Further tags

Συντομογραφία του «Παίρνει Πίπα Όρθια».

Χρησιμοποιείται ως συνθηματικό μεταξύ ανδρών συνήθως κατά την περιγραφή ή την θέαση ενός κοντού στο ύψος γκομενακίου, τόσο κοντού ώστε να ικανοποιεί τις προϋποθέσεις της έκφρασης. Προφέρεται «Πι-Πι-Ο» και είναι γένους ουδετέρου.

- Ρε μόρτη την θυμάσαι καθόλου τη Στέλλα που είχαμε δει τις προάλλες;
- Ποια Στέλλα λες δικέ μου; Το ΠΠΟ;
- Α να γεια σου! Αυτή!
- Πώς να μη θυμάμαι...

Στο μπαρ:
- Κώτσο, βλέπε γκομενάκι σωστό, τρεις η ώρα από σένα.
- Τελέρε; Αυτή είναι ΠΠΟ!
- Κλάιν ρε! Μην κολλάς.

O Shaquille O Neal με την στρατηγικού ύψους γιαβουκλού του. (από Khan, 28/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το θεόμουνο, ο μουνάγγελος, ο καυλάγγελος. Άλλη μια λατρευτική σλανγκιά του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

Βλ. επίσης: -μούνα.

«Ωωωωωχ!... Άααααχ!...» έκαμνε συνεχώς και ο θαυμαστής της, τρίβων αδιακόπως την ψωλήν του επί του σφύζοντος προ αυτού ανοικτού μουνέττου, λέγων μεταξύ των στοναχών του γλυκασμού που εδοκίμαζε: «Μουνίτσα μου!... Μικρή μου Μίς:... Αγγελομούνα μου!... Φλώσσυ!... Φλώσσυ!... Μουνάγγελε!... Ψωλέττα μου! Ψωλήνα!...»
(Μέγας Ανατολικός, Κεφ. 13 σ. 38)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τσούλα, η ψωλαρπάχτρα.

Είναι λέξη που έχω να την ακούσω τουλάχιστον 20 χρόνια. Δεν είναι πουθενά καταχωρημένη και πιστεύω ότι είναι κρίμα να χαθεί.

Τελευταία φορά την άκουσα από μια γιαγιά που έμαθε ότι ο γυιός της είχε δεσμό με μια παντρεμένη. Οταν ρώτησα λοιπόν τη γιαγιά γιατί δεν της μιλάει μου είπε.
- Μακριά από δω η ψωλαηδόνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα γνωστά τακούνια τα οποία όμως φοριούνται από γυναίκα εξόχως σεξουαλική ή καβλερή. Σύνηθες ύψος άνω των 12 πόντων.

Οι περισσότερες γυναίκες που κυκλοφορούν και μας αρέσουν, είναι ουσιαστικά μέτριες χωρίς τα στρινγκ και τα 20ποντα πορνοτάκουνά τους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Κουβάδες»: δείχνει τεράστια ικανοποίηση η και απόλαυση και αποτελεί τμήμα της έκφρασης «χύνω κουβάδες». Επίσης δεν αναφέρεται μόνο σε σεξουαλικά αντικείμενα αλλά και σε οτιδήποτε μπορεί να προσφέρει απόλαυση η ευχαρίστηση. Επίσης χρησιμοποιείται ως παραίνεση.

1) Συζήτηση μεταξύ φίλων. Ερώτηση: είναι καλό το τελευταίο π.χ. (ταινία, δίσκος, παιχνίδι, βιβλίο);
Απάντηση: Καλά μιλάμε, κουβάδες!

2) Πήγαινε να φας στο τάδε εστιατόριο, το φαγητό είναι κουβάδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ομορφοβία, ομορφοβικός

Ορισμός

Η ομορφοβία είναι ο φόβος (έως του σημείου της παθολογικής φοβίας), η αποστροφή ή οι διακρίσεις κατά των ναζωραίων, κομψών ή / και καλοντυμένων ανθρώπων. Τα άτομα που ενεργούν με τέτοιους τρόπους περιγράφονται ως ομορφοβικά.

