο που επέχει θέση προστακτικής, σημαίνοντας: ξεκόλλα!
Ξεκολλίδης, δεν έχω όρεξη για μανούρες.
Επώνυμο που επέχει θέση προστακτικής, σημαίνοντας: ξεκόλλα!
Ξεκολλίδης, δεν έχω όρεξη για μανούρες.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Η selfie φωτογραφία που βγάζει κάποιος την ώρα που χέζει.
-Μάγκες μαντέψτε τι κάνω στη φωτογραφία.
-Άσε μας ρε, αφού φαίνεται από τα πλακάκια του μπάνιου ότι είναι χεσέλφι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κάνω διακοπές, τάχω κλάσει όλα και είμαι τρελά αραχτός, τη στιγμή που -και ακριβώς επειδή- ο κόσμος καίγεται γύρω μου (και πολύ πιθανόν και γω μαζί του) και η κενωνία βουλιάζει. Δείχνει λούξους και σταρχιδισμό.
Από το διακοπές + κατάληξη - άρω που προσδίδει στο ρήμα μια ξενική όσο και χαλαρωτική εσάνς.
Μπόλικα τα παραδείγματα, μέχρι και σάιτ έχει ονομαστεί έτσι.
Got a better definition? Add it!
Το ρήμα "ξεκουλάρω" <ξε+ cool + άρω> σημαίνει ξε-χαλαρώνω. Χρησιμοποιείται για την ανατροπή υπερβολικά "cool", χαλαρών καταστάσεων, προκειμένου να μπει ένα μέτρο, για την αποτροπή ακραίων καταστάσεων χαλαρότητας, που μπορεί να επιφέρουν ακόμη και το θάνατο.
1.Είσαι έξι μέρες μέσα στο σπίτι και μπαφιάζεις. Ξεκούλαρε λίγο, γιατί θα το κάψεις.
2. "Πάμε να κάνουμε μια παρτούζα, να πιούμε 10 ουίσκια, να ρουφήξουμε 3 κοκίτσες, να στανιάρουμε λιγάκι!"
"Ξεκούλαρε ρε φίλε, εσύ πριν 2 μέρες ούτε τσιγάρο δεν έκανες"
3. "Γεια σου κούκλα! Και γαμώ τα βυζάκια έχεις! Θες να πάμε μία μέσα.."
"Για ΞΕΚΟΥΛΑΡΕ λιγο"
Got a better definition? Add it!
Το υποκοριστικό του χαλαρά. Πιο περιπαικτικά γίνεται χαλαρουίτα.
Κατά το τζαμπουί, μπαγκουί, τουί.
Σημείωση:
Στο 5ο παράδειγμα, που είναι απόσπασμα από βλόγιον άκτορος τινός, φαίνεται οτι υπάρχει κάποια τάση να χρησιμοποιείται η κατάληξη -ουί για παραγωγή εύχρηστων επιθέτων, επιρρημάτων κλπ. Δεν βρέθηκαν προς το παρόν άλλα παραδείγματα.
Got a better definition? Add it!
Ακούστηκε σε στρατόπεδο της Ελληνικής επικράτειας γύρω στο 1996-1997. Επιφώνημα και προσκάλεσμα για χαλαρότητα, λούφα και γενικά καλοπέραση, ίσως ρίχνοντας τα βάρη στους άλλους, μια φιλοσοφία που εστιάζει στη γείωση των όποιων μιλιτέρ προβλημάτων. Ο συνδυασμός ηρεμιστικών χαπιών τα οποία προσφέρουν την προσδοκούμενη ντάγκλα και το κλασικό σνακ των ελληνικών δυνάμεων έχει ως αποτέλεσμα μια κατάσταση ζεν η οποία αντισταθμίζει τη δύσκολη, και καλά, ζωή των στρατιωτών μας.
Και καμπάνα να φάμε δεν πειράζει μάγκες, αρντάν και κρουασάν.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Νεότερη και πιο γιολαριστή εκδοχή του άραξε την πέτσα σου, σλανγκοτουμπανιζέ δια του προσφιλούς γαμοσλανγκοτέτοιου - όνι. Και για όποιον δεν κατάλαβε: τσίλαρε, κούλαρε, ηρέμησε.
Φοριέται πολύ από την σημερινή πιτσιρικαρία. Στο ιντερνέτι καταγράφεται κυρίως σε εφηβικά κοινωνικόμηδα τ. σνάπτσατ και ασκεφέμ.
Got a better definition? Add it!
Άραξε - ηρέμησε. Αυστηρώς από άτομα που ψάχνουν την προσοχή.
- Μου έχει πει ο ένας να πάμε για καφέ, η άλλη για σινεμά με την παρέα της και ο πατέρας μου να τον βοηθήσω στο συνεργείο. Τι να πρωτοκάνω, έλεος.
- Τσίλαρε, θα τα βολέψεις όλα.
Got a better definition? Add it!
Σιγά-σιγά, άραξε!
Μας μεταλαμπαδεύτηκε από την φίλη και σύμμαχο και γείτονα Οθωμανία, πρώτα μέσω τση προσφυγιάς και εν συνεχεία μέσω κολλημένων-στο-μπανιστήρ-ντουλάπ μαμάδων χρυσαυγιτώνε κι όχι μόνον.
Εκ του τουρκ. yavaş, σιγά. Αντώνυμο: τσαμπούκ-τσαμπούκ (εκ του çabuk, γρήγορα). Μέλι να Φανή αν θα καθιερωθεί από την σλαγκολογιά και το καραχειροκροτηθέν Ερντογκανικό τσιτάτο καζάν-καζάν (ελληνιστί: γουίν-γουίν).
1. Γιαβάς - γιαβάς το Κτηματολόγιο
2.
♫ Γκελ γκελ Καϊξή
γιαβάς γιαβάς
Μεσ’της Πόλης τ’ακρογιάλι
μέσ’τη σιγαλιά
μεσ’του Χαρεμιού τη Λίμνη
γκέλ γκέλ Καιξή ♫
(Χατζηχρήστος, Βαμβακάρης)
3. «Το ’να μου φωνάζει ‘‘γιες’’/ τ’ άλλο μου φωνάζει ‘‘για’’/ τίνος είναι, βρε γυναίκα, τα παιδιά», λέει ένα πασίγνωστο μετακατοχικού τραγουδάκι. Σήμερα, τα παιδάκια μας λένε «σόρι» και «θενκ γιου», αλλά και «ταμάμ» και «γιαβάς γιαβάς», καθώς η τηλεόραση παραδίδει μαθήματα τουρκικής άνευ διδασκάλου.
Got a better definition? Add it!