Αίτια

Έρευνες έχουν δείξει ότι η ομορφοβία μπορεί να προέρχεται από φυλετική επιλογή (βλ. έχει ασχημindie), πολιτική αγκύλωση (βλ. ταγάρω), θρησκευτική προκατάληψη (βλ. χριστιανόφουστα), αισθήματα κοινωνικής ανασφάλειας, ή έλλειψη επαφής με ωραίους. Σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι δυνατόν να παρατηρηθούν φαινόμενα ομοφροβίας προερχόμενα και από τους ίδιους τους ζαγωραίους.

Αναπαραγωγή

Οι ομορφοβικοί κατά κανόνα και εκ πεποιθήσεως ζευγαρώνουν μόνο με σαλούφες (βλ. σαβουρογαμόσαυρος, μπαζοφονιάς).

Ευθυμολογία

Πρόκειται φυσικά για λολοπαίγνιο στην ομοφοβία (το σόλοικο αντιδάνειο του homophobia). Ενίοτε όμως καταγράφεται κι ως λολαδερός ανορθογραφισμός (βλ. παράδειγμα 5).

1.
Και ο έρωτας είναι ομορφοβία: φοβία για την επίδραση της ομορφιάς των άλλων και μαζί η βία της μίας και μόνης ομορφιάς. Η πίστη στην ομορφιά, η ακατάβλητη έλξη για την ομορφιά είναι ό,τι προσπαθεί -άλλοτε μάταια, άλλοτε όχι- να αντισταθεί στον ερωτικό παραλογισμό.

2.
- Δεν μου τη πέφτει. Μάλλον θα είναι ομορφοβικός.

3.
- Δεν μου τη πέφτει. Μάλλον θα είναι ομορφοβική...

4.
- Ομορφοβικός: αυτός που εχθρεύεται τον Βαξεβάνη και τον φθονεί λόγω της αισθητικής του υπεροχής.

5.
- Η Ελλάδα είναι από τις πιο ομορφοβικές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μιας και το 64% των Ελλήνων δηλώνει πως είναι αρκετά διαδεδομένη η δυσμενής μεταχείριση στο εργασιακό περιβάλλον, λόγω των σεξουαλικών προτιμήσεων.

(από σφυρίζων, 04/02/15)"Μεγαλώνοντας μπορεί να γίνεις καλός ή καλύτερος συγγραφέας, αλλά πιο όμορφος άνδρας σίγουρα όχι." (από Khan, 22/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θεωρητικά: Η ομορφιά προσωποποιημένη, το με απέραντο κάλλος νεαρό μπουμπούκι, κάτι σαν adagio που μόνο ένα εξασκημένο αφτί μπορεί να διακρίνει το πασίγνωστο βασικό θέμα από την Ενάτη του Μπετόβεν, από τον Ύμνο στη Χαρά του Σίλερ:

« [...]ω Κόρη των Ηλυσίων Πεδίων,
ω Κόρη του Θεού, ω Κόρη του Ανθρώπου,
ω Κόρη του Υπέρτατου Όντος[...] »

Όλες οι ομορφιές του κόσμου, όλες οι αρετές που μπορούν να βρίσκονται σε μία κοπέλα μονάχα με μια δωρική, λιτή και απέριττη λέξη με τέσσερα γράμματα... (η) κόρη.

Πρακτικά/σλανγκικά: Η αδερφή προϊσταμένη. Ο στης-πού. Η τελειωμένη. H φτερού. Η κεκραγμένη. Ο παρενδυτικός ανώμαλος που έχει κάνει δεύτερο σπίτι του το Αβέρωφ ή το Σινέ Κοσμοπολίτ κ.α., ντύνεται σαν καρνάβαλος και έχει χόμπι του να τσιμπουκώνει πέντε πέντε τα γερόντια/κωλομπαράδες χωρίς να του καίγεται καρφί αν έχουν καταρρεύσει από το γέλιο οι υπόλοιποι θαμώνες του τσοντοσινεμά. Ο κλασικός λούγκρας που έχει γεμίσει τις τουαλέτες των Goody's, των Mc Donalds, των ΚΤΕΛ και του κάθε μπαρ με αγγελίες τύπου «Λόλα πάντα διαθέσιμη», «Έλενα μόνο για φορτηγατζήδες» κ.α. με σκοπό να εξαπατήσει το θύμα/υποψήφιο γαμιά με το δέλεαρ ότι πρόκειται για γυναίκα. Έχει συμβεί λίγο πολύ σε όλους μας (καθότι λιγούρια) να παίρνει κάποιος αυτήν την Λόλα ή την Έλενα τηλέφωνο και να απαντάει ο Μπάμπης ο Σουγιάς με αποτυχημένη γυναικεία φωνή.

- Ρε συ, άντρας είναι αυτό εκεί απέναντι; Χαβανέζικο πουκάμισο, μαλλί αλά Εθνικός Πουστάρ και βαμμένη μάπα. Τι κόρη είναι αυτή;
-Τι κόρη ρε φίλε. Αυτή δεν είναι κόρη, είναι τρίκορη!

(από Mpiliardakias, 02/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κραγμένη στον υπερθετικό βαθμό. Η τελείως κραγμένη. Η αποτελειωμένη και ξεφτιλισμένη λούγκρα. Ο απόπατος του gay οικοσυστήματος. Η απόλυτη αδέρφω. Η πουστάρα του κερατά. O σερ Λάνσελοτ του Αδερφάτου των Ιπποτών. Ο τιτανοτεραστίου βεληνεκούς στης-πού κ.ά.

Συνήθως η κοινωνική θέση της κεκραγμένης βρίσκεται πιο κάτω από τον μέσο όρο. Οι κεκραγμένες που κατέχουν ανώτερη κοινωνική θέση είναι πολύ σπάνιες γιατί η ανατροφή, η παιδεία, το lifestyle και το κύρος τους σπάνια τους επιτρέπει να εξελιχθούν σε «αρχοντοκεκραγμένες»(κάτι αντίστοιχο με τις αρχοντοπουτάνες αλλά σε στη-πού), την κρεμ ντε λα κρεμ, την αφρόκρεμα της πουτσίλας της gay αριστοκρατίας. Εν ολίγοις δύσκολα θα δει κάποιος ξεφτιλισμένη αρχοντοκεκραγμένη να γαμιέται σαν καρνάβαλος σε κάνα πάρκο με περίεργους τύπους χαμηλής κοινωνικής θέσης όπως η «ξαδέρφη» της η απλή κεκραγμένη.

Επίσης, η κεκραγμένη και συγκεκριμένα η «αρχή της κεκραγμένης» θα μπορούσε σε ένα παράλληλο gay σύμπαν να είναι κάτι σαν την «αρχή της δεδηλωμένης», τον όρο δηλαδή του Συνταγματικού Δικαίου που ορίζει ότι η κυβέρνηση οφείλει να έχει τη «δεδηλωμένη» εμπιστοσύνη της απόλυτης πλειοψηφίας των Βουλευτών κτλ. με την διαφορά ότι θα μπορούσε (με μια εντελώς εικαστική προσέγγιση) να εκφράζει αντίστοιχα τον όρο του Συνταγματικού Δικαίου των στη-πού κτλ.

- Έβλεπα πάλι στο youtube εκείνα τα παλιά μεσημεράδικα μ' εκείνη την κραγμένη τον Σ**********λο την θυμάσαι;
- Πως να μην την θυμάμαι ρε τέτοια κεκραγμένη; Καλά πώς μπορείς και βλέπεις αυτές τις μαλακίες;

(από Mpiliardakias, 04/02/15)(από Mpiliardakias, 04/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η την ψωλήν βυζαίνουσα, ήτοι η πεολείχουσα, η τσιμπουκλού, η πιπατζού, η ψωλογλείφα. Ανήκει στην ιδιόλεκτον του ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

Ἤθελε, τώρα, νὰ πέσηι εἰς τὰ γόνατά του καὶ νὰ τῆς εἴπηι τὰ πλέον γλυκὰ καὶ τὰ πλέον αδιάντροπα ὡραῖα λόγια: «Ἀγάπη μου καὶ φῶς μου! Χρυσή μου καὶ ἄγγελέ μου! Πουλάκι μου! Κορίτσι μου! Ψωλοβυζάχτρα μου! Γλυκὸ καὶ παχουλὸ μουνί μου!...» (Μέγας Ἀνατολικός, Τόμος 5, σ. 70).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη από τις λέξεις καριόλης και πούστης. Υποείδος της συνομοταξίας των στη-πού. Ο καριολόπουστας συνδυάζει τις ποταπές ιδιότητες:

1) Ενός στη-πού κατά κύριο λόγο μεταφορικά (μπαμπέσης, καθίκι, ύπουλος κτλ) και σε σπανιότερες περιπτώσεις κυριολεκτικά (πισωγλέντης, αδερφή νοσοκόμα κτλ.).

2) Ενός καριόλη (ξανά μπαμπέση, ανήθικου τύπου κτλ).

Συνηθίζεται να αποκαλούν κάποιον καριολόπουστα όταν είναι ιδιαίτερα μισητός και τις περισσότερες φορές θα το ακούσει κάποιος να ακούγεται όταν ψιλοανεβαίνουν οι τόνοι σε μια συζήτηση για πολιτικά, αθλητικά κ.α. Είναι μια καθαρά καφενοβιακής κοπής λέξη. Το ατού της είναι ότι είναι πιο «χορταστική», πιο «γεμάτη», πιο ικανοποιητική (για τον πομπό) όταν ειπωθεί από ένα καριόλη ή ένα στη-πού σκέτο ακριβώς γιατί εξαπολύει περισσότερη αρνητική ενέργεια στην γύρω ατμόσφαιρα αλλά και μεγαλύτερο πλήγμα στον δέκτη (αν είναι κάποιος εκ των παρευρισκομένων και όχι κάποιο πρόσωπο στην τηλεόραση ή που δεν είναι παρών φυσικά).

Υποκοριστικό του καριολόπουστα είναι το «καριολοπούστρικο» (σπανιότατη λέξη για νεαρό ή ενοχλητικό μούλικο). Η αντίστοιχη εκδοχή του καριολόπουστα όταν πρόκειται για κάποιο θήλυ είναι το «καριολόμουνο», το «καριολομούνικο» (υποκοριστικό για πολύ νεαρό θήλυ), το «καριολοπούτανο» κ.ά.

  1. -Ρε συ τα ίδια και τα ίδια γαμημένα γερόντια παίζουν στην Εθνική Ελλάδος. Τα ίδια και τα ίδια με αυτόν τον καριολόπουστα τον ... .(κάποτε λέμε τώρα).

  2. -Πω ρε φίλε χθες βράδυ ήρθαν επίσκεψη μια συνάδελφος της δικιάς μου και έφερε κι ένα καριολοπούστρικο μούλικο μαζί της. Δεν έκατσε λεπτό. Μας έπρηξε όλο το βράδυ τ' αρχίδια πάνω κάτω.

  3. -Τι κοιτάς ρε φίλε; Χάζεψες με τις γκόμενες.
    - Κοιτάω πόσο μα πόσο καριολοπούτανα είναι. Κοντή φούστα το καταχείμωνο ρε αν είναι δυναμόν που λέει κι ο Γεωργίου.

(από Mpiliardakias, 05/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified